MIA > ελληνικό τμήμα > έργα του Ερνστ Φίσερ
Δημοσιεύθηκε: Ερνστ Φίσερ, Το Σοσιαλιστικό Όνειρο, εκδ. Ηριδανός
Πηγή: Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σελ. 237-247
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και τις εκδόσεις Ηριδανός και Τόπος.

Ο Ότο Μπάουερ είχε γράψει μια νεκρολογία για το θάνατο του Λένιν, που είχε δημοσιευτεί σαν κύριο άρθρο στη Βιεννέζικη Αρμπάιτερ Τσάιτουνγκ(1) στις 25 Ιανουαρίου 1924. Δεν έλειπε η θεμελιακή διαφοροποίηση θέσεων όμως το πένθος και ο θαυμασμός ήταν αυτά που βάραιναν περισσότερο.

Στην Αρμπάιτερβίλε του Γκρατς, όπου εργαζόμουν εγώ τότε, είχε δημοσιευτεί ο λίβελος κάποιου Όσκαρ Μπλουμ.

- Αυτό ήταν αισχρό! είπα στον αρχισυντάκτη Ρόμπινσον. Γιατί δεν αναδημοσιεύατε το κύριο άρθρο της Αρμπάιτερ Τσάιτουνγκ; Δεν ντρέπεστε;

- Οι μεγάλοι άνδρες! απάντησε σαρκαστικά ο αρχισυντάκτης μου. Αυτή η μυστική ένωση των αριστοκρατών, που χαιρετίζουν κι εξυμνούν ο ένας τον άλλον, πάνω από τα κεφάλια τα δικά μας, των μικρών ανθρώπων. Εμείς, τ’ ανθρωπάκια, μπορούμε να γεμίζουμε με τα πτώματά μας την άβυσσο για να περάσουν οι μεγάλοι. Ο Λένιν ήταν ο χειρότερός μας εχθρός.

- Ο μεγαλύτερος επαναστάτης της εποχής μας, ίσως και της παγκόσμιας ιστορίας.

- Εκατομμύρια σκοτώθηκαν εξαιτίας του. Πένθος για το Λένιν μπορούν να νιώθουν οι μεγάλοι κύριοι ή κάτι ρομαντικοί σαν κι εσάς, που τα ιστορικά γεγονότα τα βλέπετε σαν αισθητικές απολαύσεις. Αυτό που έφερε ο Λένιν στον κόσμο είναι ο διαρκής κλυδωνισμός…

- Η ελπίδα ότι το ακατόρθωτο μπορεί να γίνει πραγματικότητα…

- Κι έτσι η καταστροφή του κατορθωτού…

- Κι έτσι η νίκη του μέλλοντος πάνω στο παρόν…

Τη νύχτα μετά από αυτή τη συζήτηση άρχισα να γράφω ένα θεατρικό έργο με τίτλο “Λένιν”. Δεν ήξερα πολλά πράγματα, τα άρθρα του Άγγλου δημοσιογράφου Πράις(2), μερικά κείμενα του Λένιν και του Τρότσκι, περιοδικά, εφημερίδες, ένα περισσότερο από ελλιπές υλικό.

Το κείμενο που έγραψα δεν ήταν δυνατόν να ανεβαστεί. Το πήρα μαζί μου στη Βιέννη, όταν τον Απρίλιο του 1927 με κάλεσαν στην Αρμπάιτερ Τσάιτουνγκ. Κάποια μέρα το έδωσα στον Γιόζεφ Ντάβιντ Μπαχ, το διευθυντή του Σοσιαλδημοκρατικού Καλλιτεχνικού Κέντρου. Το έργο του άρεσε˙ μου πρότεινε να το επεξεργαστώ από την αρχή. Μου είπε πως ήταν μια θαυμάσια ιδέα, αλλά ατελής λογοτεχνικά και ανεπαρκής πολιτικά. Ο σκελετός πραγματικά χρειαζόταν μια εξαρχής αναδιάρθρωση, μια ευσυνείδητη μελέτη του υλικού, που εκείνη την εποχή ήταν ήδη πλούσιο, σχετικά με την Οκτωβριανή Επανάσταση και τα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας, είχε ανάγκη από μια όχι αόριστη αλλά από μια προγραμματισμένη με ακρίβεια και πραγματωμένη με συνέπεια διαμόρφωση. Αντί να συγκεντρώσω όλες μου τις δυνάμεις σε αυτήν τη δουλειά, θεώρησα αρκετό να κάνω μονάχα μερικές διορθώσεις, πεπεισμένος κατά βάθος πως το έργο δεν επρόκειτο να ανεβαστεί κι ότι η παρούσα στιγμή είναι πάντα πιο σημαντική από μια μελλοντική ευκαιρία, που ίσως παρουσιαστεί.

Και ξαφνικά η ευκαιρία αυτή παρουσιάστηκε. Ο Ότο Μπάουερ διάβασε το έργο μου για τον Λένιν και με κάλεσε ένα βράδυ στο γραφείο του. Στο μικρό δωμάτιο που κρατούσε στη σύνταξη της Αρμπάιτερ Τσάιτουνγκ, ανάμεσα στο μεγαλύτερο δωμάτιο του αρχισυντάκτη Αούστερλιτς και στο εξίσου μικρό του πολιτικού συντάκτη Ζίγκμουντ Κούνφι, δίπλα στο γραφείο του, βρισκόταν μια παλιά, σκισμένη πέτσινη πολυθρόνα. Ο Ότο Μπάουερ ξεφύλλισε το χειρόγραφο και είπε με τη ζεστή βαθιά φωνή του.

