Λεόν Τρότσκι:

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α΄ ΤΟΜΟΥ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Β΄ ΤΟΜΟΥ


Γράφτηκε: 1930-1932
Πηγή: Εκδόσεις «ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ»/«ΑΛΛΑΓΗ»/«ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ»
Μετάφραση–Σημειώσεις–Επιμέλεια: Μιχάλης Λίλλης
Σύνταξη: Θεοδόσης Θωμαδάκης
HTML Markup: Αντώνης Μεγρέμης για το Ελληνικό Αρχείο Λεόν Τρότσκι, Μάης 2004


ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Η Ιστορία της Ρώσικης Επανάστασης του Λεόν Τρότσκι[1] καταχωρήθηκε από την παγκόσμια κριτική ανάμεσα στα μεγάλα, τα μνημειακά έργα που γράφτηκαν στο κύλισμα των αιώνων. ΣΆ αυτό πρέπει να προστεθεί: μέσα στα τριάντα συγκλονιστικά χρόνια που πέρασαν από τότε που είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, το βιβλίο μεταφράστηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, κι όπως δείχνουν οι νεότερες μεταπολεμικές εκδόσεις όχι μόνο διατήρησε την επικαιρότητά του μα και την αύξησε σημαντικά. Κι αυτό όχι μόνο γιατί αγκαλιάζει σε όλο του το βάθος και το πλάτος ένα ιστορικό γεγονός κολοσσιαίο και πρωτοφανέρωτο που γεμίζει ολόκληρη εποχή, μα γιατί ο συγγραφέας σφυρηλατεί εδώ έναν καινούργιο τρόπο ιστοριογραφίας –καταλυτικό, θα λέγαμε– όπου οι κύριοι πρωταγωνιστές είναι οι κοινωνικές τάξεις και ομάδες κι όπου τα πρόσωπα, μεγάλα είτε μικρά, συνδέονται με βαθύτερες, αντικειμενικές τάσεις στη μια ή την άλλη κατεύθυνση, και διαποτίζονται απΆ αυτές. Έρχεται ύστερα ο συνθετικός στοχασμός του συγγραφέα με τις άφταστες γενικεύσεις του πού διαπερνάει σα σιδεροδεσιά ολόκληρο το ιστορικό υλικό και το στήνει σε τρανό κι αρμονικό οικοδόμημα –θεμέλιο και επιστέγασμα μαζί. Έτσι ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή και γνωριμία με το ουσιαστικό, ατόφια, άμεσα, χωρίς τη φετιχιστική παρεμβολή του πρόσκαιρου, του περιστασιακού, του επιφανειακού. Και η κρίση του, τέτοια ή τέτοια, θεμελιώνεται πάνω στα πραγματικά συμβάντα και διαμορφώνεται μακριά από τη δολερή «εξ ύψους» υπαγόρευση.

¶λλο γνώρισμα του έργου είναι το γνήσια επικό στυλ που ξεχωρίζει το συγγραφέα ανάμεσα σε όλους τους σύγχρονους ιστορικούς. Η τέχνη του λόγου συζευγμένη με τα πράγματα, δεν έρχεται εδώ να εξωραΐσει, να φτιασιδώσει, να μυθοποιήσει, μα εναρμονίζεται σε δραματική πυκνότητα με τον κοσμογονικό κραδασμό του γεγονότος.

Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει πρόσθετα ότι Η Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης του Λεόν Τρότσκι είναι η μοναδική συνολική και συνθετική εργασία που έχει γραφτεί ως τα σήμερα μέσα κΆ έξω από την ΕΣΣΔ. Οι Δέκα Μέρες που Συγκλονίσανε τον Κόσμο του Τζων Ρηντ, όπως το δείχνει και ο τίτλος τους, είναι ένα χρονικό, μοναδικό στο είδος του, όχι όμως κι η ιστορία της επανάστασης.

Το έργο χωρίζεται σε δυο τόμους, όχι τεχνητά μα ακολουθώντας τη φυσική διαίρεση όπως την έδοσε ο ίδιος ο συγγραφέας. Ο πρώτος τόμος είναι αφιερωμένος στη Φεβρουαριανή Επανάσταση, ο δεύτερος ιστορεί τα γεγονότα του Οκτώβρη –αυτό που λέμε Ρωσική Επανάσταση αποτελείται πραγματικά από δυο επαναστάσεις. Ο αναγνώστης θάβρει στο τέλος του βιβλίου, μαζί με άλλα βοη­θήματα, πίνακες κτλ., πλατιά ερμηνευτικά σχόλια, ταξινομημένα κατά κεφάλαιο.

Η μετάφραση έγινε με βάση το γαλλικό κείμενο του Μπορίς Παριζανίν ελεγμένο από τον ίδιο το συγγραφέα και θεωρημένο στη νεότερη έκδοσή του (Editions du Seuil) από τον Αλφρέ Ροσμέρ. Η μετάφραση του Μπορίς Παριζανίν έγινε απευθείας από το ρωσικό χειρόγραφο και κατέχει θέση πρωτότυπου. Ωστόσο συμβουλευτήκαμε και άλλα μεταφράσματα (αγγλικό, ιταλικό κτλ.) στην προσπάθειά μας νΆ αποδόσουμε όσο γινόταν εναργέστερα το πνεύμα και το ύφος του συγγραφέα.

Τα ρωσικά ονόματα δίνονται σε σωστό τονισμό και προφορά όσο το επιτρέπει το αλφάβητό μας.

Ο Μεταφραστής

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τους δυο πρώτους μήνες του 1917 η Ρωσία είταν ακόμα μοναρχία των Ρομανόφ. Οχτώ μήνες αργότερα οι μπολσεβίκοι κρατούσαν κιόλας το τιμόνι, αυτοί που αγνοούντανε ολότελα στην αρχή του χρόνου και πού οι αρχηγοί τους, τη στιγμή που ανέβαιναν στην εξουσία, μένανε με την κατηγορία της έσχατης προδοσίας. Δε θα μπορούσαμε να βρούμε στην ιστορία άλλο παράδειγμα μιας τόσο απότομης μεταστροφής, προπαντός αν δεν ξεχνάμε πώς πρόκειται για ένα έθνος από εκατόν πενήντα εκατομμύρια ψυχές. Είναι φανερό ότι τα γεγονότα του 1917 –μΆ όποιον τρόπο κι αν τα αντικρύζει κανείς– αξίζει να μελετηθούν.

Η ιστορία μιας επανάστασης, όπως και κάθε ιστορία, οφείλει πρώτΆ απΆ όλα να αφηγηθεί αυτό που έγινε και να μας πει πώς έγινε. Όμως αυτό δε φτάνει. Από την ίδια την αφήγηση πρέπει να βγαίνει καθαρά γιατί τα πράγματα έγιναν έτσι κι όχι αλλιώς. Τα γεγονότα δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μια αλυσίδα από περιπέτειες, ούτε να βελονιαστούν πάνω στο στημόνι μιας προκαθορισμένης ηθικής. Πρέπει να συμμορφώνονται με το δικό τους λογικό νόμο. Στην ανακάλυψη αυτού του εσώτερου νόμου ο συγγραφέας βλέπει το χρέος του.

