MIA > ελληνικό τμήμα > έργα Λεβ Κάμενεφ
Δημοσιεύθηκε: 1920, Marxian Educational Society, Μεγάλη Βρετανία
Πηγή: Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σελ. 48-58.
Μετάφραση: Χρήστος Κεφαλής
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ και τις εκδόσεις Τόπος.

Ο συντηρητισμός στην ιδεολογία, οι θεωρίες που βασίζονται σε γενικές αρχές, η βραδύτητα προσαρμογής τους στη γοργά μεταβαλλόμενη ζωή, η συνεχής καθυστέρησή τους από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές του αγώνα, έχουν συχνά επισημανθεί από τους μαρξιστές. Στην πάλη μας για τον κομμουνισμό, έχουμε συχνά πέσει πάνω σε αυτά τα γεγονότα, διαρκώς υποχρεωνόμαστε να παρατηρούμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της παλιάς ιδεολογίας ακόμη και πάνω στους καλύτερους ανθρώπους του τωρινού εργατικού κινήματος – στο βαθμό που αυτοί οι άνθρωποι ανατράφηκαν στην ατμόσφαιρα της προπολεμικής Ευρώπης.

Αυτός ο διανοητικός συντηρητισμός παρατηρείται πιο έντονα στην προσέγγισή τους στο ζήτημα της δικτατορίας. Έξι χρόνια πολέμου και επανάστασης (1914-20) θα φαινόταν ότι θα έπρεπε να έχουν ξεδιαλύνει οριστικά αυτό το ζήτημα, από όλες τις απόψεις, με την πράξη, με γεγονότα από την καθημερινή ζωή των μαζών. Κι όμως, ακόμη και ανάμεσα σε συντρόφους που υποστηρίζουν την Τρίτη Διεθνή, αντιμετωπίζουμε συχνά το ερώτημα: «Τι είναι η δικτατορία του προλεταριάτου;… Δεν μπορεί το εργατικό κίνημα να κατακτήσει το στόχο του χωρίς μια δικτατορία;… Γιατί είναι η δικτατορία αναπόφευκτη;»

Έχω ακούσει αυτά τα ερωτήματα όχι μόνο από μέλη της αντιπροσωπίας των βρετανικών συνδικάτων, αλλά ακόμη και από μερικά μέλη της αντιπροσωπίας των ιταλών σοσιαλιστών. Όταν ακούει κανείς τέτοια ερωτήματα σκέφτεται αθέλητα ότι τα πρόσωπα που τα προφέρουν πρέπει να κοιμούνταν για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο και, πρώτ’ απ’ όλα, κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο του 1914-1918. Γιατί αυτά τα χρόνια αποτελούσαν μια πρότυπη εποχή δικτατορίας˙ και οι μέθοδοι διεξαγωγής του πολέμου ήταν πρότυπα εφαρμογής δικτατορικών μεθόδων στη διακυβέρνηση μιας χώρας.

Από την άποψη της διακυβέρνησης μιας χώρας, ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος συνίστατο στη συγκέντρωση και τοποθέτηση κάτω από μια ενιαία διοίκηση εκατομμυρίων ανδρών, στην εξασφάλιση του εφοδιασμού και της μεταφοράς τους, και τον εξαναγκασμό αυτών των πολλών εκατομμυρίων να εκπληρώσουν ορισμένα καθήκοντα. Αυτά τα καθήκοντα ήταν ξένα σε αυτά τα εκατομμύρια, και συνοδεύονταν για τον καθένα ξεχωριστά και για όλους μαζί από απίστευτα μαρτύρια, στερήσεις και τον κίνδυνο του θανάτου. Πώς εκπλήρωσαν αυτό το καθήκον οι κυβερνήσεις της Ευρώπης, της Αμερικής και της Ασίας; Με ποιες μεθόδους εξασφάλισαν τη συγκέντρωση, εφοδιασμό, μεταφορά και διοίκηση αυτών των εκατομμυρίων; Με ποιες μεθόδους εξασφάλισαν την προσαρμογή της όλης διοικητικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του κράτους, ώστε να εκπληρωθούν τα καθήκοντα που έθετε η κυβέρνηση; Επιτεύχθηκε αυτό μέσω της δημοκρατίας; Μέσω του κοινοβουλευτισμού; Μέσω της εκπλήρωσης της κυριαρχίας του «λαού»;