- Ο Ντάβιντ Μπαχ θέλει να ανεβάσει το έργο σας. Συμφωνώ μαζί του. Το ταλέντο σας αξίζει υποστήριξη, ίσως και χαλιναγώγηση. Πρέπει να υπολογίζετε ότι πολλοί σύντροφοι θα διαμαρτυρηθούν ενάντια στο έργο σας, ενάντια σε αυτήν την αποθέωση του Λένιν και της Ρωσικής Επανάστασης. Εγώ δεν συγκαταλέγομαι σε αυτούς τους συντρόφους, μ’ όλο που το έργο σας είναι σε πολλά σημεία λαθεμένο, πολιτικά λαθεμένο και λογοτεχνικά ατελές. Αυτό που χρειάζεστε από μένα δεν είναι έπαινοι, αλλά κριτική.

Στο θέμα μας, λοιπόν: Ξέρετε φυσικά πως τον Λένιν δεν τον πυροβόλησε ο νεαρός Λεονίντ σας, μα η Ντόρα Καπλάν;…

- Ο Λεονίντ Κανεγκίσερ πυροβόλησε τον Ουρίτσκι στην Πετρούπολη, την ίδια ώρα που Ντόρα Καπλάν έκανε την απόπειρά της ενάντια στον Λένιν, φυσικά το ξέρω αυτό(3).

- Λοιπόν αντιστρέψατε τους ρόλους, λες και η παγκόσμια ιστορία είναι παγκόσμιο θέατρο. Είστε ένας ρομαντικός της επανάστασης που γράφει ένα ρομαντικό έργο ενάντια σε αυτόν το ρομαντισμό. Τοποθετείστε στην πλευρά του Λένιν, ενάντια στον Λεονίντ, που γι’ αυτόν το όραμα είναι σημαντικότερο από την πραγματικότητα. Ύστερα όμως το έργο τελειώνει με μιαν αποθέωση στην Κόκκινη Πλατεία, με μια ποιητική επίκληση για την παγκόσμια επανάσταση. Τελειώνει με τον Λεονίντ, όχι με τον Λένιν, με παθιασμένη αγκιτάτσια και όχι με την προβληματική μιας πρόωρης προλεταριακής επανάστασης σε μια καθυστερημένη χώρα. Στο έργο σας γίνονται μερικοί υπαινιγμοί γι’ αυτήν την προβληματική, αλλά θα έπρεπε να έχετε το θάρρος να συμπεριλάβετε στην τελευταία πράξη την εξέγερση της Κροστάνδης και τη Νέα Οικονομική Πολιτική. Έτσι θα είχατε όχι ντυμένη σε σύμβολα, αλλά στην τρομερή πραγματικότητά της την αντίδραση του απογοητευμένου Λεονίντ, την αμείλικτη στάση του Λένιν και συγχρόνως την πολιτική του μεγαλοφυΐα, που αναγνώριζε την πραγματικότητα και μετέτρεπε συνέχεια το ακατόρθωτο σε κατορθωτό. Τη σφαγή των ανθρώπων της Κροστάνδης – και τη χαλιναγώγηση της επανάστασης με το νόμο της οικονομίας…

Τώρα για τη μορφή του Λένιν σας. Απλουστεύσατε υπερβολικά το μεγάλο αυτό άνδρα. Χρειάζεστε τον ανταγωνιστή του Λεονίντ που σας είναι οικείος – και γι’ αυτό δεν επεξεργαστήκατε το έργο αρκετά ώστε να βρει το πάθος του Λένιν, η θεωρητική αδιαλλαξία του, η πεποίθησή του ότι κάθε άλλη ερμηνεία του μαρξισμού εκτός από τη δική του δεν είναι μόνο λαθεμένη αλλά και προδοτική. Τον ονόμασαν ονειροπόλο του Κρεμλίνου και υποτίμησαν την πολιτική νοημοσύνη του, τη γνώση του της ρωσικής πραγματικότητας˙ εσείς τείνετε προς την παραμόρφωσή του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ανάμεσα στα άλλα, ο Λένιν σας είναι ένα παράξενο μείγμα από πραγματισμό και αυθαιρεσία, προτεραιότητα της πράξης, υποτίμηση των θεωρητικών διαφορών. Ο Λένιν ήταν αυτό που πολλοί αντίπαλοί του παραγνωρίζουν, ένας άνθρωπος που διδασκόταν συνέχεια από την πράξη, κάτι πολύ παραπάνω από ένας ονειροπόλος του Κρεμλίνου – όμως ποτέ δεν θα αναγνώριζε για σωστές τις θεωρητικές αντιλήψεις των Μενσεβίκων, μια κι έτρεφε μια άγρια αποφασιστικότητα να τις αντικρούσει με την πράξη. Εσείς κατασκευάζετε εδώ μια αντίφαση που δεν στέκει˙ συμφωνώ μαζί σας ότι ο Λένιν αποζητούσε το ακατόρθωτο, ότι υπερτιμούσε τον υποκειμενικό παράγοντα, όπως τον έλεγε, όμως και τα λάθη του ακόμη ήταν θεωρητικά θεμελιωμένα. Ο δικός σας Λένιν είναι ανεβασμένος υπερβολικά ψηλά, αλλά συγχρόνως έχετε υποτιμήσει την αντιφατική ενότητα της προσωπικότητάς του. Στο πετσί του καθενός από μας κατοικεί παραπάνω από ένας άνθρωπος…

Θα ήθελα να αναλύσω μια σκηνή του έργου σας, για να περάσω από το γενικό στο συγκεκριμένο. Έχουμε τη συζήτηση ανάμεσα στον Λένιν και τον Ράντεκ στην πρώτη πράξη. Μια συζήτηση τέτοιου είδους θα μπορούσε να την έκανε ο Λένιν με τον Τρότσκι, με τον Μπουχάριν ή τον Ζινόβιεφ, όχι με τον Ράντεκ. Δεν του ήταν αρκετά οικείος και μ’ όλη την εξυπνάδα του είναι ασήμαντος…

Ο συνομιλητής, λοιπόν – όχι ο Ράντεκ, ίσως καλύτερα θα ήταν να βάζατε ένα νεαρό μπολσεβίκο – απαιτεί: «Πρέπει να χτυπήσουμε τώρα ή ποτέ. Ο Μιλιουκόφ παραιτήθηκε, η αστική τάξη διστάζει, η κυβέρνηση συνασπισμού φοβάται την επανάσταση, οι φαντάροι είναι μαζί μας – γιατί δεν εγκαθιδρύουμε τη δικτατορία;