Το πιο αδιαφιλονίκητο γνώρισμα της επανάστασης είναι η άμεση επέμβαση των μαζών στα ιστορικά γεγονότα. Συνηθισμένα, το κράτος, μοναρχικό είτε δημοκρατικό, εξουσιάζει το έθνος· η ιστορία γίνεται από τους ειδικούς του επαγγέλματος: μονάρχες, υπουργούς, γραφειοκράτες, κοινοβουλευτικούς, δημοσιογράφους. Όμως, στις αποφασιστικές καμπές, όταν το παλιό καθεστώς γίνεται ανυπόφορο για τις μάζες, τότε αυτές σπάνε τους φράχτες που τις χωρίζουν από τον πολιτικό στίβο, ανατρέπουν τους πατροπαράδοτους εκπρόσωπούς τους και, μΆ αυτή τους την επέμβαση, δημιουργούν το ξεκίνημα για ένα καινούργιο καθεστώς. Αν αυτό είναι καλό ή κακό, ας το κρίνουν οι ηθικολόγοι. Όσο για μάς, παίρνουμε τα γεγονότα όπως παρουσιάζονται, μέσα στο αντικειμενικό τους ξετύλιγμα. Η ιστορία της επανάστασης είναι για μας πριν απΆ όλα η ιστόρηση της βίαιης εισβολής των μαζών στην περιοχή όπου ρυθμίζονται τα δικά τους πεπρωμένα.

Σε μιαν επαναστατημένη κοινωνία, οι τάξεις βρίσκονται σε διαπάλη. Είναι ωστόσο ολοφάνερο ότι οι μεταβολές που παρουσιάζονται, ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος της επανάστασης, στις οικονομικές βάσεις της κοινωνίας και στην κοινωνική υπόσταση [substratum] των τάξεων, δεν αρκούν καθόλου να εξηγήσουν την πορεία της ίδιας της επανάστασης, που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ρίχνει κάτω προαιώνιους θεσμούς, δημιουργεί καινούργιους για να τους ανατρέψει και πάλι. Η δυναμική των επαναστατικών γεγονότων καθορίζεται άμεσα από γοργές μεταλλαγές, έντονες και παθητικές, στην ψυχολογία των τάξεων που έχουν συγκροτηθεί πριν από την επανάσταση.

Πραγματικά, η κοινωνία δεν αλλάζει τους θεσμούς της ανάλογα με τις ανάγκες της, όπως ο τεχνίτης ανανεώνει τα εργαλεία του. Το αντίθετο: πρακτικά η κοινωνία θεωρεί τους θεσμούς που βαραίνουν πάνω της σαν κάτι θεμελιωμένο για πάντα. Για δεκαετίες, η αντιπολιτευτική κριτική δε χρησιμεύει παρά σαν ασφαλιστική δικλείδα στη δυσαρέσκεια των μαζών και είναι όρος για τη σταθερότητα του κοινωνικού συστήματος: λ.χ, τέτοια είναι κατΆ αρχή η αξία της σοσιαλδημοκρατικής κριτικής. Χρειάζονται περιστάσεις ολότελα εξαιρετικές, ανεξάρτητες από τη θέληση των ατόμων και των κομμάτων, για να απαλλαγούν οι δυσαρεστημένοι από τα δεσμά του συντηρητικού πνεύματος και να οδηγηθούν οι μάζες στην εξέγερση.

Κατά συνέπεια, οι γοργές μεταβολές στη γνώμη και στο θυμικό των μαζών, σε καιρό επανάστασης, δεν προέρχονται από την ευλυγισία και την ευκινησία της ανθρώπινης ψυχής, μα από το βαθύ συντηρητισμό της. Οι ιδέες και οι κοινωνικές σχέσεις βρίσκονται σε χρόνια καθυστέρηση απέναντι στις καινούργιες αντικειμενικές συνθήκες, ως τη στιγμή που σωριάζονται σαν σε κατακλυσμό, κι απΆ αυτό προκύπτουν, σε καιρό επανάστασης, ανατινάγματα ιδεών και παθών που οι αστυνομικοί εγκέφαλοι τα φαντάζονται απλούστατα σαν έργο των «δημαγωγών».

Οι μάζες δε ρίχνονται στην επανάσταση με ένα ολοέτοιμο σχέδιο κοινωνικής αλλαγής, μα με το στυφό αίσθημα ότι δε μπορούν πια να υποφέρουν άλλο το παλιό καθεστώς. Μόνον ο διευθυντικός κύκλος της τάξης τους κατέχει ένα πολιτικό πρόγραμμα, που χρειάζεται ωστόσο να επαληθευτεί από τα γεγονότα και να επιδοκιμαστεί από τις μάζες. Το ουσιαστικό πολιτικό προτσέσο μιας επανάστασης βρίσκεται ίσα-ίσα σε τούτο, ότι η τάξη αποχτάει συνείδηση των προβλημάτων που βάζει η κοινωνική κρίση, και ότι οι μάζες προσανατολίζονται ενεργά σύμφωνα με τη μέθοδο των διαδοχικών προσεγγίσεων. Οι διάφοροι σταθμοί του επαναστατικού προτσέσου, επισφραγισμένοι με την προβολή κομμάτων ολοένα και πιο ριζοσπαστικών, εκφράζουν τη σταθερά ενισχυμένη προώθηση των μαζών προς τα αριστερά όσο αυτή η ορμή δε σπάει πάνω σε αντικειμενικά εμπόδια. Τότε αρχίζει η αντίδραση: απογοήτευση μέσα σε ορισμένους κύκλους της επαναστατικής τάξης, πολλαπλασιασμός των αδιάφορων και, κατά συνέπεια, στερέωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Αυτό είναι το σχήμα των παλιών επαναστάσεων.

Μονάχα με τη μελέτη των πολιτικών προτσέσων μέσα στις μάζες μπορεί να κατανοήσει κανείς το ρόλο των κομμάτων και των ηγετών που δε θέλουμε καθόλου νΆ αγνοούμε. Αποτελούν στοιχείο του προτσέσου όχι αυτόνομο μα πολύ σημαντικό. Χωρίς διευθυντική οργάνωση η ενέργεια των μαζών θα διασκορπιζόταν όπως ο ατμός που δεν είναι κλεισμένος μέσα σΆ ένα κύλινδρο με έμβολο. Ωστόσο η κίνηση δεν προέρχεται ούτε από τον κύλινδρο ούτε από το έμβολο, μα από τον ατμό.