Η κυριαρχία του λαού, η δημοκρατία, το κράτος, ο κοινοβουλευτισμός, ακόμη και από την άποψη των υποκριτικών αστών υπερασπιστών τους, δεν μπορεί παρά να σημαίνουν τη συζήτηση και απόφαση, έστω και μόνο των σπουδαιότερων ζητημάτων της κρατικής και κοινωνικής ζωής από τους ίδιους τους πολίτες, που είναι «ελεύθεροι» και «ίσοι» στα μάτια του νόμου.

Ωστόσο, σήμερα, ακόμη και ο πιο αδιαφώτιστος αγρότης, στην πιο καθυστερημένη από όλες τις χώρες που σύρθηκαν στον πόλεμο, γνωρίζει ότι η κυβέρνηση της χώρας του στα 1914-18 ήταν, ως όλο και στην κάθε λεπτομέρεια, μια ξεκάθαρη, απλή, στοιχειώδης άρνηση αυτών των κανόνων της αστικής δημοκρατίας. Η δημοκρατία, τα κοινοβούλια, οι εκλογές, η ελευθερία του Τύπου, παρέμειναν –στο βαθμό που παρέμειναν– ένα απλό παραπέτασμα˙ στην πραγματικότητα όλες οι χώρες που τραβήχτηκαν στον πόλεμο –ολόκληρος ο κόσμος– κυβερνιόνταν με τις μεθόδους μιας δικτατορίας, η οποία αξιοποιούσε, όταν συνέβαινε να είναι βολικό και επωφελές, τις εκλογές, τα κοινοβούλια και τον Τύπο.

Πρέπει να είναι κανείς ένας τυφλός ηλίθιος ή ένας συνειδητός εξαπατητής των μαζών για να μη βλέπει, ή να κρύβει, αυτό το θεμελιώδες γεγονός: στην πιο κρίσιμη περίοδο της ιστορίας τους, στη στιγμή του αγώνα τους για ύπαρξη, τα αστικά κράτη της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής υπεράσπισαν τους εαυτούς τους όχι μέσω της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού, αλλά περνώντας ανοικτά στις μεθόδους της δικτατορίας.

Ήταν η δικτατορία των γενικών επιτελείων, των αξιωματικών του στρατού και της μεγάλης βιομηχανίας, στους οποίους ανήκε, όχι μόνο πραγματικά αλλά και τυπικά, όλη η εξουσία στο στρατό και στη χώρα˙ που εξουσίαζαν όχι μόνο ζωές, αλλά επίσης την περιουσία όλης της χώρας και του κάθε πολίτη, όχι μόνο εκείνων που ζούσαν τότε, αλλά και εκείνων που πρόκειται να γεννηθούν (τα στρατιωτικά χρέη των κ. κ. Ρομανόφ, Χοεντζόλερν(1), Κλεμανσό και Λόιντ Τζορτζ(2) θα καλύπτουν τη ζωή και τη δουλειά των μελλοντικών γενιών).

Στη διάρκεια αρκετών χρόνων, μπροστά στα μάτια όλης της ανθρωπότητας, ξετυλίχτηκε μια εικόνα της πρακτικής της δικτατορίας – μιας δικτατορίας που κυβερνά όλο τον κόσμο, καθορίζει τα πάντα, ρυθμίζει τα πάντα, διεισδύει στα πάντα και επιβεβαιώνει την ύπαρξή της με 20.000.000 πτώματα στα πεδία μαχών της Ευρώπης και της Ασίας. Είναι φυσικό, λοιπόν, ότι στο ερώτημα «Τι είναι δικτατορία;», οι κομμουνιστές θα έπρεπε να απαντήσουν:

«Ανοίξτε τα μάτια σας, και θα δείτε μπροστά σας ένα έξοχα επεξεργασμένο σύστημα αστικής δικτατορίας, που έχει επιτύχει το σκοπό του: γιατί έχει δώσει μια συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια μιας μικρής ομάδας παγκόσμιων ιμπεριαλιστών, κάτι που τους επέτρεψε να διεξάγουν το δικό τους πόλεμο και να αποκτήσουν τη δική τους ειρήνη (των Βερσαλλιών)(3). Μην υποκρίνεστε ότι η δικτατορία –ως σύστημα διακυβέρνησης, ως μορφή εξουσίας– μπορεί να τρομάξει οποιονδήποτε, εκτός από τις γριές κυρίες του αστικού πασιφισμού. Η δικτατορία του προλεταριάτου καταπιέζει όχι την “ισότητα”, την “ελευθερία” και τη “δημοκρατία”, αλλά μόνο την αστική δικτατορία, η οποία στα 1914-18 αποδείχτηκε ότι είναι η πιο αιματηρή, η πιο τυραννική, η πιο ανελέητη, κυνική και υποκριτική από όλες τις μορφές εξουσίας που υπήρξαν ποτέ».

Οι θεωρητικοί του κομμουνισμού, ξεκινώντας από τον Καρλ Μαρξ, απέδειξαν, ωστόσο, πολύ καιρό πριν ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν συνίσταται στην αντικατάσταση της αστικής τάξης από το προλεταριάτο στην ίδια κρατική μηχανή. Το καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι να σπάσει το μηχανισμό διακυβέρνησης που δημιουργήθηκε από την αστική τάξη και να τον αντικαταστήσει με ένα νέο, δημιουργημένο πάνω σε μια διαφορετική βάση και στηριζόμενο σε ένα νέο συσχετισμό των τάξεων(4) .

Η δικτατορία του προλεταριάτου εμφανίζεται στα προγράμματα των σοσιαλιστικών κομμάτων όχι αργότερα από τη δεκαετία του 1870. Ωστόσο, στη διάρκεια όλης της περιόδου της Δεύτερης Διεθνούς(5), δεν έγινε ούτε μια φορά, σε οποιαδήποτε περίσταση, το πρακτικό καθήκον της ημέρας και δεν τράβηξε την προσοχή ούτε των πρακτικών εργατών, ούτε των θεωρητικών του εργατικού κινήματος. Μόνο όταν στα 1914-18, κάτω από το κάλυμμα της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού και της πολιτικής ελευθερίας, έγιναν ευδιάκριτα τα προφανή γνωρίσματα της αστικής δικτατορίας, έγινε και η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου μια πραγματική δύναμη. Έγινε μια δύναμη επειδή, όπως λέει ο Μαρξ, κατέκτησε τις προλεταριακές μάζες(6).

Στο πρόγραμμα του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος του 1903 – ένα πρόγραμμα που φιλοδοξούσε να είναι μόνο μια ακριβής και βελτιωμένη δήλωση των προγραμμάτων των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που ήδη υπήρχαν, και το οποίο εκείνο τον καιρό συνένωνε τόσο τους Μπολσεβίκους όσο και τους Μενσεβίκους – η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου εκφραζόταν ως εξής: «Ένας αναγκαίος όρος γι’ αυτή την κοινωνική επανάσταση είναι η δικτατορία του προλεταριάτου, δηλαδή, η κατάκτηση από το προλεταριάτο μιας τέτοιας πολιτικής εξουσίας που θα το κάνει ικανό να καταπνίξει κάθε αντίσταση των εκμεταλλευτών». Αυτός ο ορισμός ενσωματώνεται χωρίς αλλαγή στο πρόγραμμα του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Οι συγγραφείς του προγράμματος του 1903 δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις πραγματικές περιστάσεις κάτω από τις οποίες το προλεταριάτο μιας οποιασδήποτε χώρας θα υποχρεωνόταν να πάρει στα χέρια του την εξουσία. Οπωσδήποτε, δεν προσπάθησαν εκείνο τον καιρό να ορίσουν σε ποιο βαθμό η δικτατορία του προλεταριάτου θα συνδεόταν με τη δημιουργία ενός προλεταριακού (κόκκινου) στρατού, με την πρακτική της τρομοκρατίας, με τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών. Έπρεπε να υπογραμμίσουν, και όντως υπογράμμισαν, όχι αυτά τα μεταβλητά στοιχεία –διαφοροποιούμενα σε διάφορες χώρες– της προλεταριακής δικτατορίας, αλλά το θεμελιώδες και αμετάβλητο γνώρισμά της, αναπόφευκτο για κάθε χώρα και για οποιεσδήποτε ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες το προλεταριάτο κατακτά την εξουσία.