Ο Λένιν είναι καθισμένος στο γραφείο του κι απαντάει στο νεαρό που πηγαινοέρχεται ανήσυχα, ότι δεν ήρθε ακόμα η στιγμή, ότι πρέπει να μας καλέσουν οι μάζες, χωρίς τις μάζες δεν είμαστε τίποτα. Το ένστικτο των μαζών είναι πάντα σωστό… Εγώ δεν πιστεύω ο Λένιν να είπε ποτέ τέτοια πράγματα. Όχι το ένστικτο των μαζών, όχι, παρά η συνείδησή τους που ξυπνάει κι αναπτύσσεται από τα γεγονότα και που στερεώνεται από το κόμμα. Ο Λένιν δεν ήταν κανένας μυστικιστής, ήξερε πως στη Ρωσία το πρόβλημα ήταν οι αγρότες. Καλά κάνετε και προβάλλετε αυτή τη στιγμή. Κι όταν βάζετε το συνομιλητή να λέει: Τις πόλεις χρειαζόμαστε, τίποτε άλλο! είναι σωστή η απάντηση του Λένιν: Είμαστε χαμένοι χωρίς τους αγρότες… Όμως τι τη θέλατε εκείνη τη φράση: Είμαι αγρότης και πίσω από τις πόλεις οσφραίνομαι τον κάμπο…; Ο Λένιν δεν ήταν αγρότης κι ούτε νόμιζε πως ήταν. Δεν ήταν ούτε εργάτης, ούτε διανοούμενος. Ήταν η τρέλα και η σωφροσύνη της επανάστασης. Ο δικός σας ο Λένιν απαντάει στο συνομιλητή του ότι η λογική του του λέει πως οι μετριοπαθείς έχουν δίκιο. Όμως: Αν κάνουμε κάτι παραπάνω από την έσχατη πράξη, αν ορθωθούμε πέρα από τη δύναμη της καρδιάς και του μυαλού μας – τότε θα κάνουμε κατορθωτό το ακατόρθωτο… Και τέλος: Εμείς θα πηδήξουμε εκεί που άλλοι στήνουν γεφύρια, εμείς θα προχωρήσουμε εκεί που άλλοι καταρρέουν εξαντλημένοι, εμείς θα πέσουμε με το κεφάλι εκεί που άλλοι κάνουν μια έξυπνη παράκαμψη. Και γι’ αυτό έχουν δίκιο οι μετριοπαθείς, αλλά κι εμείς…

Αυτό δεν είναι Λένιν, σύντροφε Φίσερ, αυτό είναι φιλολογία.

Ας ξαναφτιάξουμε αυτή τη συζήτηση. Ας γυρίσουμε στην αρχή.

Ο συνομιλητής απαιτεί: Πρέπει να χτυπήσουμε τώρα ή ποτέ. Γιατί δεν εγκαθιδρύετε τη δικτατορία;

Ο Λένιν θα μπορούσε να απαντάει: Οι μάζες είναι κιόλας τόσο ανυπόμονες όσο εσείς… ή κάτι τέτοιο. Ζητάτε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ήμασταν από την αρχή αποφασισμένοι να προχωρήσουμε πέρα από την αστική επανάσταση. Μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να λύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι μονάχα η Ρωσία, αλλά και η Ευρώπη. Για μας τους μαρξιστές η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ιστορική αναγκαιότητα. Όμως για τις μάζες, μην το ξεχνάτε αυτό, είναι το έσχατο μέσο, όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει.

Κι ο άλλος: Λοιπόν, περιμένετε την πλειοψηφία;

Κι ο Λένιν: Δεν περιμένουμε, αγωνιζόμαστε για την πλειοψηφία στα σοβιέτ. Πρέπει να κάνουμε τους εργαζόμενους να συνειδητοποιήσουν τις ίδιες τους τις εμπειρίες. Χωρίς την πλειοψηφία των δυνάμεων, που καθορίζουν τα πάντα – κι αυτές είναι συγκεντρωμένες στα σοβιέτ, όχι στη βουλή – χωρίς αυτήν την πλειοψηφία δεν μπορούμε να μεταβάλουμε από τη ρίζα τη Ρωσία. Με την επανάσταση δεν μπορεί να παίζει κανείς, κι ούτε με τη δικτατορία του προλεταριάτου που πρέπει να είναι δημοκρατικότερη από οποιαδήποτε αστική δημοκρατία. Κι αυτό – μην το ξεχνάτε – σε μια ερημωμένη, αγριεμένη, καθυστερημένη χώρα δίχως δημοκρατικές παραδόσεις.

Ο Ότο Μπάουερ είχε σηκωθεί όρθιος και μιλούσε με μια έξαψη που πρώτη φορά έβλεπα σε αυτόν: «Η δικτατορία του προλεταριάτου θα έχει ανήκουστες απαιτήσεις από τους εργάτες. Θαύματα ηρωισμού, στερήσεων, αυτοθυσίας θα χρειαστούν για να κρατηθεί στη ζωή η επανάσταση. Κι αυτά τα κατορθώματα, πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις, θα πρέπει να τα κάνουν μάζες δίχως σχολειό, χωρίς τεχνικές γνώσεις κι εκατόχρονη εργατική πειθαρχία. Η παγκόσμια ιστορία έχει ανάγκη από τον υπανάπτυκτο λαό μας, να προχωρήσει πιο μπροστά από όλους τους λαούς. Βέβαια, σε κάθε εβδομάδα επανάστασης μαθαίνει κανείς περισσότερα από όσα σε πολλά χρόνια βαθμιαίας εξέλιξης. Πιστεύω απόλυτα ότι κι εκείνοι που σήμερα είναι ακόμα αναλφάβητοι αύριο θα είναι σε θέση να κυβερνούν, να αποφασίζουν, να παίρνουν ευθύνες. Όμως αν οι Μενσεβίκοι…

Και τώρα εσείς με διακόπτετε, φωνάζετε: οι Μενσεβίκοι είναι δειλοί!