Οι δυσκολίες που συναντάει κανείς στη μελέτη των μεταβολών στη συνείδηση των μαζών σε καιρό επανάστασης είναι ολοφάνερες. Οι καταπιεζόμενες τάξεις κάνουν ιστορία στα εργοστάσια, στους στρατώνες, στους κάμπους και στους δρόμους. Όμως δεν έχουν καθόλου τη συνήθεια να σημειώνουν στο χαρτί αυτό που κάνουν. Οι περίοδες όπου τα κοινωνικά πάθη φτάνουν στην υπέρτατη έντασή τους, αφήνουν γενικά ελάχιστο τόπο στη θεώρηση και στις περιγραφές. Όλες οι Μούσες, ακόμα και η πληβειακή Μούσα της δημοσιογραφίας, μΆ όλο που έχει γερά πλευρά, δυσκολεύονται να ζήσουν σε καιρό επανάστασης. Κι ωστόσο η θέση του ιστορικού δεν είναι καθόλου απελπιστική. Οι σημειώσεις είναι λειψές, σκόρπιες, τυχαίες. Όμως, στο φως των γεγονότων, αυτά τα κομμάτια μας επιτρέπουνε συχνά να μαντέψουμε την κατεύθυνση και το ρυθμό του προτσέσου. Καλά ή κακά, ένα επαναστατικό κόμμα βασίζει την τακτική του εκτιμώντας τις μεταβολές στη συνείδηση των μαζών. Η ιστορική διαδρομή του μπολσεβικισμού μαρτυράει πώς μια τέτοια εκτίμηση, τουλάχιστο συνολικά, είταν δυνατή. Γιατί λοιπόν αυτό που είναι προσιτό σΆ έναν επαναστάτη πολιτικό, μέσα στις περιδινήσεις της πάλης, δε θάταν προσιτό αναδρομικά σΆ έναν ιστορικό;

Ωστόσο οι διεργασίες που γίνονται στη συνείδηση των μαζών δεν είναι ούτε αυτόνομες ούτε ανεξάρτητες. Όσο κι αν αυτό δεν αρέσει στους ιδεαλιστές και στους εκλεκτικούς, η συνείδηση καθορίζεται από τους γενικούς όρους της ύπαρξης. Μέσα στις ιστορικές περιστάσεις όπου διαμορφώθηκε η Ρωσία, με την οικονομία της, τις τάξεις της, την κρατική της εξουσία, μέσα στην επιρροή που ασκήθηκε πάνω της από τις ξένες δυνάμεις, πρέπει να περικλείνονται οι πρωταρχές της Επανάστασης του Φλεβάρη και της αντικαταστάτριας της –της Επανάστασης του Οκτώβρη. Στο μέτρο όπου φαίνεται εξαιρετικά αινιγματικό πώς μια καθυστερημένη χώρα έφερε πρώτη στην εξουσία το προλεταριάτο, είναι ανάγκη προηγούμενα να αναζητήσουμε το μίτο του αινίγματος στον ιδιότυπο χαρακτήρα αυτής της χώρας, δηλαδή σε κείνο που την ξεχωρίζει από τις άλλες χώρες.

Οι ιστορικές ιδιομορφίες της Ρωσίας και το ειδικό τους βάρος χαρακτηρίζονται στα πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου που περιέχουν μια συνοπτική έκθεση για την εξέλιξη της ρωσικής κοινωνίας και τις εσώτερες δυνάμεις της. Θα θέλαμε να ελπίζουμε ότι η αναπόφευκτη σχηματικότητα αυτών των κεφαλαίων δε θα καταπονήσει τον αναγνώστη. Στη συνέχεια του έργου θα βρούμε τις ίδιες κοινωνικές δυνάμεις σε πλήρη δράση.

Αυτό το έργο δε βασίζεται διόλου πάνω σε προσωπικές αναμνήσεις. Το περιστατικό ότι ο συγγραφέας πήρε μέρος στα γεγονότα δεν τον απάλλαξε καθόλου από την υποχρέωση να θεμελιώσει την αφήγησή του πάνω σε ντοκουμέντα αυστηρά ελεγμένα. Ο συγγραφέας μιλάει για τον εαυτό του, στο μέτρο που αναγκάζεται από την πορεία των γεγονότων, στο «τρίτο πρόσωπο». Και δεν πρόκειται για απλό φιλολογικό σχήμα: ο υποκειμενικός τόνος, αναπόφευκτος σε μιαν αυτοβιογραφία ή σε απομνημονεύματα, θάταν απαράδεκτος σε μια ιστορική μελέτη.

Ωστόσο από το γεγονός ότι ο συγγραφέας πήρε μέρος στην πάλη, του είναι φυσικά πιο εύκολο να κατανοήσει όχι μόνο την ψυχολογία των πρωταγωνιστών, ατόμων και ομάδων, μα και την εσώτερη αλληλουχία των γεγονότων. Αυτό το πλεονέκτημα μπορεί να δώσει θετικά αποτελέσματα, μΆ έναν όρο ωστόσο: ότι δε θα περιοριστεί κανείς στις μαρτυρίες της μνήμης του στα μικρά όπως και στα μεγάλα πράγματα, στην έκθεση των γεγονότων, όσο και σχετικά με τα κίνητρα και τις ψυχικές καταστάσεις. Ο συγγραφέας πιστεύει πώς όσο εξαρτιόταν απΆ αυτόν, λογάριασε αυτό τον όρο. Μένει ένα ζήτημα –της πολιτικής θέσης του συγγραφέα που με την ιδιότητά του σαν ιστορικός στέκεται στην άποψη που είχε όταν έπαιρνε μέρος στα γεγονότα. Ο αναγνώστης, εννοείται, δεν είναι υποχρεωμένος να συμμεριστεί τις πολιτικές απόψεις του συγγραφέα, που ο τελευταίος αυτός δεν έχει κανένα λόγο νΆ αποκρύψει. Όμως ο αναγνώστης μπορεί με το δίκιο του νάχει την απαίτηση από ένα ιστορικό έργο να είναι όχι η απολογία μιας πολιτικής θέσης, μα μια παρουσίαση του πραγματικού προτσέσου της επανάστασης εσώτερα θεμελιωμένη. Ένα ιστορικό έργο δεν ανταποκρίνεται ακέραια στον προορισμό του παρά μόνο όταν τα γεγονότα αναπτύσσονται από σελίδα σε σελίδα, μέσα σΆ όλη τη φυσική αναγκαιότητά τους.

Είναι απαραίτητο γιΆ αυτό να παρέμβει η αμεροληψία του ιστορικού, όπως τη λένε; Κανένας δεν έχει εξηγήσει ακόμα καθαρά σαν τι μπορεί να είναι αυτό. Αναφέρεται συχνά ένας αφορισμός του Κλεμανσώ που λέει πως η επανάσταση πρέπει να παίρνεται «συνολικά». Αυτό είναι το πολύ πολύ μια έξυπνη υπεκφυγή: γιατί πώς να διακηρύξεις ότι είσαι οπαδός ενός συνόλου που κλείνει ουσιαστικά μέσα του τη διαίρεση; Αυτό το λόγο του Κλεμανσώ, του τον υπαγόρευσε ως ένα μέρος κάποια ντροπή για πρόγονους πάρα πολύ αποφασιστικούς, κι ως ένα μέρος η δυσφορία του απόγονου μπροστά στις σκιές τους.

Ένας από τους αντιδραστικούς ιστορικούς και, γιΆ αυτό, από τους πολύ δαχτυλοδειχτούμενους της σύγχρονης Γαλλίας, ο Λουΐ Μαντλέν, που συκοφάντησε τόσο, σαν άνθρωπος του σαλονιού, τη μεγάλη Επανάσταση –δηλαδή τη γένεση του γαλλικού έθνους– υποστηρίζει πώς ο ιστορικός πρέπει νΆ ανεβαίνει πάνω στα τείχη της απειλούμενης πολιτείας και να κοιτάζει από κει τους πολιορκητές όσο και τους πολιορκούμενους. Μόνον έτσι, λέει, θάφτανε κανείς στη «δικαιοσύνη που συμφιλιώνει». Ωστόσο τα έργα του κ. Μαντλέν αποδείχνουν πώς αν σκαρφαλώνει πάνω στα τείχη που χωρίζουνε τα δυο στρατόπεδα, το κάνει μόνο με την ιδιότητα του ανιχνευτή της αντίδρασης. Ευτυχώς που πρόκειται εδώ για αλλοτινά στρατόπεδα, γιατί σε καιρό επανάστασης είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να στέκεσαι πάνω στα τείχη. ¶λλωστε, τη στιγμή του κινδύνου οι ποντίφικες της «δικαιοσύνης που συμφιλιώνει» μένουν συνήθως κλεισμένοι στα σπίτια τους περιμένοντας να δουν προς τα πού θα γείρει η ζυγαριά.