Το προλεταριάτο όχι μόνο κατακτά την εξουσία˙ κατακτώντας την της δίνει ένα τέτοιο χαρακτήρα συγκέντρωσης, ενέργειας, απολυτότητας, έκτασης, όσο σύμφωνα με τα λόγια του προγράμματος, «θα του επιτρέψει να συντρίψει κάθε αντίσταση από τη μεριά των εκμεταλλευτών». Αυτό είναι το θεμελιώδες γνώρισμα της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι έτσι μια οργάνωση του κράτους και μια μορφή διεύθυνσης των κρατικών υποθέσεων η οποία, κατά τη μεταβατική φάση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, θα επιτρέψει στο προλεταριάτο, ως κυρίαρχη τάξη, να συντρίψει κάθε αντίσταση από τη μεριά των εκμεταλλευτών στο έργο της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης.

Είναι έτσι ξεκάθαρο ότι το ίδιο το ζήτημα της αναγκαιότητας, του αναπόφευκτου μιας προλεταριακής δικτατορίας για κάθε καπιταλιστική χώρα, συνδέεται με το ζήτημα αν η αντίσταση των εκμεταλλευτών στην απαλλοτρίωσή τους από τη σοσιαλιστική κοινωνία –ή, ακριβέστερα, από την κοινωνία που προχωρά προς το σοσιαλισμό– είναι αναπόφευκτη.

Κατά τον ίδιο τρόπο, το ζήτημα σχετικά με το βαθμό σκληρότητας της δικτατορίας, την έκταση και τις συνθήκες του περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων της αστικής τάξης και του περιορισμού της πολιτικής ελευθερίας γενικά, η εφαρμογή των τρομοκρατικών μεθόδων, κ.ο.κ., συνδέεται αξεχώριστα με το ζήτημα του βαθμού, των μορφών, της πεισματικότητας και της οργάνωσης της αντίστασης των εκμεταλλευτών.

Ο καθένας που εκφράζει μια αμφιβολία για το αναπόφευκτο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως ένα αναγκαίο στάδιο προς τη σοσιαλιστική κοινωνία, εκφράζει έτσι αμφιβολία για το αν η αστική τάξη θα επιδείξει μια αντίσταση στο προλεταριάτο στην αποφασιστική ώρα της απαλλοτρίωσης των εκμεταλλευτών.

Η προπαγάνδα που βασίζεται σε αυτό μπορεί να υπαγορεύεται από ατομική ανοησία ή το συμφέρον μιας ομάδας ατόμων να αποκρύψουν από το προλεταριάτο τις περιστάσεις του επερχόμενου αγώνα, και να το εμποδίσουν να προετοιμαστεί γι’ αυτόν.

Όταν πρόσωπα που αποκαλούν τους εαυτούς τους σοσιαλιστές διακηρύσσουν ότι ο δρόμος της δικτατορίας, αποδεκτός και εφαρμόσιμος στη Ρωσία, δεν είναι διόλου υποχρεωτικός ή αναπόφευκτος για οποιαδήποτε άλλη καπιταλιστική χώρα, διακηρύσσουν κάτι άμεσα αντίθετο στην αλήθεια. Η πραγματική ρωσική αστική τάξη πάντα ήταν – και ως την Οκτωβριανή Επανάσταση παρέμεινε – η λιγότερο οργανωμένη, η λιγότερο συνειδητή με την έννοια της τάξης, η λιγότερο ενωμένη από όλες τις αστικές τάξεις στις χώρες του παλιού καπιταλιστικού κόσμου. Η ρωσική αγροτιά δεν είχε αρκετό καιρό για να αναπτύξει εκείνη την τάξη των ισχυρών και πολιτικά ενωμένων αγροτών, που είναι η βάση για μια σειρά αστικών κομμάτων στη Δύση. Η ρωσική μεσαία τάξη των πόλεων, συντριμμένη και πολιτικά αδιαφώτιστη, ποτέ δεν αντιπροσώπευε κάτι όπως εκείνες οι ομάδες του πληθυσμού που στη Δύση δημιουργούν και υποστηρίζουν τα κόμματα του «Χριστιανικού Σοσιαλισμού» και τον αντισημιτισμό.