Κι εγώ: Όχι, ο Μάρτοφ δεν είναι δειλός, είναι μόνο υπερβολικά μαλακός. Ένας αξιαγάπητος άνθρωπος που τρομάζει μπροστά στην έσχατη πράξη – αυτός είναι ο Μάρτοφ. Και η προλεταριακή επανάσταση είναι η έσχατη πράξη, αίμα, τρόμος, σκληρότητα. Θα πρέπει να είμαστε τόσο σκληροί που μερικές φορές θα μας πιάνει φρίκη για τον ίδιο μας τον εαυτό. Μόνο η πίστη στην παντοδυναμία της επανάστασης μας δίνει τη δύναμη και το δικαίωμα του τεράστιου τολμήματός μας, μόνο η πεποίθηση ότι ο μαρξισμός είναι αληθινός και οι δυνατότητες των επαναστατικών μαζών ανεξάντλητες. Οι Μενσεβίκοι μας έχουν για μανιακούς…

Και ξανά εσείς με διακόπτετε: Δεν είμαστε μήπως;

Κι εγώ: Όχι, είμαστε η λογική. Θα είμαστε σκληροί αλλά θα…

Ο Ότο Μπάουερ στεκόταν μπροστά μου σαν να ήταν ο Λένιν. Ξαφνικά το συνειδητοποίησε. Σταμάτησε αμήχανος, κάθισε στο γραφείο του, μου έδωσε το χειρόγραφο κι έπαψε να μου δίνει σημασία. Δεν τόλμησα να τον ευχαριστήσω κι έφυγα…

Η σκηνή που ο Ότο Μπάουερ είχε αρχίσει να σκιαγραφεί (με τέτοιον τρόπο) δεν γράφτηκε ποτέ. Άφησα το διάλογο όπως ήταν στο χειρόγραφο, χωρίς να τον αλλάξω.

Θεωρώ επιτρεπτό να αναπαριστά κανείς αυτά που θυμάται στο σύνολό τους, ακόμα και αν μερικές χαμένες λεπτομέρειες αντικαθίστανται από υποκατάστατα˙ κι όμως είναι ασυγχώρητη η πέμπτη πράξη που έγραψα μετά από τη συζήτησή μου με τον Ότο Μπάουερ. «Εσείς βάλατε τα πράγματα με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω!» μου είπε ο Ότο Μπάουερ μετά την παράσταση του έργου στις 26 Σεπτεμβρίου 1928. «Η εξέγερση της Κροστάνδης δεν ήταν επακόλουθο της ΝΕΠ, ήταν η αφορμή της. Οι κάτοικοι της Κροστάνδης δεν εξεγέρθηκαν ενάντια στη Νέα Οικονομική Πολιτική, εξεγέρθηκαν ενάντια στον πολεμικό κομμουνισμό και στην κυριαρχία του κομμουνιστικού κομματικού μηχανισμού. Αυτό σίγουρα το ξέρατε! Γιατί διορθώνετε την παγκόσμια ιστορία;»

Γιατί αυτή η παράλογη, ανόητη πλαστογράφηση της ιστορίας; Τον καιρό εκείνο με είχε ενοχλήσει λίγο – όμως σήμερα ο εβδομηντάχρονος εαυτός μου διαβάζει το έργο του εικοσιπεντάχρονου, την πέμπτη πράξη του τριαντάχρονου, και τρομάζει. Για πολλά χρόνια ήμουν πεπεισμένος ότι το χειρόγραφο του Λένιν είχε χαθεί, όπως τόσα πολλά από όσα είχα γράψει. Πριν από μερικά χρόνια, ένα μέλος του χορού, που είχε λάβει μέρος στην παράσταση, μου έστειλε μαζί με τους φιλικούς χαιρετισμούς του το χειρόγραφο που το νόμιζα χαμένο. Ένας σκοτεινός φόβος με εμπόδισε να διαβάσω το έργο˙ γενικά δεν έχω κέφι να αναμασώ τα περασμένα, αυτά που έχουν συντελεστεί και επομένως πρέπει να θεωρούνται ξεπερασμένα, σε αυτήν την περίπτωση όμως η ανορεξία μου ήταν πιο έντονη. Τώρα όμως διαβάζω το έργο – μ’ όλες του τις δυνατότητες που δεν τις είχα εξαντλήσει, στη μορφή του που δεν ήταν μόνο ατελής παρά και αποτυχημένη. Ένα αποτυχημένο πείραμα. Μόνο το έργο;

- Εγώ είμαι αποτυχημένος! λέω

- Η εποχή μας είναι αποτυχημένη! απαντάει η Λου.

- Και η εποχή μας – αλλά θα ήταν υπερβολικά εύκολο να επαναπαυτώ σε αυτό. Σε αυτό το έργο πρόδωσα όχι μόνο ένα έργο, αλλά και τον εαυτό μου…

Γιατί λοιπόν αυτή η πλαστογράφηση της ιστορίας; Η εξέγερση της Κροστάνδης απάντηση στη ΝΕΠ, αντί για αφορμή της;

Μ’ όλο που είχα στη διάθεσή μου ανεπαρκείς κι αντιφατικές πληροφορίες, μ’ όλο που δεν γνώριζα σημαντικές λεπτομέρειες, κι ήμουν αναγκασμένος να καταφύγω σε μερικές υποθέσεις, ωστόσο γνώριζα πως η Κροστάνδη είχε ξεσηκωθεί ενάντια στον πολεμικό κομμουνισμό με όλες του τις αιτίες, τα αποτελέσματα και τις μέθοδες, όχι όμως κι ενάντια στη ΝΕΠ, που δεν υπήρχε ακόμη. Ίσως η ακριβής γνώση των γεγονότων να με παρακινούσε να προσαρμόσω την ουσία του έργου μου στην πραγματικότητα˙ αυτό δεν μπορώ να το υποστηρίξω με βεβαιότητα. Γιατί ακριβώς σε αυτό το σημείο ανακαλύπτω ένα από τα βασικά ελαττώματα του χαρακτήρα μου, ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να ονομάσει το σύνολο όλων αυτών που τον αποτελούν: την ελαττωματική σχέση μου με την πραγματικότητα.

