Rosa Luxembourg

Ειρηνιστικές Ουτοπίες

Μάης 1911





Το κείμενο “Ειρηνιστικές Ουτοπίες” δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο Leipziger Volkszeitung, n° 103 της 6 Μαΐου και n° 104 της 8 Μαΐου 1911. Πηγή: Rosa Luxemburg, Gesammelte Werke, τόμος 2, σελ.491-504.

Στα ελληνικά η απόδοση έγινε για το elaliberta.gr από τη γαλλική μετάφραση του Sylvestre Jaffard για το Marxists Internet Archives (MIA) -και σύγκριση με τις αντίστοιχες συντομευμένες στα αγγλικά και στα ισπανικά, καθώς και με το γερμανικό πρωτότυπο (η αγγλική και η ισπανική απόδοση βασίζονται στη συντομευμένη έκδοση του άρθρου τον Ιούλιο του 1926 από το The Labour Monthly, σσ. 421-428). Η ελληνική μετάφραση για το elaliberta.gr έγινε από τον Τάσο Αναστασιάδη. Ευχαριστούμε τον Γιάννη Νικολόπουλο για τις πολύτιμες διευκρινίσεις του για το γερμανικό κείμενο.

Οι σημειώσεις βασίστηκαν στις σημειώσεις της γερμανικής έκδοσης, αλλά προσαρμόστηκαν και εμπλουτίστηκαν και, για αυτό, την ευθύνη φέρει η elaliberta.gr, εκτός αν αλλιώς επισημαίνεται. Οι υπότιτλοι επίσης.

Η αρχική γερμανική και οι αντίστοιχες μεταφράσεις μπορούν να βρεθούν στο MIA, στις εξής σελίδες:



I. Μιλιταρισμός

Λειψία, 6 Μαΐου 1911

Η καμπάνια για τις εκλογές του Ράιχσταγκ ξεκίνησε από το κόμμα μας με συντονισμό και ζήλο από όλους1. Η γενική της και πιο ευτυχής αφετηρία ήταν ο λαμπρός εορτασμός της πρωτομαγιάς, που, παρά τις προειδοποιήσεις και τα εμπόδια από τους κύκλους που θεωρούν την πρωτομαγιά ως “κουτσάλογο”, υπήρξε η ευκαιρία για επιβλητική διαδήλωση και για μαζική απεργία. Αυτό, για μια ακόμα φορά, απέδειξε πόσο ζωντανή είναι η ενθουσιώδης αγωνιστικότητα και η πλήρης ιδεαλιστική αυταπάρνηση στις εργαζόμενες μάζες. Το καθήκον μας για κινητοποίηση στις γενικές εκλογές φέτος, όχι μόνο ως μάχη για να πετύχουμε όσο γίνεται περισσότερους ψήφους και εκλεγμένους, αλλά κυρίως ως περίοδος έντονης παιδαγωγικής πάνω στις αρχές και στην κοσμοαντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας, γίνεται ακόμα πιο επείγουν για το κόμμα. Το ένα κεντρικό σημείο της καμπάνιας και της δράσης είναι, προφανώς, το ζήτημα του μιλιταρισμού. Και, από τη σκοπιά αυτήν, η αποσαφήνιση της άποψής μας σε αυτό το ζήτημα, που αναδείχτηκε στις πρόσφατες συζητήσεις στο Ράιχσταγκ, έχει βαθιά και διαρκή σημασία.

Εάν το ζήτημα ήταν απλώς να αναρωτηθούμε κατά πόσο η κοινοβουλευτική μας ομάδα ενεργεί σωστά καταθέτοντας ένα ψήφισμα που ζητάει από τη γερμανική κυβέρνηση να επικυρώσει τις συμφωνίες περιορισμού των εξοπλισμών, η διαφωνία ασφαλώς δεν θα είχε και μεγάλη σημασία. Καθώς πρέπει να χρησιμοποιούμε το κοινοβουλευτικό βήμα ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα για ζύμωση, μοιάζει ως προφανές καθήκον των σοσιαλιστών εκλεγμένων να χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία, για να αντιτάσσουν την αντίληψη του κόμματος στις αντιλήψεις των αρχουσών τάξεων, στα σημαντικά φαινόμενα της δημόσιας ζωής. Περιορισμένη από τους κοινοβουλευτικούς κανόνες, η ομάδα πρέπει φυσικά να καταφεύγει στις μορφές της καταγγελίας, των ψηφισμάτων, κλπ. Και είναι ασφαλώς αξιέπαινο που η κοινοβουλευτική μας ομάδα άρπαξε την ευκαιρία για να ξεκινήσει μια σημαντική συζήτηση στο θέμα του μιλιταρισμού και να εξαναγκάσει τους εκπροσώπους των αρχουσών τάξεων να εκφραστούν ανοιχτά. Η ακριβής διατύπωση του ψηφίσματος που χρησιμοποίησαν οι αιρετοί μας παίζει η ίδια πολύ δευτερεύοντα ρόλο. Δεν είναι στη μορφή του ψηφίσματος, αλλά στα κίνητρα του αιτήματος, στις ομιλίες της ομάδας μας, που εκφράζεται η θέση του κόμματος. Συχνά, το κοινοβουλευτικό ψήφισμα δεν είναι παρά το άγκιστρο από το οποίο πιάνεται η ζύμωση από το βήμα του Ράιχσταγκ.