Οι πρώτοι κεραυνοί της προλεταριακής επανάστασης ξέσπασαν πάνω από αυτή την πολιτικά καθυστερημένη, αδρανή και ανοργάνωτη τάξη. «Η αντίσταση των εκμεταλλευτών» στα κτυπήματα του ρωσικού προλεταριάτου πρέπει συνεπώς να θεωρηθεί ως συγκριτικά αδύναμη – αδύναμη, φυσικά, μόνο σε σύγκριση με τη δραστηριότητα που η αστική τάξη κάθε άλλης ευρωπαϊκής χώρας θα είναι ικανή να αναπτύξει. Τα ενεργά αντιστεκόμενα στοιχεία, που παρέτειναν τον αγώνα για τρία χρόνια, δεν ήταν οι ανοργάνωτες δυνάμεις της ρωσικής αστικής τάξης, αλλά, πρώτ’ απ’ όλα, οι ξένοι επεμβατιστές και μετά οι αστικές τάξεις των γειτονικών χωρών (Φινλανδία, Λιθουανία, Πολωνία, η Ουκρανία), οι οποίες, εκμεταλλευόμενες το προαιώνιο μίσος ενάντια στην τσαρική Ρωσία, κατάφεραν να ενώσουν κάτω από τη σημαία του εθνικισμού ορισμένες οργανωμένες ομάδες για αντίσταση ενάντια στο ρωσικό προλεταριάτο. Αν δεν υπήρχαν αυτές οι εξωτερικές περιστάσεις, η αντίσταση της ρωσικής αστικής τάξης θα μπορούσε να είχε συντριβεί όχι σε τρία χρόνια, αλλά σε τρεις μήνες, και ο προλεταριακός μηχανισμός της κρατικής εξουσίας θα κατεύθυνε ασφαλώς όλη την ενέργειά του προς άλλους σκοπούς.

Σε αντιστοιχία με τη φύση της αντίστασης που μπορούσε να αναμένεται από τις ρωσικές κατέχουσες τάξεις και την οργάνωσή τους, η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία είχε την περίοδό της των «ρόδινων ψευδαισθήσεων» και της «συναισθηματικής νιότης».

Δεν υπάρχει τίποτα πιο λαθεμένο από το να υποθέτει κανείς πως το ρωσικό προλεταριάτο, ή ακόμη και η ηγεσία του, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ήρθε στην εξουσία με συνταγές έτοιμες από τα πριν, πρακτικών μέτρων για την υλοποίηση της δικτατορίας. Μόνο αμαθείς «σοσιαλιστές» ή τσαρλατάνοι θα μπορούσε να υποστηρίξουν ότι οι Ρώσοι κομμουνιστές ήρθαν με ένα έτοιμο σχέδιο για έναν επαναστατικό στρατό, Έκτακτες Επιτροπές και περιορισμούς της πολιτικής ελευθερίας, στο οποίο το ρωσικό προλεταριάτο υποχρεώθηκε να προσφύγει για αυτοάμυνα μετά από πικρή εμπειρία. Ο σκοπός του προλεταριάτου σώθηκε επειδή σύντομα επωφελήθηκε από την αποκτημένη εμπειρία του, και, με ανεξάντλητη ενέργεια, εφάρμοσε εκείνες τις μεθόδους του αγώνα όταν πείστηκε για το αναπόφευκτό τους.