Ο σοβαρός και προικισμένος με κριτική αίσθηση αναγνώστης δεν έχει ανάγκη από τη δολερή αμεροληψία που θα του πρόσφερε το κύπελλο του συμφιλιωτικού πνεύματος, κορεσμένο από μια γερή δόση δηλητήριο, από ένα κατακάθι αντιδραστικού μίσους, μα του χρειάζεται η καλή επιστημονική πίστη που, για να εκφράσει τις συμπάθειές του και τις αντιπάθειές του, ειλικρινείς και όχι μασκαρεμένες, ζητάει να στηριχτεί πάνω σε μια τίμια μελέτη των γεγονότων, πάνω στον έλεγχο των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στα γεγονότα, πάνω στην εκδήλωση του ορθολογισμού που υπάρχει μέσα στο ξετύλιγμα των γεγονότων. Εδώ μόνο είναι δυνατή η ιστορική αντικειμενικότητα, και είναι τότε ολότελα αρκετή, γιατί επαληθεύεται και επιβεβαιώνεται όχι από τις καλές προθέσεις του ιστορικού –που αποτελούν, άλλωστε, εγγύηση γι΄ αυτό– μα από την αποκάλυψη του εσώτερου νόμου του ιστορικού προτσέσου.

Οι πηγές αυτού του έργου βρίσκονται σε πολυάριθμες περιοδικές εκδόσεις, εφημερίδες και επιθεωρήσεις, αναμνήσεις, πρακτικά και άλλα ντοκουμέντα, μερικά χειρόγραφα, μα που στο μεγαλύτερό τους μέρος δημοσιεύτηκαν από το Ινστιτούτο Ιστορίας της Επανάστασης, στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ. Θεωρήσαμε περιττό να δώσουμε παραπομπές που το πολύ πολύ θα κούραζαν τον αναγνώστη. Ανάμεσα στα ιστορικά βιβλία που έχουν το χαρακτήρα συνολικής μελέτης, χρησιμοποιήσαμε κυρίως τους δυο τόμους Δοκίμια πάνω στην Ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης (Μόσχα-Λένινγκραντ 1927). Αυτά τα δοκίμια, γραμμένα από διάφορους συγγραφείς, δεν έχουν όλα την ίδια αξία, περιέχουν όμως, όπως και νάναι, άφθονα ντοκουμέντα σχετικά με τα γεγονότα.

Όλες οι χρονολογίες που δίνονται σΆ αυτό το έργο σημειώνονται σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, δηλαδή είναι δεκατρείς μέρες πίσω από το παγκόσμιο ημερολόγιο που έχει υιοθετηθεί τώρα από τα σοβιέτ. Ο συγγραφέας είταν αναγκασμένος να ακολουθήσει το ημερολόγιο που είταν σε χρήση την εποχή της Επανάστασης. Δε θάταν βέβαια δύσκολο να μεταφέρουμε τις ημερομηνίες στο νεότερο ημερολόγιο. Όμως μια τέτοια ενέργεια, παραμερίζοντας ορισμένες δυσκολίες, θα δημιουργούσε άλλες σοβαρότερες. Η ανατροπή της μοναρχίας έχει περάσει στην ιστορία με το όνομα Επανάσταση του Φλεβάρη. Κι όμως, σύμφωνα με το δυτικό ημερολόγιο, αυτό το γεγονός ξετυλίχτηκε το Μάρτη. Κάποια ένοπλη διαδήλωση ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική της Προσωρινής Κυβέρνησης σημειώθηκε στην ιστορία με το όνομα «Απριλιανά», ενώ, σύμφωνα με το δυτικό ημερολόγιο, έγινε το Μάη. Για να μη σταθούμε σε άλλα ενδιάμεσα γεγονότα και χρονολογίες, ας σημειώσουμε μόνο ότι η Επανάσταση του Οκτώβρη έγινε, για την Ευρώπη, το Νοέμβρη. Όπως βλέπει κανείς, το ίδιο το ημερολόγιο έχει πάρει το χρώμα των γεγονότων και ο ιστορικός δε μπορεί να απαλλαγεί από τις επαναστατικές χρονολογίες με απλές αριθμητικές πράξεις. Ας μην ξεχνάει ο αναγνώστης ότι πριν από την κατάργηση του βυζαντινού ημερολόγιου, η Επανάσταση χρειάστηκε να καταργήσει τους θεσμούς που ήθελαν να το διατηρήσουν.

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ

Πρίγκιπος, 14 Νοέμβρη 1930

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ρωσία έκανε τόσο αργά την αστική της επανάσταση ώστε βρέθηκε αναγκασμένη να την μετατρέψει σε επανάσταση προλεταριακή. Με άλλα λόγια: η Ρωσία έμενε τόσο πίσω από τις άλλες χώρες ώστε είταν υποχρεωμένη, τουλάχιστο σε ορισμένους τομείς, να τις ξεπεράσει. Αυτό φαίνεται παράλογο. Ωστόσο η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παράδοξα. Η καπιταλιστική Αγγλία προπορευόταν τόσο από τις άλλες χώρες ώστε βρέθηκε αναγκασμένη να τους παραχωρήσει το προβάδισμα. Οι σχολαστικοί φαντάζονται πως η διαλεχτική είναι κούφια εξυπνάδα. Στην πραγματικότητα, αυτή αναπαράγει μόνο το προτσέσο της εξέλιξης που ζει και κινείται μέσα σε αντιφάσεις.

Ο πρώτος τόμος αυτού του έργου όφειλε να εξηγήσει γιατί το δημοκρατικό καθεστώς, αργοφτασμένο στην ιστορία για νΆ αντικαταστήσει τον τσαρισμό, δε βρέθηκε καθόλου βιώσιμο. Ο τωρινός τόμος καταπιάνεται με την κατάκτηση της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Το φόντο της έκθεσης αποτελείται και δω από μιαν αφήγηση. Ο αναγνώστης οφείλει να βρει μέσα στα ίδια τα γεγονότα μια βάση αρκετή για τα συμπεράσματα.

Ο συγγραφέας δε θέλει να πει μΆ αυτό πως αποφεύγει τις κοινωνιολογικές γενικεύσεις. Η ιστορία δε θάχε καμιάν αξία αν δε μας δίδασκε κάτι. Ο κραταιός ντετερμινισμός της ρωσικής επανάστασης, το αλυσίδιασμα των σταθμών της, το αήττητο της ορμής των μαζών, η αποτελειωμένη διαμόρφωση των πολιτικών κατατάξεων, η καθαρότητα των συνθημάτων, όλα αυτά ευκολύνουν στο έπακρο την κατανόηση της επανάστασης γενικά και, κατά συνέπεια, επίσης, της ανθρώπινης κοινωνίας. Γιατί μπορεί να θεωρηθεί αποδειγμένο από ολόκληρη την πορεία της ιστορίας, ότι μια κοινωνία, που ξεσκίζεται από εσωτερικούς ανταγωνισμούς, ξεσκεπάζει ολότελα, όχι μόνο την ανατομία της μα και την «ψυχή» της, ίσα-ίσα μέσα στην επανάσταση.