Το αληθινό ερώτημα, επομένως, που είναι σημαντικό για τους πιο πλατιούς κύκλους του κόμματος, είναι εάν το κόμμα μας εξέφρασε τη θεμελιώδη άποψη της σοσιαλδημοκρατίας, με σαφή και συνεπή τρόπο, στη συζήτηση που προκάλεσε, εάν συνέβαλε μέσω της συζήτησης αυτής στη διάδοση της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης για την ουσία του μιλιταρισμού και της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων στη συνείδηση των μαζών, με τρόπο που να εξασφαλίζει έτσι μια καλή προώθηση του σοσιαλισμού.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται απολύτως από την πλευρά που το θεωρούμε ως το πιο σημαντικό και κρίσιμο για τη στάση μας απέναντι στο μιλιταρισμό. Εάν η θέση της σοσιαλδημοκρατίας έπρεπε να συμπυκνωθεί στο να αποδεικνύει στον κόσμο, σε κάθε ευκαιρία, ότι το κόμμα μας είναι ανυποχώρητος οπαδός της ειρήνης και αποφασισμένος εχθρός του στρατιωτικού εξοπλισμού και ότι η κυβέρνηση πρέπει να επικριθεί για τους εξοπλισμούς της, τότε θα μπορούσαμε να είμαστε πλήρως ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις μας στην πρόσφατη συζήτηση στο Ράιχσταγκ. Αλλά δεν θα ήταν αυτό το αποτέλεσμα ικανοποιητικό για τη μεγάλη και σημαντική καμπάνια μας. Το καθήκον μας δεν είναι μόνο να αποδείξουμε δυνατά την αγάπη για την ειρήνη των σοσιαλδημοκρατών σε κάθε ευκαιρία, αλλά κυρίως να διαφωτίσουμε τις μάζες με σαφή και καθαρό τρόπο για τη φύση του μιλιταρισμού και για τη διαφορά αρχών ανάμεσα στη θέση της σοσιαλδημοκρατίας και στις θέσεις των αστών ειρηνιστών. Σε τί συνίσταται η διαφορά αυτή; Ασφαλώς όχι στο γεγονός ότι οι αστοί απόστολοι της ειρήνης αρκούνται στις εντυπώσεις που μπορούν να αφήσουν τα ωραία λόγια, ενώ εμείς δεν αρκούμαστε στα λόγια. Η συνολική μας αντίληψη είναι διαμετρικά αντίθετη: οι ειρηνόφιλοι των αστικών κύκλων εκτιμούν ότι μπορεί να επιτευχθεί παγκόσμια ειρήνη και αφοπλισμός μέσα στο πλαίσιο της σημερινής κοινωνίας, ενώ εμείς, που βασιζόμαστε στην υλιστική αντίληψη της ιστορίας και στον επιστημονικό σοσιαλισμό, είμαστε πεπεισμένοι ότι ο μιλιταρισμός δεν μπορεί να εξαφανιστεί από τον κόσμο παρά μόνο με την εξαφάνιση του ταξικού καπιταλιστικού κράτους. Από αυτό πηγάζει επίσης και μια αντίστροφη τακτική για τη διάδοση της ιδέας της ειρήνης. Οι αστοί ειρηνιστές προσπαθούν -και είναι από τη σκοπιά τους απολύτως λογικό και εξηγήσιμο- να εφευρίσκουν κάθε είδους “πρακτικά” σχέδια για βαθμιαία μείωση του μιλιταρισμού και τείνουν, από τη φύση τους, να παίρνουν τοις μετρητοίς όλα τα εξωτερικά σημάδια ειρηνικών τάσεων, να κρεμιούνται από κάθε διατύπωση της κυρίαρχης διπλωματίας που πάει προς αυτή την κατεύθυνση και να υπερβάλουν το νόημά τους, για να τα μετατρέψουν σε βάση για σοβαρή δράση. Αντίθετα, η αποστολή της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι, όπως και σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής κριτικής, παρά να αποκαλύπτει τις αστικές απόπειρες για περιορισμό του μιλιταρισμού ως παθιασμένα ημίμετρα, να αποκαλύπτει τις δηλώσεις αυτού του είδους, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από κυβερνητικούς κύκλους, ως διπλωματικό θέατρο σκιών, και να αντιτάσσει στις αστικές ομιλίες και επιφαινόμενα την αμείλικτη ανάλυση της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Αυτή ήταν, για παράδειγμα, η στάση του Κόμματός μας απέναντι στη Συνδιάσκεψη της Χάγης2. Ακόμα και εάν η τελευταία χαιρετίστηκε από τους οπορτουνιστές των διαφόρων χωρών, με το συνήθη μικροαστικό οπορτουνισμό, ως ένα ευτυχές και χρήσιμο πρώτο βήμα προς την ειρήνη στον κόσμο -πάνε μόλις δύο χρόνια που ο σύντροφος Τρέβες πρότεινε, σε μια μπριόζικη ομιλία του στο ιταλικό κοινοβούλιο3, να αποτιθεί φόρος τιμής στη Συνδιάσκεψη της Χάγης και να εορταστεί η 10η επέτειός της-, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες, ωστόσο, δεν είχαν για αυτό το δημιούργημα του αιματοβαμμένου τσάρου και των ευρωπαίων εταίρων του παρά την περιφρόνηση που αξίζει σε μια αναιδή φάρσα.

Όμως και απέναντι σε διακηρύξεις όπως αυτές της βρετανικής κυβέρνησης4 για μερικό “περιορισμό” των στρατιωτικών εξοπλισμών, το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορεί να είναι παρά το να δείχνει ότι η ιδέα αυτή είναι ένα παράλογο ημίμετρο και ότι θα πρέπει ο αφοπλισμός να πάει ώς το τέλος, έτσι ώστε να αποδειχτεί στο λαό ότι ο μιλιταρισμός συνδέεται στενά με την αποικιακή πολιτική, με τη δασμολογική πολιτική, με την παγκόσμια πολιτική, και πως επομένως τα σημερινά κράτη, εάν ήθελαν στα σοβαρά να βάλουν τέρμα στον εξοπλιστικό τους ανταγωνισμό, θα έπρεπε να αρχίσουν αφοπλίζοντας την οικονομική τους πολιτική, να εγκαταλείψουν την αποικιακή καταλήστευση καθώς και την εξωτερική πολιτική των σφαιρών επιρροής σε όλα τα μέρη του κόσμου, δηλαδή με λίγα λόγια να κάνουν ακριβώς τα αντίθετα από αυτό που αποτελεί την ουσία της σημερινής πολιτικής του ταξικού αστικού κράτους, τόσο στην εξωτερική όσο και στην εσωτερική τους πολιτική. Έτσι μπορεί να αποσαφηνιστεί η καρδιά της σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης, ότι δηλαδή ότι ο μιλιταρισμός και στις δύο μορφές του -πολεμική και ένοπλης ειρήνης- αποτελεί το θεμιτό παιδί, τη λογική επίπτωση του καπιταλισμού και δεν μπορεί να ηττηθεί παρά με τον ίδιο τον καπιταλισμό και, ότι, επομένως, αυτός που θέλει ειλικρινά την ειρήνη και την απελευθέρωση από τα τρομερά βάρη των εξοπλισμών πρέπει επίσης να θέλει το σοσιαλισμό. Μόνο έτσι μπορεί να διεξαχθεί μια αληθινή δουλειά σοσιαλδημοκρατικής εκπαίδευσης και προπαγάνδας με την ευκαιρία της συζήτησης για τους εξοπλισμούς.