Η μεταβίβαση της εξουσίας στα σοβιέτ, και η δημιουργία της νέας Κυβέρνησης των Εργατών και των Αγροτών, έλαβε χώρα στις 7 Νοέμβρη του 1917. Η σύγχυση και η αποδιοργάνωση της αστικής τάξης ήταν τόσο μεγάλη που στάθηκε ανίκανη να συγκεντρώσει οποιεσδήποτε σοβαρές δυνάμεις ενάντια στους εργάτες. Η αντίσταση της κυβέρνησης του Κερένσκι συντρίφτηκε μετά από μερικές μέρες. Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση συνεχίζονταν ακόμη. Όλα τα πολιτικά κόμματα – ως το κόμμα του Μιλιουκόφ – συνέχισαν να υπάρχουν ανοικτά. Όλες οι αστικές εφημερίδες συνέχισαν να κυκλοφορούν. Η θανατική ποινή καταργήθηκε. Ο στρατός αποστρατεύτηκε. Στη διάθεση της κυβέρνησης δεν υπήρχαν άλλες δυνάμεις εκτός από αποσπάσματα εθελοντών των οπλισμένων εργατών. Οι υπουργοί της κυβέρνησης του Κερένσκι, που είχαν συλληφθεί κατά τις πρώτες μέρες (οι ηγέτες του Κόμματος των Σοσιαλιστών Επαναστατών, Αφξέντιεφ, Γκοτς, Ζενζίνοφ, οι στρατηγοί Μπόλντιρεφ, Κρασνόφ και άλλοι – αργότερα όλοι τους ηγέτες του ένοπλου αγώνα ενάντια στη σοβιετική εξουσία και μέλη των στασιαστικών κυβερνήσεων της Σιβηρίας, του Ντον και του Νότου) απελευθερώθηκαν. Οι στρατηγοί Ντενίκιν, Μαρκόφ, Ερντέλι και άλλοι παρέμειναν στα χέρια της σοβιετικής εξουσίας ως τις 20 Νοέμβρη και άφησαν τα όριά της ζωντανοί(7).

Ναι, αυτή ήταν η περίοδος των «ρόδινων αυταπατών». Συνεχίστηκε για μερικούς μήνες.

Οι συνθήκες άρχισαν να αλλάζουν κατά τον Απρίλιο-Μάιο του 1918. Τον Απρίλιο του 1918 δημοσιεύθηκε το διάταγμα για τη δημιουργία ενός μόνιμου Κόκκινου Στρατού. Μόνο τον Απρίλιο, οι Έκτακτες Επιτροπές απέκτησαν το δικαίωμα να εκτελούν ληστές που πιάνουν επ’ αυτοφώρω και αξιωματικούς που λιποτακτούσαν στον Κορνίλοφ, σύμφωνα με τη μυστική κινητοποίησή του. Μόνο στις 18 Ιουνίου το Επαναστατικό Δικαστήριο πέρασε την πρώτη θανατική του καταδίκη για το ναύαρχο που διεύθυνε το Βαλτικό Στόλο(8). Μόνο το Μάιο πάρθηκαν μέτρα για να σταματήσει η έκδοση των αστικών εφημερίδων (την ώρα αυτής της απαγόρευσης υπήρχαν 30 εφημερίδες, απέναντι σε 3 των σοβιέτ μόνο στη Μόσχα). Μόνο τον Ιούνιο του 1918 διώχθηκαν οι Μενσεβίκοι από τα σοβιέτ.

Έτσι πάνω από έξι μήνες (Νοέμβριος 1917 ως Απρίλιος-Μάιος 1918) πέρασαν από τη στιγμή της δημιουργίας της σοβιετικής εξουσίας ως την πρακτική εφαρμογή από το προλεταριάτο οποιωνδήποτε δικτατορικών μέτρων. Η αυξημένη σκληρότητα της δικτατορίας προκλήθηκε από μια σειρά πολύ στοιχειωδών γεγονότων. Τον Απρίλιο οργανώθηκε η κυβέρνηση του Σκοροπάντσκι στο Κίεβο˙ το Μάιο έλαβε χώρα η εξέγερση των Τσεχοσλοβάκων, η κατάληψη από αυτούς του σιδηροδρομικού δικτύου και ο σχηματισμός της κυβέρνησης των Εσέρων στην Ανατολή˙ το Μάιο επίσης η αντεπανάσταση των Κοζάκων στον Ντον –η ρωσική Βανδέα(9)– απέκτησε αυξανόμενη σπουδαιότητα κάτω από τη διοίκηση του στρατηγού Κρασνόφ.