Πολύ σπάνια θεωρούσα την πραγματικότητα εντελώς πραγματική. Σχεδόν πάντα η αντίληψη της πραγματικότητας ήταν αναμειγμένη με την αίσθηση: Θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά. Αυτό που είναι ήδη γεγονός δεν έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές του.

Το έργο είναι ένα συνονθύλευμα ορατορίου, ρεπορτάζ και κουκλοθέατρου. Πολλές φιγούρες έχουν συλληφθεί συνειδητά σαν μαριονέτες, με ακίνητες μάσκες και με στατικούς τρόπους ομιλίας. Άλλες, όπως ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Σάβινκοφ και μερικές περιθωριακές μορφές είναι απλώς σιλουέτες, συνειδητά στερημένες από ψυχολογία (για την οποία τότε δεν έτρεφα καμιά εκτίμηση), γιατί αυτό που με ενδιέφερε δεν ήταν οι χαρακτήρες, αλλά οι καταστάσεις, οι δυνάμεις και αντιδυνάμεις της επανάστασης και, στο εσωτερικό του επαναστατικού κινήματος, οι θέσεις και οι αντιθέσεις. Το θέμα είναι ο διχασμός ανάμεσα στο σκοπό και στα μέσα, στην ιδέα και στην πραγμάτωση, στο όραμα και στην πραγματικότητα.

Για τον Λένιν, η επανάσταση είναι η ιδέα που έχει γίνει υλική βία, με σκοπό τη μεταβολή της πραγματικότητας. Τα μέσα παραλλάζουν ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις και ανάγκες, ο σκοπός είναι μια Ρωσία των εργατών και αγροτών, μια Ρωσία που εργάζεται, παράγει, προοδεύει από επιστημονική και τεχνική άποψη, που θα διατηρηθεί και θα αναπτυχθεί ακόμα κι αν τη Ρωσική Επανάσταση δεν την ακολουθήσει η παγκόσμια. Στον Λένιν θαύμαζα αυτό που κυρίως λείπει από μένα: την ενότητα ονείρου και πράξης, τη διατήρηση της επαφής με την πραγματικότητα ακόμη και στη μεγαλύτερη αποκοτιά, το ακλόνητο πνεύμα για την επιβολή εκείνου που θεωρούσε σωστό, την ταυτότητά του με την υπόθεση που είχε αναλάβει να πραγματώσει, τον πόθο για την εξουσία, για να την κρατήσει αδυσώπητα, όχι σαν προσωπική αλλά σαν αντικειμενική εξουσία, τη σκληρότητα – και γι’ αυτό τον απλούστευσα, τον έκανα να διατυπώνει αποφθέγματα κι αφορισμούς, σε μερικές σκηνές σαν ένα ζωντανό διδακτικό βιβλίο. Ήταν ένα διδακτικό βιβλίο ενάντια σε μένα, ενάντια στο ρομαντικό διανοούμενο Λεονίντ, που γι’ αυτόν η επανάσταση δεν είναι μέσο προς κάποιο σκοπό, αλλά αυτοσκοπός, αδιάκοπος κλυδωνισμός, κάθαρση, απελευθέρωση, βίωμα της αυτοϋπέρβασης του ανθρώπου, θρησκεία.

Ο Λεονίντ ανεβαίνει μια σκάλα – εκείνο τον καιρό η σκάλα ήταν σχεδόν αναπόφευκτη – κι επάνω, στο τελευταίο σκαλοπάτι κάθεται η Σόνια.

ΣΟΝΙΑ: Σε περιμένω από πολλές ώρες. Ο πατέρας μου διέταξε να διαλύσω τον αρραβώνα μας. Λένε ότι έχεις δεσμό με τους προδότες.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Ο πατέρας σου έχει δίκιο. Δεν μπορεί να είναι κανείς φιλοξενούμενος στο σπίτι εκείνων που θέλει να εξολοθρεύσει. Δεν μπορεί κανείς να είναι συγχρόνως κι εδώ και εκεί. Έλα μαζί μου, Σόνια!

ΣΟΝΙΑ: Πού;

ΛΕΟΝΙΝΤ: Δεν ξέρω, Σόνια, κανείς δεν το ξέρει. Έξω στο σκοτάδι, σε αυτό που δεν είναι πραγματικό, κι όμως είναι περισσότερο απ’ όλα όσα έχουμε. Έλα μαζί μου, Σόνια. Η Σόνια κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Μέχρι σήμερα δεν ζήσαμε τους εαυτούς μας, δεν είμαστε παρά ένα ανακάτωμα από ρούχα και βιβλία και απόψεις που μας τις έδωσαν άλλοι. Και ξαφνικά, καταμεσής σε μια παρέα, σε μια συνομιλία, σε ένα αγκάλιασμα, μια κούφια φρίκη μέσα μας – όλα γύρω μας μια γραφή και μια γλώσσα που τη μάθαμε με κόπο και που την ξεχάσαμε τρομακτικά – κι η μανιασμένη αμφιβολία, το σκουλήκι που τρεφόταν από την αποσύνθεση. Δεν είμαστε καν ζωντανοί, Σόνια! Έρωτας, μουσική; Πιστεύεις εσύ σε τίποτε, θα μπορούσες να πεθάνεις για κάτι;

ΣΟΝΙΑ: Να πεθάνω; Γιατί;

ΛΕΟΝΙΝΤ: Όλα αυτά είναι παλιά βιώματα κι από καιρό δεν είναι πια αληθινά. Ακούω τη φωνή σου και βλέπω το πρόσωπό σου και ποθώ το σώμα σου – αλλά δεν νιώθω τίποτε, τίποτε. Δεν υπάρχει πια παρόν. Υπάρχει μονάχα παρελθόν και μέλλον.