Αντίθετα, αυτή η δουλειά δυσκολεύει, η θέση της σοσιαλδημοκρατίας γίνεται λιγότερο σαφής και καθαρή, εάν το κόμμα μας, με μια παράξενη σύγχυση ρόλων, προσπαθήσει παντού να πείσει το αστικό κράτος ότι πρέπει να περιορίσει τους στρατιωτικούς του εξοπλισμούς και να προωθήσει την ειρήνη και αυτό από τη δική του σκοπιά, τη σκοπιά του αστικού ταξικού κράτους. Βέβαια, η κοινοβουλευτική μας ομάδα, στην πρόσφατη συζήτηση, ασφαλώς και δεν παραδέχτηκε τη δυνατότητα πλήρους κατάργησης του μιλιταρισμού και του πολέμου στο πλαίσιο της αστικής κοινωνίας. Ο σύντροφος Λέντεμπουρ5, μάλιστα, διαμαρτυρήθηκε έντονα για όλα αυτά. Αλλά τώρα αποδεικνύεται ότι, υπερασπιζόμενο έναν τμηματικό αφοπλισμό, το κέντρο έχει φτάσει σε έναν περίεργο συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο αυτές θέσεις, τη θέση των αστών αποστόλων της ειρήνης και τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας, εγκαταλείποντας την πλήρη ήττα του μιλιταρισμού και της σημερινής κοινωνίας, κρατώντας σαν δυνατή μια τμηματική του ήττα, οραματιζόμενο την επικράτηση μιας εποχής ειρήνης εν μέσω καπιταλιστικού κόσμου, αλλά και ταυτόχρονα υποστηρίζοντας το αναπόφευκτο της κοινωνικής επανάστασης.

Αποτελούσε περηφάνια ώς τώρα, αλλά και στέρεη επιστημονική βάση του κόμματος, το να μην κατασκευάζουμε ούτε τις γενικές κατευθύνσεις του προγράμματος ούτε τα αιτήματα της καθημερινής μας πολιτικής πρακτικής ελεύθερα από αυτό που είναι αυθαιρέτως επιθυμητό, αλλά να βασίζουμε το κάθε πράγμα στη γνώση των τάσεων της κοινωνικής εξέλιξης, να μετράμε τις τοποθετήσεις μας με μέτρο τις αντικειμενικές κατευθυντήριες γραμμές της ανάπτυξης αυτής. Δεν είναι οι δυνατότητες από την άποψη των συσχετισμών δύναμης σε κάθε στιγμή μέσα στο κράτος, είναι οι δυνατότητες από την άποψη των τάσεων εξέλιξης της κοινωνίας αυτές που ήταν πάντα για εμάς αποφασιστικές. Όταν απαιτούμε τώρα και επίμονα τη θέσπιση οκτάωρης ημέρας εργασίας, έστω και αν το αίτημα αυτό είναι πλήρως απορριπτέο από τα σημερινά κοινοβούλια, αυτό είναι επειδή ταιριάζει ακριβώς με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνολογίας, του διεθνούς ανταγωνισμού του καπιταλισμού. Δεν είναι παρά μόνο επειδή η οκτάωρη ημέρα εργασίας θα αποτελούσε ταυτόχρονα μεγάλο επαναστατικό βήμα για την εκπαίδευση και την οργάνωση της εργατικής τάξης που η αστική τάξη την καταπολεμά με όλες της τις δυνάμεις. Σε οικονομικό επίπεδο, ωστόσο, ο καπιταλισμός δεν θα σταματούσε να αναπτύσσεται από την εισαγωγή της οκτάωρης ημέρας εργασίας: θα ανέβαινε μάλιστα σε πιο υψηλό, πιο προχωρημένο επίπεδο. Αντίθετα, ένας περιορισμός των εξοπλισμών, μια υποχώρηση του μιλιταρισμού, δεν συμβιβάζονται με την ανάπτυξη του διεθνούς καπιταλισμού. Δεν θα μπορούσαν να βασιστούν παρά σε μια στασιμότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μόνο αυτοί που ελπίζουν σε σταμάτημα της παγκόσμιας πολιτικής -που θα ήταν και το ανώτερο και τελευταίο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης- μπορούν να πιστέψουν ότι ένα σταμάτημα στην ανάπτυξη του μιλιταρισμού είναι πιθανόν. Η παγκόσμια πολιτική -και ο μιλιταρισμός που του χρησιμεύει στη γη και στη θάλασσα, σε καιρούς πολέμου και σε καιρούς ειρήνης- δεν είναι, ωστόσο, τίποτε άλλο από την ειδικά καπιταλιστική μέθοδο τόσο για να αναπτυχθούν όσο και για να επιλυθούν οι διεθνείς συγκρούσεις. Με την εξέλιξη του καπιταλισμού και της παγκόσμιας αγοράς, οι αντιφάσεις αυτές αυξάνονται εξαιρετικά, όπως και οι εσώτερες ταξικές αντιφάσεις, έως ότου φτάσουν σε αδιέξοδο και οδηγήσουν στην κοινωνική επανάσταση. Μόνο αυτός που πιστεύει στην καταπράυνση, στην απάλυνση των ταξικών αντιφάσεων και στον περιορισμό της οικονομικής αναρχίας μπορεί να πιστέψει στη δυνατότητα να μειωθούν οι διεθνείς συγκρούσεις, να απαλυνθούν και να εξαφανιστούν. Αλλά οι διεθνείς αντιφάσεις των καπιταλιστικών κρατών δεν είναι παρά η άλλη πλευρά των ταξικών αντιφάσεων. Η αναρχία της παγκόσμιας πολιτικής δεν είναι παρά η άλλη πλευρά του αναρχικού τρόπου παραγωγής του καπιταλισμού. Οι δυό τους δεν μπορούν παρά να αναπτύσσονται μαζί και να ξεπεραστούν μαζί. “Λίγη τάξη και ειρήνη” είναι επομένως ανέφικτη, μια μικροαστική ουτοπία, στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και στην παγκόσμια πολιτική, τόσο για περιορισμό των κρίσεων όσο και για περιορισμό των εξοπλισμών.

Ας ρίξουμε μια ματιά στα γεγονότα των δεκαπέντε τελευταίων χρόνων της διεθνούς ανάπτυξης. Πού μπορούμε να δούμε μια κάποια τάση προς ειρήνη, προς αφοπλισμό, προς φιλικό διακανονισμό των συγκρούσεων;

Τα 15 τελευταία χρόνια είχαμε: το 1895 πόλεμο μεταξύ Ιαπωνίας και Κίνας, που είναι το πρελούδιο της περιόδου Άπω Ανατολής στην παγκόσμια πολιτική. Το 1898, πόλεμο μεταξύ Ισπανίας και ΗΠΑ. Το 1899 με 1902, πόλεμο των Μπόερς από την Αγγλία στη Νότιο Αφρική. Το 1900, καμπάνια των μεγάλων δυτικών δυνάμεων στην Κίνα. Το 1904 ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο. Το 1904 με 1907 γερμανικό πόλεμο των Χερέρος στην Αφρική. Σε αυτό προστίθεται το 1908 η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στην Περσία, η σημερινή στρατιωτική επέμβαση της Γαλλίας στο Μαρόκο και δεν μιλάμε για τις συνεχείς και αδιάκοπες αποικιακές διενέξεις σε Ασία και Αφρική. Τα απλά αυτά γεγονότα και μόνο δείχνουν, επομένως, ότι τα 15 τελευταία χρόνια δεν έχει περάσει σχεδόν καμία χρονιά που να μην ήταν πολεμική.