Παράλληλα με αυτά, η προσοχή και η ενέργεια της εργατικής τάξης συγκεντρώθηκε στα καθήκοντα του πολέμου˙ και το σοβιετικό κράτος μετατράπηκε σε ένα στρατόπεδο οπλισμένων προλετάριων.

Τέτοια ήταν η εμπειρία του ρωσικού προλεταριάτου. Τώρα έχουμε μπροστά μας την εμπειρία της ταξικής πάλης για την προλεταριακή εξουσία στη Φινλανδία, την Ουγγαρία και τη Γερμανία(10). Η θεμελιώδης διαφορά της εμπειρίας της Ουγγαρίας, της Φινλανδίας και της Γερμανίας και εκείνης της Ρωσίας, συνίσταται στο γεγονός ότι η αστική τάξη αυτών των χωρών αποδείχτηκε, όπως έπρεπε να αναμένεται, ότι ήταν πολύ πιο οργανωμένη, ενωμένη και ικανή να πολεμήσει από τη ρωσική αστική τάξη. Η περίοδος της σύγχυσής της ήταν πολύ μικρότερη˙ οργάνωσε μια αντεπίθεση ενάντια στο προλεταριάτο πολύ πιο γρήγορα και ενεργητικά˙ και μέσα από αυτό το γεγονός συντόμευσε την περίοδο αυταπατών του ίδιου του προλεταριάτου σχετικά με τη φύση της δικτατορίας του.

Η εμπειρία των εργατών της Ρωσίας, της Φινλανδίας, της Ουγγαρίας και της Γερμανίας μας επιτρέπει να εγκαθιδρύσουμε τον εμπειρικό νόμο της ανάπτυξης της προλεταριακής δικτατορίας, που μπορεί να εκφραστεί προσεγγιστικά με τους ακόλουθους όρους. Το γεγονός της κατάκτησης της κεντρικής πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο κατά κανένα τρόπο δεν ολοκληρώνει την πάλη για την εξουσία, αλλά μόνο σημαδεύει την αρχή μιας νέας και πιο περίπλοκης περιόδου πολέμου ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο.

Μετά από το πρώτο κτύπημα της προλεταριακής επανάστασης και την κατάκτηση του κεντρικού μηχανισμού της εξουσίας από το προλεταριάτο, η αστική τάξη αναπόφευκτα χρειάζεται κάποιο χρόνο για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις της, την επιστράτευση των εφεδρειών της και την οργάνωσή τους. Το πέρασμά της σε αντεπίθεση ανοίγει μια εποχή ανοιχτού πολέμου και ένοπλης σύγκρουσης των δυνάμεων των δυο πλευρών.

Είναι ακριβώς στη διάρκεια αυτής της περιόδου που η εξουσία του προλεταριάτου αποκτά τα σκληρά γνωρίσματα μιας δικτατορίας: ένας Κόκκινος Στρατός, μια τρομοκρατική κατάπνιξη των εκμεταλλευτών και των συμμάχων τους και ο περιορισμός της πολιτικής ελευθερίας, γίνονται αναπόφευκτα αν το προλεταριάτο δεν επιθυμεί να παραδώσει χωρίς μάχη την εξουσία που έχει κερδίσει.

Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι συνακόλουθα μια μορφή διακυβέρνησης του κράτους η οποία είναι περισσότερο προσαρμοσμένη στη συνέχιση του πολέμου με την αστική τάξη και στο να εγγυηθεί πιο γρήγορα τη νίκη του προλεταριάτου σε έναν τέτοιο πόλεμο.