Πιο άμεσα, το τωρινό έργο πρέπει να βοηθήσει να καταλάβουμε το χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης. Η επικαιρότητα του θέματός μας δεν είναι στο γεγονός ότι η οκτωβριανή εξέγερση έγινε κάτω από τα μάτια μιας γενιάς που ζει ακόμα –πράγμα που, εννοείται, δεν είναι χωρίς σημασία– μα σε τούτο, ότι το καθεστώς που βγήκε από την εξέγερση είναι ζωντανό, αναπτύσσεται και βάζει στην ανθρωπότητα καινούργια αινίγματα. ΣΆ ολόκληρο τον κόσμο το πρόβλημα που παρουσιάζει η χώρα των σοβιέτ είναι διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο δε μπορεί κανείς να συλλάβει αυτό που είναι, χωρίς νάχει ξεκαθαρίσει πρώτα πώς αυτό που υπάρχει έχει διαμορφωθεί. Οι μεγάλες πολιτικές αξιολογήσεις απαιτούν ιστορική προοπτική.

Για οχτώ μήνες επανάσταση, από το Φλεβάρη ως τον Οκτώβρη 1917, χρειάστηκαν δυο τόμοι. Η κριτική, κατά γενικό κανόνα, δε μας κατηγόρησε για μακρυλογία. Το πλάτος του έργου εξηγιέται περισσότερο από τον τρόπο που καταπιανόμαστε με το υλικό. Μπορείς να δόσεις τη φωτογραφία ενός χεριού: αυτό θα πιάσει μια σελίδα. Για να εκθέσεις όμως τΆ αποτελέσματα μιας μικροσκοπικής μελέτης των ιστών του χεριού χρειάζεσαι έναν τόμο. Ο συγγραφέας δεν έχει καμιάν αυταπάτη για την πληρότητα και την τελειότητα της έρευνας που έγινε απΆ αυτόν. ΠαρΆ όλα αυτά σε πολλές περιπτώσεις χρειάστηκε να μεταχειριστεί μέθοδες που ανήκουν περισσότερο στο μικροσκόπιο παρά στη φωτογραφική μηχανή.

Σε ορισμένες στιγμές, όταν μας φαινόταν ότι κάναμε κατάχρηση της μακροθυμίας του αναγνώστη, σβήναμε πλατιά καταθέσεις μαρτύρων, ομολογίες συμμέτοχων, επεισόδια δευτερότερα. Συχνά έπειτα, όμως, αποκατασταίναμε πολλά από κείνα που είχαν σβηστεί. ΣΆ αυτή την πάλη για τις λεπτομέρειες, οδηγούμαστε από την πρόθεση να δείξουμε, όσο γινότανε πιο συγκεκριμένα, το ίδιο το προτσέσο της επανάστασης. Αδύνατο κυρίως να μην επιχειρήσουμε να χρησιμοποιήσουμε κατά βάθος, τούτο το πλεονέκτημα ότι αυτή η ιστορία γράφτηκε ζωντανά, εκ του φυσικού.

Χιλιάδες βιβλία ρίχνονται κάθε χρόνο στην αγορά για να παρουσιάσουν μια καινούργια παραλλαγή ενός προσωπικού ρομάντζου, την αφήγηση των αβεβαιοτήτων ενός μελαγχολικού ή της καριέρας ενός φιλόδοξου. Μια ηρωίδα του Προυστ έχει ανάγκη από πολλές ραφιναρισμένες σελίδες για να φτάσει στο σημείο να νιώθει πως δε νιώθει τίποτα. Σκεφτόμαστε πως το μπορεί κανείς, τουλάχιστο ισοδίκαια, να αξιώσει προσοχή για συλλογικά ανθρώπινα δράματα που, στην ιστορία, βγαίνουν από τη μηδαμινότητα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπινων όντων, μεταμορφώνουν το χαρακτήρα των εθνών και ενσωματώνονται για πάντα στη ζωή της ανθρωπότητας.

Η ακρίβεια των αναφορών και των παραθέσεων του πρώτου τόμου δεν αμφισβητήθηκε ως τώρα από κανέναν: άλλωστε αυτό θάταν δύσκολο. Οι αντίπαλοι περιορίζονται τις περισσότερες φορές σε σκέψεις πάνω στο θέμα ότι η προσωπική μεροληπτικότητα μπορεί να φανερωθεί στην τεχνητή και μονόπλευρη επιλογή των γεγονότων και των κειμένων. Αδιαφιλονίκητη καθαυτή, η σκέψη αυτή δε λέει τίποτα γιΆ αυτό το έργο κι ακόμα λιγότερο για τις επιστημονικές του μέθοδες. Ωστόσο επιτρέπουμε στον εαυτό μας να επιμείνει αποφασιστικά σε τούτο το σημείο, ότι ο συντελεστής του υποκειμενισμού εξαρτιέται, καθορίζεται κΆ ελέγχεται όχι τόσο από το ταμπεραμέντο του ιστορικού όσο από το χαρακτήρα της μεθόδου του.

Η καθαρά ψυχολογική σχολή, που θεωρεί την υφή των γεγονότων σαν ένα ανακάτεμα των ελεύθερων πράξεων των ατόμων ή των συνάξεών τους, αφήνει το μεγαλύτερο περιθώριο στην αυθαιρεσία, ακόμα κι αν δεχτούμε τις καλύτερες προθέσεις για τον ερευνητή. Η υλιστική μέθοδος συσταίνει πειθαρχία, υποχρεώνοντάς σε να ξεκινήσεις από τα δεσπόζοντα γεγονότα της κοινωνικής δομής. Οι βασικές δυνάμεις του ιστορικού προτσέσου είναι για μας οι τάξεις· πάνω σΆ αυτές στηρίζονται τα πολιτικά κόμματα· οι ιδέες και τα συνθήματα εμφανίζονται σαν το τρεχούμενο νόμισμα των αντικειμενικών συμφερόντων. Ολόκληρη η πορεία της μελέτης οδηγεί από το αντικειμενικό στο υποκειμενικό, από το κοινωνικό στο ατομικό, από το θεμελιακό στο περιστασιακό. Έτσι στην αυθαιρεσία του συγγραφέα μπαίνουν αυστηρά όρια.

Αν ένας μηχανικός ορυχείων, σε μιαν ανεξερεύνητη περιοχή ανακαλύψει, με γεώτρηση, μαγνητικό σιδερομετάλλευμα, όλο και μπορούμε να υποθέσουμε πως πρόκειται για ευτυχή σύμπτωση: δεν είναι σωστό ακόμα νΆ ανοίξουμε πηγάδι. Αν ο ίδιος μηχανικός, βασισμένος, ας πούμε, στις παρεκτροπές της μαγνητικής βελόνας, φτάνει απΆ αυτό στο συμπέρασμα ότι η γη κρύβει μεταλλικά κοιτάσματα, κι αν, έπειτα, σε διάφορα σημεία της ίδιας περιοχής, ανακαλύψει πραγματικά σιδερομετάλλευγμα, ακόμα και ο πιο δύσκολος σκεπτικιστής δε θα τολμήσει πια να μιλήσει για τύχη. Κείνο που πείθει είναι το σύστημα που βάζει σε αρμονία το μερικό με το γενικό.