Αλλά ακόμα πιο σημαντικό είναι οι διαρκείς επιπτώσεις των πολέμων αυτών. Στην Ιαπωνία, ο πόλεμος με την Κίνα ακολουθήθηκε από μια στρατιωτική αναδιοργάνωση που κατέστησε δυνατό, δέκα χρόνια αργότερα, τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και που έκανε την Ιαπωνία κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο πόλεμος των Μπόερς οδήγησε στη στρατιωτική αναδιοργάνωση της Αγγλίας και στην ενίσχυση των επίγειων ένοπλων δυνάμεών της. Ο πόλεμος με την Ισπανία υπήρξε για τις ΗΠΑ η αφετηρία μιας αναδιοργάνωσης του ναυτικού της και έκανε τις ΗΠΑ αποικιακή δύναμη με παγκόσμια πολιτικά συμφέροντα στην Ασία, ενώ έβαλε τους σπόρους για σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ΗΠΑ και Ιαπωνίας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Η κινεζική εκστρατεία συνοδεύτηκε στη Γερμανία με θεμελιώδη στρατιωτική αναδιοργάνωση, όπως με τη μεγάλη νομοθεσία για το ναυτικό το 1900, που αποτελεί την αφετηρία για τον ανταγωνισμό των εξοπλισμών στη θάλασσα, ανάμεσα στη Γερμανία και την Αγγλία, καθώς και για την ενίσχυση της σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ωστόσο, ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο επίσης αναδύεται: η κοινωνική και πολιτική αφύπνιση των πέρα χωρών, των αποικιών και των “σφαιρών επιρροής”, για μια ανεξάρτητη ζωή. Η επανάσταση στην Τουρκία, την Περσία, η επαναστατική πνοή στην Κίνα, την Ινδία, την Αίγυπτο, την Αραβία, το Μαρόκο, το Μεξικό, είναι αντίστοιχες πηγές πολιτικών συγκρούσεων, εντάσεων, δράσεων και στρατιωτικών ετοιμασιών. Ακριβώς στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι διενέξεις της διεθνούς πολιτικής αυξήθηκαν σε πρωτόγνωρο βαθμό, μια σειρά νέων χωρών μπήκε στον ενεργό αγώνα στη διεθνή σκηνή, όλες οι μεγάλες δυνάμεις προέβηκαν σε βαθιά στρατιωτική αναδιοργάνωση. Εξαιτίας όλων αυτών των γεγονότων, οι αντιφάσεις έφτασαν σε πρωτόγνωρο επίπεδο και η διαδικασία συνεχίζει όλο και περισσότερο, αφού από τη μια μεριά οι ζυμώσεις στην Ανατολή αυξάνονται μέρα με την ημέρα και από την άλλη μεριά κάθε νέα συμφωνία μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων γίνεται αναπόφευκτα η πηγή νέων συγκρούσεων. Η Συμφωνία της Ρεβάλ μεταξύ Ρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας6, που ο Ζορές7 γιόρτασε ως εγγύηση για την παγκόσμια ειρήνη, οδήγησε σε ένταση της κρίσης στα Βαλκάνια, επιτάχυνε το ξέσπασμα της τούρκικης επανάστασης, ενεθάρρυνε τη Ρωσία στη στρατιωτική της δράση στην Περσία και οδήγησε σε πλησίασμα της Τουρκίας και της Γερμανίας, που με τη σειρά του επιδείνωσε την αγγλο-γερμανική σύγκρουση. Οι συμφωνίες του Πότσνταμ8 είχαν για επίπτωση την επιδείνωση της κρίσης στην Κίνα και η ρωσο-ιαπωνική συμφωνία είχε την ίδια επίπτωση.

Εάν μείνουμε επομένως και απλώς στα γεγονότα, φαίνεται ότι θα ήταν πραγματική εθελοτυφλία να μην δούμε ότι από τα γεγονότα αυτά βγαίνει κάθε άλλο παρά μια καταπράυνση των συγκρούσεων ή μια οποιαδήποτε πρόσδεση προς την παγκόσμια ειρήνη.

Πώς μπορούμε να μιλάμε, στο φως αυτών, για τάσεις προς ειρήνη της αστικής ανάπτυξης, που θα αντέκρουαν και θα ξεπερνούσαν τις πολεμικές της τάσεις; Πού εκφράζονται αυτές;

Στις δηλώσεις του Σερ Έντουαρντ Γκρέυ και της γαλλικής Βουλής; Στην “κούραση των όπλων” της αστικής τάξης; Αλλά τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της αστικής τάξης από πάντα γκρίνιαζαν για το βάρος του μιλιταρισμού, όπως γκρίνιαζαν και για τα δεινά του ελεύθερου ανταγωνισμού, για τις οικονομικές κρίσεις, για την ασυνειδησία της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, για την τρομοκρατία των καρτέλ και των τραστ. Η τυραννία των μεγιστάνων των τραστ στην Αμερική έχει μάλιστα προκαλέσει αντιδράσεις από μεγάλα στρώματα του πληθυσμού και μια τεράστια καμπάνια δημοσίως εναντίον τους. Η σοσιαλδημοκρατία βλέπει άραγε σε αυτό τα σημάδια ενός περιορισμού στην ανάπτυξη των τραστ ή μήπως, μάλλον, για αυτή την εξέγερση της μικροαστικής τάξης δεν έχει παρά να σηκώσει με συμπάθεια τους ώμους της και για αυτή τη δημόσια καμπάνια περιφρονητικά να τη χλευάσει; Η “διαλεκτική” μιας τάσης ειρήνευσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που θα αντέβαινε την τάση της προς πόλεμο και που θα της επιβαλλόταν, βασίζεται απλώς στην παλιά σοφιστεία ότι τα τριαντάφυλλα των καπιταλιστικών κερδών, όπως και της ταξικής κυριαρχίας, δεν είναι χωρίς αγκάθια, ακόμα και για την ίδια την αστική τάξη, που, ωστόσο, προτιμάει να τα υπομένει στο κεφάλι της για όσο γίνεται, παρά τους πόνους και το μαρτύριο, παρά να χάσει το κεφάλι της μαζί τους, ακολουθώντας τις καλοπροαίρετες συμβουλές της σοσιαλδημοκρατίας.

Το να εξηγηθεί αυτό στις μάζες, να διαλυθούν όλες οι αυταπάτες στο ζήτημα της προσπάθειας για ειρήνη από την αστική πλευρά, και να διατυπωθεί η προλεταριακή επανάσταση ως η μόνη και πρώτη πράξη παγκόσμιας ειρήνης, αυτό είναι το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι σε όλους τους πιθηκισμούς γύρω από τον αφοπλισμό, είτε τις στήνει η Αγία-Πετρούπολη, είτε το Λονδίνο, είτε το Βερολίνο.