Όλα αυτά, έξαρση, έξαψη και ψυχρότητα μαζί, είναι μια δίκη ενάντια στον Λεονίντ, και το ίδιο είναι μια προσπάθεια να ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς με τον εαυτό μου, να τελειώνω, και μου θυμίζουν ότι δεν νιώθαμε επαναστατημένη αλλά χαμένη γενιά, άνθρωποι μιας ρομαντικής εποχής που γεννηθήκαμε πολύ αργά, μιας εποχής που το είδωλό της ήταν το «πάθος καθεαυτό», άνθρωποι μιας εποχής επαναστάσεων και απογοητεύσεων που γεννηθήκαμε πολύ νωρίς, μιας εποχής της συγκεντρωμένης δύναμης και των αυτοδύναμων μηχανισμών, των απροσμέτρητων δυνατοτήτων και της δολοφονικής ανευθυνότητας.

Μετά την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, ο Λεονίντ απογοητεύεται από τον Λένιν.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Όλα τα εγκαταλείψαμε, όλα τα σπάσαμε και όλα τα κάψαμε – οικογένεια, οίκτο κι αγάπη για τους ανθρώπους, επειδή ήρθε κάποιος που δεν ανεχόταν μισά πράγματα, αμφιβολίες, συμβιβασμούς, επειδή μας δίδαξε ένα πράγμα που είναι σημαντικότερο: την άγια τρέλα του αγαθού… Αν ξανάρθει αυτό, η εξυπνάδα της στιγμής, τότε όλα τα κάναμε τσάμπα…

ΛΕΝΙΝ: Τρελοί, άρρωστοι τρελοί!… Μα τι θέλετε; Θέλετε να στήσετε στη σκηνή μια ρομαντική όπερα ή θέλετε να διαμορφώσετε την πραγματικότητα; Θέλετε το πάθος, την πόζα, το κοστούμι της επανάστασης, ή θέλετε την ίδια την επανάσταση; Είσαστε θεατρίνοι μιας ιδέας ή είσαστε άνδρες; Εγώ θέλω την επανάσταση – εσείς όμως τι θέλετε;

ΛΕΟΝΙΝΤ: Την επανάσταση, που εσείς προδώσατε!…

ΛΕΝΙΝ: Οι ρομαντικοί πεθαίνουν για μια μεγάλη υπόθεση, οι άνδρες ζουν γι’ αυτήν!

Στην αίθουσα των αναρχικών ο Σάβινκοφ μιλάει σε νεαρούς σοσιαλεπαναστάτες, κι ο Λεονίντ τον ακούει.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Ο Λένιν πρόδωσε την επανάσταση και παρέδωσε τ’ αδέλφια μας στους Πρώσους. Η Ουκρανία καίγεται, ο στρατηγός Άιχορν φυτεύει αλέες από πτώματα, οι Γερμανοί τσαλαβουτούν στο αίμα – κι ο Λένιν σφίγγει το χέρι του απεσταλμένου τους. Ο κόμης Μίρμπαχ5 έρχεται στη Μόσχα. Αυτό είναι το τέλος της επανάστασης. Το πρωσικό χρήμα είναι ισχυρότερο από το ρωσικό λαό.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο Λένιν είναι μεγάλος και αγνός.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Μεγάλος σαν το θάνατο και αγνός σαν το χιόνι που θάβει τα πάντα.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Κανένα βρώμικο χέρι δεν μπορεί να τον χτυπήσει.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Μπορεί όμως να τον χτυπήσει το χέρι ενός ανθρώπου που είναι πιο αγνός από αυτόν.

Ο Λεονίντ πηγαίνει γρήγορα προς τη σκάλα δεξιά. Ο Σάβινκοφ τον ακολουθεί. Η αυλαία του κέντρου της σκηνής κλείνει.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Ο Βρούτος αγαπούσε τον Καίσαρα.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Ποιος είσαστε; Τι θέλετε;

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Είμαι ένας άνθρωπος που αγαπάει τη Ρωσία περισσότερο από τη ζωή του και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Σε σας μπορώ να το πω αυτό.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Δεν σας έχω ξαναδεί. Δεν σας ξέρω.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Πηγαίνετε και προδώστε με στον τύραννο. Είμαι ο Σάβινκοφ, που τ’ όνομά του το ξέρετε.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Ο δολοφόνος!

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Δεν δολοφονήσατε όλοι σας για τη Ρωσία; Ο Θεός συχνά παίρνει τη μορφή ενός μαχαιριού, ενός περίστροφου. Όμως το χέρι που το κρατάει πρέπει να είναι καθαρό, όπως το χέρι ενός παπά που αγγίζει το αντίδωρο. Είσαστε άθεος, με συγχωρείτε…

ΛΕΟΝΙΝΤ: Σας καταλαβαίνω πολύ καλά. Ξέρω τι εννοείτε.

ΣΑΒΙΝΚΟΦ: Βρείτε εσείς το μυστικό του ρώσου ανθρώπου!