Τα τεκμήρια της αντικειμενικότητας πρέπει να τα αναζητάμε όχι στα μάτια του ιστορικού ή στα τσακίσματα της φωνής του, μα στην εσώτερη λογική της ίδιας της αφήγησης: αν τα επεισόδια, οι μαρτυρίες, οι αριθμοί, οι παραθέσεις συμπέφτουν με τις γενικές ενδείξεις της μαγνητικής βελόνας της κοινωνικής ανάλυσης, ο αναγνώστης έχει τη σοβαρότερη εγγύηση για την επιστημονική στερεότητα των συμπερασμάτων. Πιο συγκεκριμένα: ο συγγραφέας είναι ίσα-ίσα πιστός στην αντικειμενικότητα στο μέτρο που αυτό το βιβλίο αποκαλύπτει πραγματικά το αναπόφευκτο της εξέγερσης του Οκτώβρη και τις αιτίες της νίκης της.

Ο αναγνώστης ξέρει πως σε μιαν επανάσταση αναζητάμε πριν απΆ όλα την άμεση επέμβαση των μαζών στα πεπρωμένα της κοινωνίας. Πίσω από τα γεγονότα προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τις μεταβολές της συλλογικής συνείδησης. Παραμερίζουμε τις χοντροκομμένες θεωρίες, για μια κίνηση των «στοιχειακών δυνάμεων», θεωρίες που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν εξηγούν και δε διδάσκουν τίποτα. Οι επαναστάσεις γίνονται σύμφωνα με ορισμένους νόμους. Αυτό δε σημαίνει πως οι δρώσες μάζες αντιλαμβάνονται καθαρά τους νόμους της επανάστασης· αυτό όμως σημαίνει ότι οι μεταβολές στη συνείδηση των μαζών όχι μόνο δεν είναι τυχαίες, μα υποτάσσονται σε μιαν αντικειμενική αναγκαιότητα που προσφέρεται σε μια θεωρητική διασαφήνιση και δημιουργεί μΆ αυτό μια βάση για τις προβλέψεις και για τη διεύθυνση.

Ορισμένοι επίσημοι σοβιετικοί ιστορικοί δοκίμασαν, όσο αναπάντεχο κι αν είναι αυτό, να κριτικάρουν την αντίληψή μας σαν ιδεαλιστική. Ο καθηγητής Ποκρόβσκι επίμενε, λόγου χάρη, σε τούτο το σημείο, ότι υποτιμάμε τάχα τους αντικειμενικούς παράγοντες της επανάστασης: «Μεταξύ Φλεβάρη και Οκτώβρη σημειώθηκε μια τρομερή οικονομική αποδιοργάνωση»· «σΆ αυτό το μεταξύ η αγροτιά... ξεσηκώθηκε εναντίον της προσωρινής κυβέρνησης»· ακριβώς σΆ αυτές τις «αντικειμενικές μετατοπίσεις», και όχι στα μεταβλητά ψυχικά προτσέσα θάπρεπε να δούμε την κινητήρια δύναμη της επανάστασης. Χάρη σε μιαν αξιέπαινη καθαρότητα στον τρόπο να θέτει τα ζητήματα, ο Ποκρόβσκι φανερώνει όσο δε γίνεται καλύτερα την ασυναρτησία μιας αγοραίας οικονομικής αντίληψης της ιστορίας που την περνάνε αρκετά συχνά για μαρξισμό.

Οι ριζικές αλλαγές που παρουσιάζονται στη διάρκεια μιας επανάστασης προκαλούνται στην πραγματικότητα, όχι από τους επεισοδιακούς κλονισμούς της οικονομίας που γίνονται στη ροή των ίδιων των γεγονότων, μα από κεφαλαιώδεις μεταβολές που έχουν συσσωρευτεί στις ίδιες τις βάσεις της κοινωνίας σΆ όλη την προηγούμενη εποχή. Ότι τις παραμονές της ανατροπής της μοναρχίας, όπως κι ανάμεσα Φλεβάρη και Οκτώβρη, το οικονομικό ξεχαρβάλωμα χειροτέρευε ολοένα, συντηρώντας και κεντρίζοντας τη δυσαρέσκεια των μαζών, είναι απόλυτα αδιαφιλονίκητο και ποτέ δεν αποστρέψαμε απΆ αυτό την προσοχή μας. Θάταν όμως πολύ χοντροκομμένο λάθος να σκεφτούμε ότι η δεύτερη επανάσταση έγινε, οχτώ μήνες ύστερα απΆ την πρώτη, γιατί η μερίδα του ψωμιού είχε μειωθεί στο μεταξύ, πέφτοντας από τη μιάμιση λίβρα στα τρία τέταρτα της λίβρας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν από κοντά την οκτωβριανή εξέγερση, η κατάσταση των μαζών, από άποψη επισιτισμού, εξακολουθούσε να χειροτερεύει. Ωστόσο οι ελπίδες των αντεπαναστατών πολιτικών για μια καινούργια εξέγερση κάθε φορά ναυαγούσαν. Το πράγμα μπορεί να φαίνεται αινιγματικό μόνο σε κείνον που το ξεσήκωμα των μαζών το φαντάζεται σαν κίνηση των «στοιχειακών δυνάμεων», δηλαδή σαν αφηνίασμα ενός κοπαδιού που το εκμεταλλεύονται επιδέξια δημαγωγοί. Στην πραγματικότητα οι στερήσεις δεν αρκούν να εξηγήσουν μιαν εξέγερση –αλλιώτικα οι μάζες θα βρισκόντανε σε αέναο ξεσηκωμό. Χρειάζεται η οριστικά φανερή ανικανότητα του κοινωνικού συστήματος νάχει κάνει αυτές τις στερήσεις αφόρητες και καινούργιοι όροι και καινούργιες ιδέες νά­χουν ανοίξει την προοπτική για μιαν επαναστατική διέξοδο. Συνειδητοποιώντας ένα μεγάλο σκοπό, οι μάζες αποδείχνονται έπειτα ικανές να υπομείνουν στερήσεις διπλάσιες και τριπλάσιες.