Σερβίροντας, σε εμάς και στους άλλους, καθαρό κρασί είναι πάντα η καλύτερη πολιτική πρακτική για το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου. Και είναι διπλά το καθήκον μας, ξεκινώντας αυτή την εκλογική καμπάνια για το Ράιχσταγκ, για να διευρύνουμε, αλλά και να εμβαθύνουμε, τη δύναμη και την επιρροή μας.

II. Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης

Λειψία, 8 Μαΐου 1911

Ο ουτοπικός χαρακτήρας της θέσης που ελπίζει σε μια εποχή ειρήνης και υποχώρησης του μιλιταρισμού στη σημερινή κοινωνία φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι καταφεύγει αποκλειστικά στην κατασκευή σχεδίων. Είναι χαρακτηριστικό των ουτοπικών αντιλήψεων ότι εφευρίσκουν “πρακτικές” συνταγές, όσο γίνεται πιο λεπτομερειακές, για να αποδείξουν τη δυνατότητα της πραγματοποίησής τους. Το σχέδιο για “Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”, ως βάση για να περιοριστεί ο διεθνής μιλιταρισμός, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Στηρίζουμε”, έλεγε ο σύντροφος Λέντεμπουρ, στην ομιλία του στο Ράιχσταγκ για τον προϋπολογισμό, στις 3 Απριλίου, “όλες τις προσπάθειες που παραμερίζουν τις ευτελείς προφάσεις για την αδιάκοπη πολεμική προετοιμασία. Απαιτούμε την οικονομική και πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κρατών. Είμαι πεπεισμένος ότι, εάν η έλευση Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης είναι βεβαία στη σοσιαλιστική περίοδο, θα μπορούσε ωστόσο να έρθει και νωρίτερα, καθώς αντιμετωπίζουμε σήμερα τον ανταγωνισμό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ζητάμε τουλάχιστον από την καπιταλιστική κοινωνία, από τους αστούς πολιτικούς, για το ίδιο το συμφέρον της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ευρώπη, για να μην πνιγεί η Ευρώπη στο διεθνή ανταγωνισμό, να ετοιμάσουν την ένωση της Ευρώπης σε Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης9.

Και στην Die Neue Zeit της 28 Απριλίου, ο σύντροφος Κάουτσκυ γράφει:

Η πραγματοποίηση τέτοιων ρυθμίσεων δεν αρκεί για να προσφέρει καμία εγγύηση μόνιμης διατήρησης της ειρήνης εξαφανίζοντας την απειλή του πολέμου για πάντα. Για κάτι τέτοιο δεν υπάρχει σήμερα παρά μια μόνο λύση: η ένωση των κρατών του ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε μια συμμαχία με κοινή εμπορική πολιτική, ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ομοσπονδιακό στρατό -δηλαδή η δημιουργία Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.

Εάν κάτι τέτοιο πετύχαινε, θα είχε μια τεράστια εμβέλεια. Αυτές οι Ενωμένες Πολιτείες θα διέθεταν μια τόσο ανώτερη δύναμη που θα μπορούσαν να επιβάλουν χωρίς πόλεμο σε όλα τα άλλα έθνη, που δεν θα εντάσσονταν σε αυτές εθελοντικά, να διαλύσουν τους στρατούς τους και να εγκαταλείψουν το πολεμικό τους ναυτικό. Με την ίδια κίνηση, θα εξαφανιζόταν και για τις νέες Ενωμένες Πολιτείες κάθε ανάγκη εξοπλισμού. Όχι μόνο δεν θα χρειάζονταν πλέον κανένα πρόσθετο εξοπλισμό, μόνιμο στρατό, επιθετικά θαλάσσια όπλα, αυτά που απαιτούμε εμείς σήμερα να εγκαταλειφθούν, αλλά δεν θα χρειάζονταν ούτε αμυντικά μέσα, ούτε και σύστημα πολιτοφυλακής.

Έτσι, μια εποχή μόνιμης ειρήνης θα εγκαθιδρυόταν με σίγουρο τρόπο10.

Πρέπει καταρχάς να διευκρινίσουμε ότι αυτή η ιδέα είναι εντελώς καινούργια στη ζύμωση του κόμματος. Το μίνιμουμ πρόγραμμά μας δεν περιέχει την παραμικρή αναφορά σε τέτοια κατασκευή. Ούτε σε συνέδριο του κόμματος ούτε σε διεθνή συνέδρια δεν έχει αναφερθεί και δεν έχει συζητηθεί στα σοβαρά ούτε στον τύπο του κόμματος. Και είναι ασφαλώς κάπως αδέξιο να εκφράζονται από το βήμα του κοινοβουλίου, στο όνομα ολόκληρου του κόμματος, τέτοιες ad hoc ιδέες, κατά κάποιον τρόπο βγαλμένες από καπέλο, που μοιάζουν να υπήρξαν το αποτέλεσμα μιας αμήχανης απορίας. Έτσι, ορισμένες ιδέες μοιάζουν να εκφράζουν τη γερμανική σοσιαλδημοκρατική άποψη όχι μόνο στα μάτια των αστών εχθρών, αλλά και στους σοσιαλιστικούς χώρους στο εξωτερικό, ενώ δεν μπορούν να έχουν ούτε καν τυπική ύπαρξη.

Όσο εύλογη και να μοιάζει σε πολύ κόσμο καταρχάς η ιδέα Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης ως ειρηνική διευθέτηση, ωστόσο κοιτώντας το από πιο κοντά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον τρόπο σκέψης και με τις απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας.

Ως οπαδοί της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας, ώς τώρα πάντα υποστηρίζαμε την ιδέα ότι τα σύγχρονα κράτη, ως πολιτικές οντότητες, δεν είναι τεχνητά προϊόντα μιας δημιουργικής φαντασίας, όπως για παράδειγμα το Δουκάτο της Βαρσοβίας11 κατά την ναπολεόντεια περίοδο, αλλά είναι τα ιστορικά προϊόντα της οικονομικής εξέλιξης. Ακόμα και αν τα συμφέροντα των διαφόρων δυναστειών από τον Μεσαίωνα επηρέασαν με σημαντικό τρόπο τα σύνορα και τη σύνθεση των σημερινών κρατών, όπως για παράδειγμα η αυστροουγγρική μοναρχία, ωστόσο η μετέπειτα ανάπτυξη του καπιταλισμού διαμόρφωσε συνεκτικές οικονομικές οντότητες μέσα στο πλέγμα των χωρών και των κρατικών επαρχιών. Η συλλογική ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης προσέθεσε έναν πολιτικό κύκλο γύρω τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στη σημερινή τους μορφή -ένα τεράστιο οικονομικό έδαφος και ταυτόχρονα μια πολιτική εξουσία- είναι εξίσου το προϊόν ενός αιώνα καπιταλιστικής ανάπτυξης στο εσωτερικό κοινών συνόρων.