Και ξανά στη σκάλα, ο Λεονίντ και ο Λένιν.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Ξέρετε ότι οι αγρότες καταριόνται το όνομα του Λένιν και προσεύχονται για την ανάσταση του τσάρου;

ΛΕΝΙΝ: Θα κατατάσσονταν στο Κόκκινο Στρατό αν εισακούονταν οι προσευχές τους. Οι επίτροποί μας είναι κακοί – όμως ο πόλεμος ήταν χειρότερος.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Ξέρετε πως η Ουκρανία πνίγεται στο αίμα και στον καπνό κι ότι η Ρωσία δεν ανέχεται πια την ειρήνη του Μπρεστ-Λιτόφσκ;

ΛΕΝΙΝ: Ούτε δέκα χιλιάδες άνθρωποι δεν θα έπιαναν τα όπλα για τη Ρωσία, αν σκίζαμε τη συνθήκη. Μια συνθήκη δεν είναι τίποτε, αν αντιτάσσει παραγράφους στην πραγματικότητα – αξίζει, όσα αντικαθρεφτίζει την πραγματικότητα. Ο πρώτος άνεμος θα την παρασύρει. Περιμένετε τον άνεμο.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Σκοτώστε τους εχθρούς της επανάστασης κι εμείς θα το χαιρετίσουμε αυτό. Μα η επανάσταση πρέπει να ζήσει και να προχωρήσει. Κανείς δεν μπορεί να της φωνάξει αλτ! Αρκετά! Δεν έχουμε δα τίποτε άλλο από αυτόν τον ενθουσιασμό μέχρι το άπειρο. Είμαστε σημαδεμένοι από το θάνατο.

ΛΕΝΙΝ: Φυλαχτείτε από αυτήν τη λαγνεία του θανάτου, Λεονίντ. Πηγαίνετε σε ένα γιατρό. Χρειαζόμαστε γερά νεύρα και γερά πνευμόνια.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Αυτό είναι όλο κι όλο που έχετε να μου πείτε; Τι σημασία έχει αν φτύνει κανείς αίμα. Εμείς είμαστε η χαμένη γενιά…

ΛΕΝΙΝ: Πιστεύω πως από την αρχή παρεξηγήσατε τα πάντα. Όλοι εσείς φοβάστε την πραγματικότητα. Σας φαίνεται μικρή και βρώμικη κι ασήμαντη, επειδή δεν θέλετε να δουλέψετε, θέλετε να ονειροπολείτε.

ΛΕΟΝΙΝΤ: Εσείς δεν ήσασταν ποτέ είκοσι χρονών;

Πριν από την απόπειρα ο Λένιν κουβεντιάζει με εργάτες κι αγρότες – η πραγματικότητα χωρίς ψωμί και παπούτσια.

ΜΙΑ ΕΡΓΑΤΡΙΑ: Κοίταξε τούτα τα παπούτσια, Ίλιτς! Αμερικάνικα παπούτσια, λέει ο επίτροπος. Κάνεις ένα βήμα κι η σόλα κόβεται στα δυο.

ΛΕΝΙΝ: Θα μας εξαπατούν συνέχεια, όσο δεν κάνουμε μόνοι μας παπούτσια, καλά, γερά στέρεα παπούτσια για το λαό.

ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΤΗΣ: Με σένα μπορούμε να μιλήσουμε, Ίλιτς, όμως οι επίτροποί σου δεν αξίζουν τίποτε.

ΛΕΝΙΝ: Όταν θα ξέρετε να διαβάζετε και να γράφετε, τότε θα μπορείτε να ελέγχετε τους επιτρόπους. Η Ρωσία είναι μεγάλη. Έχουμε πολύ λίγους ανθρώπους που ξέρουν τη δουλειά τους. Οι πιο πολλοί έχουν κάνει ομολογία πίστης στην τεμπελιά τους και την ευσεβή ακαματοσύνη τους. Πρέπει να μάθετε πώς κουμαντάρεται ένα κτήμα και πώς διευθύνεται ένα εργοστάσιο και πώς γίνεται ένας ισολογισμός, και τότε δε θα χρειαζόμαστε πια τους κακούς υπαλλήλους.

Ο ΑΓΡΟΤΗΣ: Πώς να τα μάθουμε αυτά αφού πεθαίνουμε από την πείνα;

ΛΕΝΙΝ: Αυτό είναι η επανάσταση, σύντροφε, καθένας να κάνει τρεις φορές πιο πολλά απ’ όσο φτάνουν οι δυνάμεις του. Μονάχα μην πιστέψετε πως είμαστε πιο έξυπνοι και πιο δυνατοί από τους εργάτες και από τους αγρότες. (Δείχνει ένα μάτσο χαρτιά). Όλα αυτά δεν είναι παρά μονάχα χαρτιά, κοιτάξτε τα. Εσείς οι ίδιοι πρέπει να κρατάτε τα μάτια σας ανοιχτά και να μας λέτε τι δεν κάνουμε καλά.

Ο ΕΡΓΑΤΗΣ: Με σένα μπορούμε να μιλάμε. Αν όλοι ήταν σαν και σένα – τότε δεν θα χρειαζόμαστε πια την επανάσταση!

ΛΕΝΙΝ: Αυτό είναι λάθος. Μην το λέτε αυτό! Όταν όλοι σας αγαπήσετε την επανάσταση έτσι όπως πρέπει να την αγαπάμε, κι όταν μάθετε και δουλέψετε – τότε δεν θα χρειαζόσαστε πια κανέναν άλλο να σας εξηγεί τι θέλετε, τότε θα το φροντίζετε αυτό μόνοι σας, τότε οι πολιτικοί θα είναι επιτέλους περιττοί.

Εκείνη τη στιγμή πέφτει ένας πυροβολισμός στο σκοτάδι. Η Μόσχα καίγεται. Η φωνή του Λεονίντ: Ο Λένιν είναι νεκρός! Ζήτω η επανάσταση! Η φωνή του Τζερζίνσκι: Ο Λένιν ζει! Ο δολοφόνος είναι στα χέρια της Τσεκά!

Τρέξιμο και θόρυβος στη σκοτεινή σκηνή. Φως στη σκάλα αριστερά.

ΤΖΕΡΖΙΝΣΚΙ: Κανένας δεν πρέπει να νιώσει την έλλειψή του. Κηρύσσουμε την κόκκινη τρομοκρατία. Η Ρωσία πρέπει να μάθει τι σημαίνει αυτό.