Ο υπαινιγμός για ένα ξεσήκωμα της αγροτικής τάξης σαν δεύτερου «αντικειμενικού παράγοντα» δείχνει μιαν παρανόηση ακόμα πιο φανερή. Για το προλεταριάτο ο πόλεμος των χωρικών είταν, αυτό εννοείται, μια αντικειμενική περίσταση, στο μέτρο που, γενικά, οι πράξεις μιας τάξεις γίνονται εξωτερικές παρορμήσεις για τη διαμόρφωση της συνείδησης μιας άλλης τάξης. Όμως η άμεση αιτία της ίδιας της αγροτικής εξέγερσης είταν στις μεταβολές της πνευματικής κατάστασης του κάμπου. Ένα από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου είναι αφιερωμένο στην αναζήτηση της φύσης αυτών των μεταβολών. Να μην ξεχνάμε ότι οι επαναστάσεις γίνονται από ανθρώπους, ας είναι και ανώνυμοι. Ο υλισμός δεν αγνοεί τον άνθρωπο που αισθάνεται, σκέφτεται και δρα, μα τον εξηγεί. Σε τι άλλο μπορεί να συνίσταται το χρέος του ιστορικού;[2]

Ορισμένοι κριτικοί από το δημοκρατικό στρατόπεδο, που έχουν τη ροπή να ενεργούν με πλάγιους τρόπους, είδαν στην «ειρωνική» στάση του συγγραφέα απέναντι στους συμφιλιωτές αρχηγούς την έκφραση ενός απαράδεκτου υποκειμενισμού που χαλάει τον επιστημονικό χαρακτήρα της έκθεσης. Επιτρέπουμε στον εαυτό μας να νομίζει ότι αυτό το κριτήριο δεν είναι πειστικό. Η σπινοζική αρχή: Ούτε να κλαις ούτε να γελάς, μα να καταλαβαίνεις, μας προφυλάσσει μόνο από ένα άτοπο γέλιο και από άκαιρα δάκρυα· αυτή όμως η αρχή δεν αφαιρεί από τον άνθρωπο, ας είναι και ιστορικός, το δικαίωμα στο μερτικό του από δάκρυα και γέλια, όταν αυτό δικαιολογείται από μια σωστή κατανόηση του ίδιου του αντικείμενού τους. Μια ειρωνεία καθαρά ατομικιστική που, σαν ένα ελαφρό σύννεφο αδιαφορίας, απλώνεται σΆ όλα τα έργα και συλλήψεις της ανθρωπότητας, δίνει τη χειρότερη όψη του σνομπισμού: είναι το ίδιο σκάρτη σΆ ένα έργο τέχνης όσο και σε μια ιστορική εργασία. Υπάρχει όμως μια ειρωνεία που βρίσκεται στην ίδια τη βάση των σχέσεων της ζωής. Η υποχρέωση του ιστορικού, όπως και του καλλιτέχνη, είναι να την εξωτερικεύει.

Το σπάσιμο της συνάφειας ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό είναι, μιλώντας γενικά, η βασική πηγή του κωμικού όπως και του τραγικού, στη ζωή και στην τέχνη. Ο τομέας της πολιτικής ξεφεύγει λιγότερο από κάθε άλλο από την ενέργεια αυτού του νόμου. Οι άνθρωποι και τα κόμματα είναι ηρωικά ή γελοία όχι από μόνα και καθαυτά, μα από τη στάση τους απέναντι στις περιστάσεις. Όταν η Γαλλική Επανάσταση μπήκε στην αποφασιστική φάση, ο επιφανής γιρονδίνος φαινόταν αξιοθρήνητος και γελοίος δίπλα σΆ έναν ολότελα συνηθισμένο γιακομπίνο. Ο Ζαν-Μαρί Ρολάν, αξιοσέβαστο πρόσωπο σαν επιθεωρητής των εργοστασίων της Λυών, φαίνεται σα ζωντανή γελοιογραφία στο φόντο του 1792. Αντίθετα, οι γιακομπίνοι είναι στο ύφος των περιστάσεων. Αυτοί μπορούν να προκαλέσουν την εχθρότητα, το μίσος, τον τρόμο, όχι όμως την ειρωνεία.

Η ηρωίδα του Ντίκενς, που προσπαθεί με μια σκούπα να σταματήσει την πλημμύρα, είναι από ένα μοιραίο ασυμβίβαστο ανάμεσα στο μέσο και το σκοπό, πρόσωπο ολότελα κωμικό. Αν πούμε πως αυτό το πρόσωπο συμβολίζει την πολιτική των συμφιλιωτικών κομμάτων στην επανάσταση, το πράγμα θα φανεί υπερβολικό. Κι ωστόσο ο Τσερετέλλι, ο πραγματικός εμψυχωτής του καθεστώτος της διαρχίας, ομολογούσε, ύστερα από την εξέγερση του Οκτώβρη, στον Ναμπόκοβ, έναν από τους φιλελεύθερους ηγέτες: «Ότι κάναμε τότε δεν είταν παρά μια μάταιη απόπειρα να ανακόψουμε με μερικές άθλιες σκίζες τον καταστροφικό χείμαρρο των αφηνιασμένων στοιχείων». Υπάρχει εδώ ο τόνος μιας άσκημης σάτιρας· κι ωστόσο είναι τα πιο αληθινά λόγια που οι συμφιλιωτές ξεστόμισαν για τον εαυτό τους. ΝΆ απέχεις από την ειρωνεία περιγράφοντας «επαναστάτες» που προσπαθούν με σκίζες να συγκρατήσουν την επανάσταση, θάτανε σαν, για το χατίρι των σχολαστικών, να εξαπατάς την πραγματικότητα και να προδίνεις την αντικειμενικότητα.

Ο Πέτρος Στρούβε, μοναρχικός, άλλοτε μαρξιστής, έγραφε στο εξωτερικό: «Λογικό στην επανάσταση, πιστό στην ουσία της, είταν μόνο ο μπολσεβικισμός και γιΆ αυτό νίκησε στην επανάσταση». Πάνω-κάτω με τα ίδια λόγια μιλούσε για τους μπολσεβίκους και ο Μιλιουκόβ, ηγέτης του φιλελευθερισμού: «Αυτοί ήξεραν που πηγαίνουν και βάδιζαν σε μια και μόνη κατεύθυνση, που την είχαν πάρει μια για πάντα, προς το σκοπό που, με κάθε καινούργιο αποτυχημένο πείραμα των συμφιλιωτών, πλησίαζε περισσότερο». Τέλος, ένας από τους λιγότερο γνωστούς λευκούς εμιγκρέδες, που είχε επιχειρήσει να καταλάβει με τον τρόπο του την επανάσταση, εκφράστηκε έτσι: «Μονάχα άνθρωποι σιδερένιοι...  «εξ επαγγέλματος» επαναστάτες, που δε φοβόντανε να καλέσουν στη ζωή το αδηφάγο πνεύμα της ανταρσίας, μπορούσαν να βαδίσουν σΆ αυτό το δρόμο». Μπορείς να πεις για τους μπολσεβίκους πιο δικαιολογημένα ακόμα παρά για τους γιακομπίνους: είναι ισοδύναμοι με την εποχή και με τα καθήκοντά της· οι κατάρες έπεσαν πάνω τους σωρός, η ειρωνεία όμως δεν τους άγγιξε: δεν ήξερε από που να πιαστεί.

Στον πρόλογο του πρώτου τόμου εξηγήθηκε γιατί ο συγγραφέας έκρινε πιο κατάλληλο να μιλήσει για τον εαυτό του, που πήρε μέρος στα γεγονότα, στο τρίτο πρόσωπο και όχι στο πρώτο: αυτή η λογοτεχνική μέθοδος, που διατηρήθηκε και στον επόμενο τόμο, δεν αποτελεί καθαυτή, εννοείται, εγγύηση εναντίον του υποκειμενισμού. Όμως, τουλάχιστο, δεν κάνει τον υποκειμενισμό υποχρέωση. Πολύ περισσότερο: θυμίζει την ανάγκη να τον αποφεύγουμε.