Αλλά σε ποιά οικονομική βάση στηρίζεται η ιδέα μιας ομοσπονδίας ευρωπαϊκών κρατών; Η Ευρώπη ασφαλώς αποτελεί γεωγραφική έννοια και, σε ορισμένο βαθμό, και πολιτιστική. Ωστόσο, η ιδέα μιας Ευρώπης ως οικονομικού συνόλου αντιβαίνει διπλά την καπιταλιστική ανάπτυξη. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν στην Ευρώπη ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη -και όσο αυτά υπάρχουν- οι πιο σκληροί ανταγωνισμοί και αντιπαλότητες. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊκές χώρες δεν μπορούν πλέον να αποφύγουν τις μη ευρωπαϊκές χώρες από οικονομική σκοπιά. Τα άλλα τμήματα του κόσμου συνδέονται με την Ευρώπη με χιλιάδες τρόπους, τόσο ως τροφοδότες σε τρόφιμα, σε πρώτες ύλες, σε τελειωμένα προϊόντα, όσο και ως αγοραστές. Στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς και της παγκόσμιας οικονομίας, το να συλλαμβάνεται η Ευρώπη ως διακριτό οικονομικό σύνολο αποτελεί νεκρή φαντασίωση. Η Ευρώπη δεν αποτελεί περισσότερο ιδιαίτερο συνεκτικό σύνολο στην παγκόσμια οικονομία απ’ό,τι η Ασία ή η Αμερική.

Εάν η ιδέα της ενοποίησης της Ευρώπης έχει ξεπεραστεί εδώ και πολύ καιρό από οικονομική σκοπιά, έχει επίσης ξεπεραστεί και από πολιτική σκοπιά. Πρόκειται απλώς για κακέκτυπη απομίμηση της ιδέας ότι από κοινού οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, σαν να ήταν η κινητήριος δύναμη, ο κεντρικός ήλιος του πολιτικού στερεώματος, θα αποφάσιζαν για το μέλλον τους, στολισμένες με τις δημοκρατικές τους πούλιες. Ωστόσο, η εποχή όπου το κέντρο βάρους της πολιτικής ανάπτυξης και ο κεντρικός άξονας των καπιταλιστικών αντιφάσεων βρισκόταν στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχει περάσει από καιρό. Στις αρχές του 19ου αιώνα και έως την επανάσταση του 1848, το κέντρο της διεθνούς πολιτικής βρισκόταν στο έδαφος της διαιρεμένης Πολωνίας, στα σύνορα μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας-Αυστρίας. Κατά τη δεκαετία του ‘50, μεταφέρθηκε προς τον Βόσπορο. Με τον πόλεμο Γερμανίας – Γαλλίας, η δεκαετία ‘70 δημιούργησε ένα νέο κεντρικό σημείο γύρω από το οποίο η Διπλή και η Τριπλή Συμμαχία12 συγκροτήθηκαν ως βάθρα της ευρωπαϊκής ισορροπίας. Εκείνη την εποχή, η ουτοπία της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας θα είχε τουλάχιστον ιστορική έννοια. Αλλά στη δεκαετία του ‘80, μια νέα εποχή διεθνούς πολιτικής ξεκινούσε -οι αποικιακές κατακτήσεις πήραν ανανεωμένη δύναμη- και ακολουθήθηκε κατά τη δεκαετία του ‘90 από τη γενικευμένη κούρσα της παγκόσμιας πολιτικής για κατάκτηση υπερπόντιων σφαιρών επιρροής και, στην τελευταία δεκαετία, από τη γενική αφύπνιση της Ανατολής. Σήμερα, η Ευρώπη δεν είναι παρά ένας απλός κρίκος της αξεδιάλυτης αλυσίδας διεθνών σχέσεων και συγκρούσεων. Και είναι κρίσιμο ζήτημα το ότι οι ίδιες οι ευρωπαϊκές συγκρούσεις δεν λύνονται πλέον πάνω στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αλλά σε όλες τις ηπείρους και ωκεανούς.

Είναι μόνο αποστρέφοντας κανείς τα μάτια του από όλα αυτά τα γεγονότα και εξελίξεις και μόνο περιοριζόμενος στους χαλεπούς καιρούς της ευρωπαϊκής συνεννόησης που μπορεί, για παράδειγμα, να μιλάει για συνεχή ειρήνη τα τελευταία σαράντα χρόνια. Η θέση αυτή, για την οποία μόνο τα γεγονότα που συνέβησαν στην ευρωπαϊκή ήπειρο έχουν ύπαρξη, δεν παίρνει υπόψη της ότι ο λόγος για τον οποίο ακριβώς δεν έχουμε πόλεμο επί δεκαετίες στην Ευρώπη είναι πως οι διεθνείς συγκρούσεις έχουν κατά πολύ ξεπεράσει τα στενά όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου, επειδή συγκρούονται τώρα τα ευρωπαϊκά θέματα και συμφέροντα στις θάλασσες του πλανήτη και όχι μέσα στον ευρωπαϊκό αυλόγυρο.

Οι “Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης” είναι, επομένως, μια ιδέα που αντιφάσκει άμεσα με όλη την πορεία της ανάπτυξης, τόσο της οικονομικής όσο και της πολιτικής, και δεν παίρνει καθόλου υπόψη της τα γεγονότα του τελευταίου τέταρτου του αιώνα. Η ίδια η εξέλιξη του συνθήματος “Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης” αποδεικνύει για μια ακόμα φορά ότι μια ιδέα τόσο ασύμβατη με τις αναπτυξιακές τάσεις δεν μπορεί να οδηγήσει σε προοδευτική λύση, παρ’όλες τις ριζοσπαστικές της χροιές. Δεν είναι από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, είναι από την αστική πλευρά που η ιδέα μιας ευρωπαϊκής ενοποίησης εκφράστηκε κατά καιρούς13. Και κάθε φορά συνδέθηκε με μια αντιδραστική τάση. Είναι, για παράδειγμα, ο διάσημος εχθρός των σοσιαλιστών, ο καθηγητής Γιούλιους Βολφ, που υποστήριξε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Βέβαια, αυτή δεν σήμαινε τίποτε άλλο από μια δασμολογική ένωση, για να διεξαχθεί ο εμπορικός πόλεμος κατά των ΗΠΑ, και αυτό αναγνωρίστηκε και επικρίθηκε ως τέτοιο από τη σοσιαλδημοκρατία. Και κάθε φορά που οι αστοί πολιτικοί προέβαλαν την έννοια του ευρωπαίου πολίτη, της ένωσης των ευρωπαϊκών χωρών, ήταν πάντα με σαφείς ή έμμεσες προειδοποιήσεις κατά του “κίτρινου κινδύνου”, κατά της “μαύρης ηπείρου”, των “κατώτερων φυλών” -δηλαδή ήταν πάντα ιμπεριαλιστικό κατασκεύασμα.