ΣΒΕΡΝΤΛΟΦ: Ποιος θα είναι ο διάδοχος;

ΤΖΕΡΖΙΝΣΚΙ: Ο μηχανισμός που εκείνος δημιούργησε…

Σε αυτό το θεατρικό έργο, από το οποίο δίνω τόσο εκτεταμένα αποσπάσματα, υπάρχει πάρα πολλή ρητορεία, απαγγελία, απλούστευση – όμως μερικά πράγματα τα έχω δει σωστά, και συχνά η διαίσθηση αγγίζει την αλήθεια. Πέρα από τα λογοτεχνικά προτερήματα και ελαττώματα – σε αυτό το έργο βρίσκω τον εαυτό μου, την όχι μόνο δική μου υποκειμενική προβληματική στην εξέλιξη της εποχής μας.

Ο Σταντάλ(5) μίλησε για το «πάθος καθεαυτό», που είναι η ουσία της γενιάς του, του αιώνα του. Αυτό που παρέσυρε πολλούς της δικής μου γενιάς, του δικού μου αιώνα, ήταν η «επανάσταση καθεαυτή». Ήταν το όραμα μιας δίχως τέλος ερωτικής ένωσης με μια ιδέα και με τη μάζα που είχε ηλεκτριστεί από αυτήν, μιας «διαρκούς επανάστασης» (όχι τόσο πολύ σαν κοινωνική αναδιαμόρφωση, όσο σαν ατομικό και συλλογικό βίωμα).

Συγχρόνως όμως υπήρχε και η διαμαρτυρία ενάντια σε αυτήν τη ρομαντική αυτοϊκανοποίηση, ενάντια στην αρχή της ηδονής με τη μάσκα της επανάστασης, κι η διαμαρτυρία αυτή ήταν όλο και πιο δυνατή, όσο περισσότερο ταυτιζόμουνα με τον Λεονίντ. Η παρόρμηση της αυτοκαταστροφής, της αυτοεκμηδένισης, ο θάνατος, διώκτης και γόης από τα παιδικάτα μου, έπαιζε κι αυτός το ρόλο του σε αυτήν την αυτοάρνηση˙ όπως επίσης το ρόλο του έπαιζε ο ειλικρινής πόθος μου να ξεπεράσω τον μέσα μου μποέμ, τον αναρχικό, τον εγωκεντρικό διανοούμενο, και να δοθώ χωρίς επιφυλάξεις σε μια υπόθεση που την παραδεχόμουν, να ανήκω σε μια άνευ όρων πειθαρχία μιας αγωνιστικής κοινότητας. Δεν πρέπει να είναι κανείς σαν τον Λεονίντ, πρέπει να κάνει το καθήκον του μαζί με τον Λένιν, υπακούοντας στις κοσμοϊστορικές επιταγές, σκληρά, σταθερά, πιάνοντας με τα χέρια του την πραγματικότητα για να την αναδιαμορφώσει. Όμως, συμπλήρωνα, αν δεν υπήρχε ο Λεονίντ, η ακόρεστη δίψα για το ακατόρθωτο, για την αντίφαση που προωθεί, ο Λένιν θα έχανε ένα στοιχείο της δύναμής του.

Ο Λεονίντ πυροβολεί τον Λένιν.

Κι ο Λένιν βάζει να εκτελέσουν τον Λεονίντ.

Κι οι δυο τους ανασταίνονται, συνέχεια, για να αλληλοσυμπληρωθούν, να αλληλοπολεμηθούν, να εισχωρήσουν ο ένας μέσα στον άλλον σε μιαν επανάσταση που δεν ολοκληρώνεται ποτέ.

Για χάρη αυτής της αντίθεσης πλαστογράφησα την ιστορία της εξέγερσης της Κροστάνδης και της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.

Η πλαστογράφηση της ιστορίας δεν ήταν μόνο επιπόλαιη, ήταν και περιττή. Απλώς ήξερα πολύ λίγα πράγματα.

- Και γιατί πιστεύεις ότι απέτυχες; ρωτάει η Λου(6).

- Γιατί δεν αποτελείωσα ένα μεγάλο σχέδιο – δεν συγκέντρωσα τις δυνάμεις μου, άρχισα πάρα πολλά πράγματα, δεν πέτυχα τίποτε…

- Και το σχέδιο της επανάστασης;…

- Ατελείωτο!

- Αποτυχημένο;

- Ελπίζω – όχι!

scroll-up

Σημειώσεις
1. Η Αρμπάιτερ Τσάιτουνγκ ήταν το κεντρικό όργανο της Αυστριακής Σοσιαλδημοκρατίας στα 1889-1991.
2. Ο Μ. Φ. Πράις (1885-1973), βρετανός δημοσιογράφος, διετέλεσε ανταποκριτής της Μάντσεστερ Γκάρντιαν στη Ρωσία. Το 1921 δημοσίευσε το Οι Αναμνήσεις μου από τη Ρωσική Επανάσταση. Αργότερα πολιτεύτηκε με τους Εργατικούς.
3. Η εσέρα Φ. Καπλάν (1890-1918) αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον Λένιν, πυροβολώντας τον τρεις φορές στη διάρκεια ομιλίας του σε ένα εργοστάσιο της Μόσχας στις 30 Αυγούστου 1918. Την ίδια μέρα ο Λ. Κανεγκίσερ πυροβόλησε και σκότωσε τον Μ. Ουρίτσκι, ένα μέλος της ΚΕ των Μπολσεβίκων.
4. Ο Κόμης Β. Μίρμπαχ (1871-1918), πρεσβευτής της Γερμανίας στη Ρωσία, δολοφονήθηκε από δυο Εσέρους τον Ιούλιο του 1918, με στόχο να προκληθεί πόλεμος ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ρωσία. Ο Ε. Χ. Άιχορν (1848-1918) ήταν ένας γερμανός στρατηγός που είχε την ίδια τύχη.
5. Ο Σταντάλ (Ανρί-Μαρί Μπέιλ, 1783-1842) ήταν μεγάλος γάλλος ρεαλιστής λογοτέχνης.
6. Η Λουίζε Άισλερ-Φίσερ (1906-1998), δεύτερη σύζυγος του Ερνστ Φίσερ, ήταν συγγραφέας και μεταφράστρια.