Σε πολλές περιπτώσεις σταματήσαμε διστάζοντας νΆ αποφασίσουμε αν θα παραθέταμε τη μια ή την άλλη κρίση ενός σύγχρονου για το ρόλο του συγγραφέα αυτού του βιβλίου στην πορεία των γεγονότων. Θάταν εύκολο να παραιτηθούμε από ορισμένες παραθέσεις αν είταν για κάτι πιο μεγάλο από τους συμβατικούς κανόνες του καλού τόνου. Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου υπήρξε πρόεδρος του Σοβιέτ της Πετρούπολης όταν οι μπολσεβίκοι κατάκτησαν εκεί την πλειοψηφία· έπειτα, πρόεδρος της Επαναστατικής Στρατιωτικής Επιτροπής που οργάνωσε την εξέγερση του Οκτώβρη. Δε μπορεί και δε θέλει να απαλείψει τέτοια γεγονότα από την ιστορία. Η φράξια που κυβερνάει σήμερα στην ΕΣΣΔ είχε τον καιρό, τα τελευταία αυτά χρόνια, νΆ αφιερώσει ένα σωρό άρθρα και όχι λίγα βιβλία στο συγγραφέα αυτού του έργου, βάζοντας για χρέος της να αποδείξει ότι η δραστηριότητά του κατευθυνόταν αμετάτρεπτα ενάντια στα συμφέροντα της επανάστασης: το ζήτημα γιατί το μπολσεβίκικο κόμμα τοποθέτησε ένα τόσο μανιασμένο «αντίπαλο», τα πιο κρίσιμα χρόνια, στα πιο βαριά σε ευθύνες πόστα, παραμένει σΆ αυτή την περίπτωση ανοιχτό. Να αποσιωπήσεις ολότελα περασμένες συζητήσεις θάτανε, σε ορισμένο μέτρο, σα να αρνιέσαι νΆ αποκαταστήσεις την αλήθεια σχετικά με την πορεία των γεγονότων. Για ποιο σκοπό; Η προσποίηση της ανιδιοτέλειας χρειάζεται μόνο σε κείνον που έχει πρόθεση να υποβάλει, μουλωχτά, στον αναγνώστη του συμπεράσματα που δεν απορρέουν από τα γεγονότα. Εμείς προτιμάμε να λέμε τα πράγματα με τΆ όνομά τους, σύμφωνα με το λεξιλόγιο.

Δε θα κρύψουμε πως σΆ αυτή την υπόθεση δεν πρόκειται μόνο για το παρελθόν. Όπως οι αντίπαλοι, χτυπώντας το πρόσωπο, προσπαθούν να πλήξουνε το πρόγραμμα, έτσι και η πάλη για ένα ορισμένο πρόγραμμα υποχρεώνει το πρόσωπο να αποκαταστήσει την πραγματική του θέση στα γε­γονότα. Αν κάποιος στην πάλη για μεγάλα καθήκοντα και για τη θέση του κάτω από μια σημαία, δεν είναι ικανός να δει άλλο από προσωπική ματαιοδοξία, μπορεί να λυπηθούμε γιΆ αυτό, μα δεν επιφορτιζόμαστε να τον μεταπείσουμε. Όπως και νάναι, έχουμε λάβει όλα τα μέτρα έτσι που τα «προσωπικά» ζητήματα να μην πιάνουν σΆ αυτό το βιβλίο μεγαλύτερη θέση από κείνη που μπορούν νΆ αξιώσουν δικαιωματικά. Ορισμένοι φίλοι της Σοβιετικής Ένωσης –συχνά δεν είναι παρά φίλοι των σημερινών σοβιετικών αρχών και ίσα-ίσα για όσο χρόνο θα υφίστανται αυτές οι αρχές– παραπονέθηκαν στο συγγραφέα για την κριτική στάση του απέναντι στο μπολσεβίκικο κόμμα ή σε κάποιους από τους ηγέτες του. Κανένας, ωστόσο, δε δοκίμασε καν να ανασκευάσει ή να διορθώσει τον πίνακα που δόσαμε για την κατάσταση του κόμματος στη ροή των γεγονότων. Για τη συμμόρφωση αυτών των «φίλων» που πιστεύουν ότι έχουν κληθεί να υπερασπίσουν εναντίον μας το ρόλο των μπολσεβίκων στην εξέγερση του Οκτώβρη, τους προειδοποιούμε ότι το έργο μας δε διδάσκει πως μπορεί νΆ αγαπήσει κανείς από τα ύστερα μια νικηφόρα επανάσταση, κάτω από τη μορφή της γραφειοκρατίας που βγήκε απΆ αυτήν, μα μόνο πως μια επανάσταση προετοιμάζεται, πως αναπτύσσεται και πως νικάει. Το κόμμα για μας δεν είναι μηχανισμός που το αλάθευτό του προστατεύεται με κυβερνητικά κατασταλτικά μέτρα, μα είναι ένας πολύπλοκος οργανισμός που, όπως κάθε ζωντανό πράγμα, αναπτύσσεται μέσα σε αντιφάσεις. Η αποκάλυψη αυτών των αντιφάσεων και μαζί μΆ αυτές, των δισταγμών και των λαθών του επιτελείου, δεν εξασθενίζει στο παραμικρό, κατά τη γνώμη μας, τη σημασία της γιγάντιας ιστορικής εργασίας που το μπολσεβίκικο κόμμα φορτώθηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία.

Λ. ΤΡΟΤΣΚΙ

Πρίγκιπος, 13 Μάρτη 1932


Σημειώσεις:

[1]Με την ευκαιρία της επανέκδοσης της Ιστορίας της Ρωσικής Επανάστασης του Λεόν Τρότσκι από τις εκδόσεις «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» θέλουμε να δημοσιεύσουμε στο Διαδύκτιο δυο χαρακτηριστι­κά αποσπάσματα του συγγραφέα: τον Πρόλογο από τον Πρώτο τόμο και την Εισαγωγή από τον Δεύτερο τόμο της Ιστορίας, και να τονίσουμε με έμφαση ότι είναι σημαντικό κάθε εργάτης και διανοούμενος, κάθε επαναστάτης μαρξιστής να μελετήσει προσεκτικά ολόκληρο το έργο αυτό του Λεόν Τρότσκι

[2]Η είδηση για το θάνατο του Μ.Ν.Ποκρόβσκι, που είχαμε την ευκαιρία πάνω από μια φορά να του κάνουμε πολεμική σΆ αυτό το έργο, έφτασε σε μας όταν η εργασία μας είχε τελειώσει. Προ­σχωρώντας στο μαρξισμό από το φιλελεύθερο στρατόπεδο, όταν είταν ήδη επιστήμονας ολότελα σχηματισμένος, ο Ποκρόβσκι πλούτισε τη σύγχρονη ιστοριογραφία με πολύτιμες εργασίες και πρωτοβουλίες, μα δεν έκανε ολοκληρωτικά κτήμα του τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού. Είναι υποχρέωση απλής δικαιοσύνης να προσθέσουμε ότι ο Ποκρόβσκι είταν άνθρωπος προικισμένος όχι μόνο με εξαιρετική ευρυμάθεια και με πολύ μεγάλα ταλέντα, μα και βαθιά αφοσιωμένος στην υπόθεση που υπηρετούσε –(Λ.Τ.).


Πίσω στο Αρχείο Τρότσκυ
Πίσω στο Ελληνικό Αρχείο των Μαρξιστών