Και αν πρέπει τώρα να προσπαθήσουμε, ως σοσιαλδημοκράτες, να γεμίσουμε το παλιό φλασκί με καινούργιο, και φαινομενικά επαναστατικό, κρασί, θα πρέπει πάντως να πούμε ότι η συνέχεια δεν θα βρίσκεται στη μεριά μας, αλλά στην μεριά των αστών. Τα πράγματα έχουν τη δική τους, αντικειμενική, λογική. Και αντικειμενικά το σύνθημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μπορεί να οδηγήσει, στην καπιταλιστική κοινωνία, σε οικονομικό επίπεδο, παρά σε δασμολογικό πόλεμο με την Αμερική και, σε πολιτικό επίπεδο, σε σύγκρουση αποικιο-πατριωτικών φυλών. Η επιχείρηση στην Κίνα των ενωμένων ευρωπαϊκών ταγμάτων14, με επικεφαλής, ως παγκόσμιο στρατάρχη, τον Βάλντερζεε και με το γερμανικό ευαγγέλιο Ούννων ως σημαία, αυτή είναι η πραγματική και η φανταστική έκφραση, η μόνη δυνατή, της “Ομοσπονδίας των ευρωπαϊκών κρατών” στη σημερινή κοινωνία.

Αλλά εξακολουθούμε να βρισκόμαστε άραγε στον καπιταλιστικό κόσμο μιλώντας για “Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”;

Αυτό είναι το πιο δύσκολο ερώτημα για το θέμα μας. Από τη μια, πρόκειται για ομοσπονδία κρατών “με κοινή εμπορική πολιτική, ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ομοσπονδιακό στρατό” και, άρα, αστικής έμπνευσης. Και ο σύντροφος Λέντεμπουρ ζητάει σαφώς από τους πολιτικούς της σημερινής περιόδου να ετοιμάσουν αυτή την ενοποίηση της Ευρώπης προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον του καπιταλισμού. Από την άλλη, εάν θέσουμε το ερώτημα της δυνατότητας πραγματοποίησης του σχεδίου αυτού, τότε ο σύντροφος Κάουτσκυ μας λέει πως ο μόνος δυνατός δρόμος θα ήταν μια προλεταριακή επανάσταση. Όμως, όπως ο καθένας το ξέρει, το προλεταριάτο, με την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατίας, αποτελεί σήμερα τη μόνη τάξη που θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια επανάσταση. Η πραγματοποίηση των “Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης”, προτεινόμενη ως πρακτικό μέτρο για να περιοριστεί ο σημερινός μιλιταρισμός, καθίσταται έτσι δυνατή μόνο με τη νίκη του επαναστατικού προλεταριάτου, δηλαδή μετά την κοινωνική επανάσταση! Δεν ξέρουμε τί να πρωτοθαυμάσουμε σε αυτή την αντίληψη: την εξουσία του σοσιαλιστικού προλεταριάτου με ομοσπονδιακή κυβέρνηση και “ομοσπονδιακό στρατό” ή το κάλεσμα στους πολιτικούς της σημερινής εποχής για να ετοιμάσουν “προς το καλύτερο συμφέρον του ίδιου του καπιταλισμού” την κοινωνική επανάσταση;

Εάν η ιδέα ευρωπαϊκής ομοσπονδίας μεταξύ κρατών προδίδει, έτσι, τον ουτοπικό της χαρακτήρα, με τις αβέβαιες αυτές διακυμάνσεις ανάμεσα στον καπιταλιστικό και στο σοσιαλιστικό κόσμο, είναι εξάλλου απολύτως άχρηστη σαν σύνθημα ζύμωσης για πιο συγκεκριμένη αντίληψη, στη βάση της προλεταριακής πολιτικής. Η ιδέα ευρωπαϊκής πολιτιστικής κοινότητας είναι απολύτως ξένη προς τη σκέψη του προλεταριάτου που διαθέτει ταξική συνείδηση. Δεν είναι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά η διεθνής αλληλεγγύη όλων των τμημάτων του κόσμου, που συμπεριλαμβάνει όλες τις φυλές και όλους τους λαούς, αυτή που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του σοσιαλισμού από μαρξιστική σκοπιά. Κάθε τμηματική αλληλεγγύη δεν αποτελεί στάδιο προς την υλοποίηση του αληθινού διεθνισμού, αλλά αντίστροφα, τον εχθρό του, μια ασάφεια πίσω από την οποία κρύβεται η διχαλωτή οπλή του εθνικού ανταγωνισμού. Όπως ακριβώς από πάντα καταπολεμήσαμε, ως αντιδραστικές ιδέες, τον πανγερμανισμό, τον πανσλαβισμό, τον παναμερικανισμό, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και δεν έχουμε καμία σχέση με τον πανευρωπαϊσμό.

Τα στελέχη μας θα κάνουν, επομένως, καλά να μη χρησιμοποιούν το τόσο απρόσμενο και τόσο ξαφνικά λανσαρισμένο σύνθημα των “Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης” στην εκλογική καμπάνια που είναι μπροστά μας. Γιατί αυτό μόνο θα την θόλωνε, θα μείωνε τη σαφήνεια της διεθνούς μας πολιτικής και της επαναστατικής μας προπαγάνδας για την ειρήνη. Πραγματικά, δεν χρειαζόμαστε νέα σκιάχτρα τέτοιου είδους. Η αντίληψη πού είχαμε ώς τώρα μας εξυπηρέτησε πολύ καλά. Κερδίσαμε το σεβασμό του αντιπάλου και την εμπιστοσύνη εκατομμυρίων ανθρώπων. Δεν έχουμε κανέναν λόγο να τη εξανεμίσουμε με νέες και τολμηρές “προτάσεις”.

Κάντε τον Λόγο κτήμα σας15.

1Οι βουλευτικές εκλογές έγιναν στις 12 Ιανουαρίου του 1912. Οι σοσιαλδημοκράτες είδαν τις έδρες τους να αυξάνουν κατά 43 και να γίνονται 110, σε σχέση με το 1907. Έγιναν, έτσι, μάλιστα η πιο σημαντική κοινοβουλευτική ομάδα του Ράιχσταγκ.

2Η πρώτη Διεθνής Συνδιάσκεψη Ειρήνης οργανώθηκε στη Χάγη το 1899 με πρωτοβουλία του τσάρου της Ρωσίας, Νικολάου του 2ου. Στη δεύτερη Συνδιάσκεψη της Χάγη, 15 Ιουνίου - 18 Οκτωβρίου του 1907, που ανανέωσε όσα είχαν ειπωθεί στην πρώτη, συμμετείχαν 47 χώρες. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ιδιαίτερα η Γερμανία, αρνήθηκαν να περιορίσουν τον εξοπλισμό τους και να αναγνωρίσουν ένα διεθνές διαιτητικό δικαστήριο επίλυσης των διαφορών. Αυτό που αποδείχτηκε είναι ότι όλες οι μεγάλες δυνάμεις που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη την ίδια ώρα ετοιμάζονταν για παγκόσμιο πόλεμο.

3Ο Claudio Treves ήταν από τους επιφανείς ηγέτες του ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος και εκδότης του οργάνου του Avanti!

4Στις 13 Μαρτίου του 1911, ο βρετανός υπουργός εξωτερικών, Sir Edward Grey, έβγαλε έναν λόγο στο βρετανικό κοινοβούλιο για τις δυνατότητες συμφωνίας με τη Γερμανία. Συνέστησε μάλιστα στις δύο χώρες να μειώσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες και να μην αυξήσουν τη ναυτική τους δύναμη και για λόγους χρηματοδότησης.

5Ο Georg Ledebour (1850-1947) ήταν τότε βουλευτής του κόμματος.

6Στις 9 και 10 Ιουνίου του 1908 διεξήχθη στη Ρεβάλ (Ταλίν) μια συνάντηση κορυφής ανάμεσα στον τσάρο Νικόλαο 2ο και το βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο VII, κατά την οποία επιβεβαιώθηκαν οι συμφωνίες του 1907 και η σύγκλιση απόψεων για την κατάσταση στην Περσία, το Αφγανιστάν και τη Μακεδονία. Παράλληλα, ο Αρμάν Φαλιέρ, Πρόεδρος της Γαλλίας από το 1906, συνάντησε τον τσάρο στο Ρεβάλ, στις 27 Ιουλίου 1908, για να επιβεβαιώσει τη γαλλο-ρωσική συμμαχία Οι συμφωνίες αυτές συγκροτούν από κοινού την γνωστή ως “Αντάντ” συμμαχία μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.

7Η Ρόζα Λούξεμπουργκ διαμαρτυρήθηκε στον επικεφαλής της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας, Ζαν Ζορές, για τον “εορτασμό” αυτής της συμμαχίας, στέλνοντάς του ανοιχτή επιστολή ήδη από τις 30 Ιουλίου 1908.

8Ο Νικόλαος 2ος, τσάρος της Ρωσίας, ξεκίνησε μια πολυήμερη επίσημη επίσκεψη στη Γερμανία στις 4 Νοεμβρίου 1910. Με την ευκαιρία αυτή, ο Σ.Ντ.Σαζόνοφ, υπουργός εξωτερικών που τον συνόδευε, συζήτησε στο Πότσνταμ με τον γερμανό ομόλογό του, Άλφρεντ βον Κίντερλεν-Βάχτερ, για τον περιορισμό των συμφερόντων της μιας και της άλλης χώρας στην Περσία και για το ζήτημα του σιδηροδρόμου Βερολίνο-Βαγδάτη. Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν στην πρώτη τους φάση, αλλά συνεχίστηκαν.

9Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, προσπαθούμε να υποστηρίξουμε τις προσπάθειες που έχουν για στόχο να σταματήσουν τις ληστρικές επιρροές. Θέλουμε να ενισχύσουμε όλες τις οικονομικές διεκδικήσεις που ο ίδιος ο καπιταλισμός επεξεργάζεται προς την κατεύθυνση της ειρήνης, να ενθαρρύνουμε τη συγχώνευση κρατών για μια κοινή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ήδη από τώρα, στην εποχή του καπιταλισμού, έτσι ώστε να αφαιρεθούν οι επιφανειακοί λόγοι που σπρώχνουν σε συνεχή πολεμική ετοιμασία. Ζητάμε από τα ευρωπαϊκά κράτη να ενωθούν οικονομικά και πολιτικά. Είμαι πεπεισμένος ότι, εάν η έλευση Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης είναι βεβαία στη σοσιαλιστική περίοδο, θα μπορούσε ωστόσο να έρθει και νωρίτερα, καθώς αντιμετωπίζουμε σήμερα τον ανταγωνισμό των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ζητάμε τουλάχιστον από την καπιταλιστική κοινωνία, από τους αστούς πολιτικούς, για το ίδιο το συμφέρον της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ευρώπη, για να μην πνιγεί η Ευρώπη στο διεθνή ανταγωνισμό, να ετοιμάσουν την ένωση της Ευρώπη σε Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης” (Verhandlungen des Reichstags, XII-η κοινοβουλευτική περίοδος, τμήμα II, τόμος 266, στενογραφικά πρακτικά, Βερολίνο 1911, σελ.6142-6143).

10K. Kautsky, “Krieg und Frieden. Betrachtungen zur Maifeier” στην Die Neue Zeit (Στουτγάρδη), 29-ο έτος, 1910/11, 2-ος τόμος, σελ.105-106.

11Το μεγάλο Δουκάτο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1807 από τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Διακηρύχτηκε ένα σύνταγμα, η δουλοπαροικία καταργήθηκε και εισήχθη ο Ναπολεόντειος Κώδικας. Η μικρή αυτή οντότητα, που δημιουργήθηκε με τη συμφωνία ειρήνης του Τιλσίτ, συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1815.

12Η “Διπλή Συμμαχία” ήταν η συμφωνία, που υπογράφτηκε στις 7 Οκτωβρίου 1789, μεταξύ γερμανικής και αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Η “Τριπλή Συμμαχία” προσέθεσε στους προηγούμενους και την Ιταλία, με μυστική συνεννόηση, από τις 20 Μαΐου 1882, και ανανεώθηκε έως την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.

13[Σημείωση της Σύνταξης της Leipziger Volkszeitung]: Εδώ η συντρόφισσα Λούξεμπουργκ κάνει ένα μικρό λάθος μνήμης. Η ιδέα της οικονομικής ενοποίησης της Ευρώπης, “για να μην βυθιστεί η Ευρώπη από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό” είχε επίσης εξεταστεί λεπτομερειακά από την Die Neue Zeit. Και, ασφαλώς, δεν ήταν άλλος από τον Χερ Κάλουερ, που τότε ήταν ακόμα στις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας, εκείνος που υποστήριξε την άποψη αυτήν το 1898 και, κατόπιν, υπέστη τη βίαιη απόρριψή της από τη σύνταξη της Die Neue Zeit. Βλ.XVI-ο έτος, τόμος II, n ° 37 της Die Neue Zeit.

14Η αναφορά είναι για τη γνωστή ως “εξέγερση των Μπόξερς” στην Κίνα, από το 1899, που πνίγηκε στο αίμα το καλοκαίρι του 1900, από τα στρατεύματα οκτώ κρατών (Αυστροουγγαρία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ρωσία, Μ.Βρετανία και ΗΠΑ), με επικεφαλής το γερμανό στρατάρχη Alfred Von Waldersee.

15Das Wort sie sollen lassen stahn: Απόσπασμα από ύμνο του Λούθηρου που καλεί τους πιστούς του να αφήσουν το Λόγο (του Θεού) να γονιμοποιηθεί μέσα τους, να γίνει κτήμα τους, ελεύθερα και δημιουργικά.