Υπάρχουν κάποιοι λόγοι για να υποθέσουμε ότι ένας τέτοιος πόλεμος στην Ευρώπη θα διεξαχθεί με λιγότερο οξείες μορφές; Ότι η ευρωπαϊκή αστική τάξη θα υποταχθεί με μια ελαφρότερη καρδιά στην απαλλοτρίωση του πλούτου της από το προλεταριάτο; Μπορεί οποιοδήποτε λογικό πρόσωπο να βασίσει την τακτική του στην υπόθεση ότι η ευρωπαϊκή αστική τάξη δεν θα επιδείξει όλη την αντίσταση για την οποία είναι ικανή ενάντια στο προλεταριάτο που κατέκτησε την εξουσία; Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι μπαίνοντας στην πάλη ενάντια στο προλεταριάτο στην εξουσία, η ευρωπαϊκή αστική τάξη θα αποδειχτεί να είναι λιγότερο εξοπλισμένη, λιγότερο ενωμένη και λιγότερο μυαλωμένη από την αστική τάξη της Ρωσίας, της Φινλανδίας ή της Ουγγαρίας; Μπορεί κανείς να φανταστεί ότι θα σταματήσει μπροστά σε οποιοδήποτε μέσο, ξεκινώντας από μια μακροχρόνια ενότητα με τους προδότες του σοσιαλισμού από το στρατόπεδο της Δεύτερης Διεθνούς και καταλήγοντας στο βομβαρδισμό των αρχηγείων των εργατών και την εφαρμογή των πιο σύγχρονων τεχνικών μεθόδων για την κατάπνιξη του εχθρού στον πόλεμο;

Ποιο κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορεί να είναι το νόημα μιας αμφιβολίας σχετικά με το αναπόφευκτο των μεθόδων της προλεταριακής δικτατορίας, ή μιας άρνησης να εργαστούμε, καθημερινά, για την προετοιμασία του προλεταριάτου να αξιοποιήσει όλες τις μεθόδους της δικτατορίας στον επερχόμενο αγώνα;

Το να κινηθούμε προς την κατάκτηση της εξουσίας χωρίς να ελπίζουμε να την κρατήσουμε και χωρίς να προετοιμάζουμε τους όρους για να την κρατήσουμε, είναι απλά ανοησία˙ το να αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα να κατακτήσει την εξουσία το προλεταριάτο και να αμφιβάλουμε για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, να αρνούμαστε να καθοδηγήσουμε τους εργάτες σε αυτή την κατεύθυνση – σημαίνει να προετοιμάζουμε συνειδητά την προδοσία της υπόθεσης του σοσιαλισμού. Όποιος δεν αναγνωρίζει την αναγκαιότητα για την πιο σκληρή προλεταριακή δικτατορία κατά τη μεταβατική περίοδο από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όποιος δεν προετοιμάζει τους αναγκαίους όρους για το προλεταριάτο, με την απόκτηση του κεντρικού μηχανισμού της εξουσίας, να τη στρέψει άμεσα προς την κατάπνιξη της αντίστασης των εκμεταλλευτών˙ όποιος δεν εξηγεί στο προλεταριάτο, σαν ένα αναγκαίο εδώ και τώρα όρο της νίκης του το αναπόφευκτο ενός ένοπλου αγώνα και σκληρών μέτρων ενάντια στην προδοσία και το δισταγμό, και δεν εξοπλίζει το προλεταριάτο με τα κατάλληλα όπλα – ένα τέτοιο πρόσωπο προετοιμάζει την καταστροφή του προλεταριάτου και τη νίκη της αστικής τάξης.

Αλλά αν η δικτατορία του προλεταριάτου είναι μια οργάνωση εξουσίας, η οποία είναι καλύτερα προσαρμοσμένη για τη διεξαγωγή του αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και την κατάπνιξη της αντίστασής της, τότε έχουμε μια απάντηση στο ερώτημα που τίθεται γενικά στους κομμουνιστές από τους συνδικαλιστές διαφόρων σχολών σκέψης. Οι τελευταίοι, ενώ παραδέχονται τη δικτατορία του προλεταριάτου, δεν μπορούν να απαλλαγούν από τις παλιές προκαταλήψεις ενάντια σε ένα πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου. Το ερώτημα συνεπώς είναι: Ποια οργάνωση είναι ικανή να επιτύχει μια λύση στα προβλήματα της δικτατορίας;

Δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι τη στιγμή ενός αποφασιστικού ταξικού πολέμου, η εξουσία της διοίκησης και του εξαναγκασμού πρέπει να βρίσκονται στα χέρια μιας καθορισμένης οργάνωσης, ικανής να φέρει την ευθύνη για κάθε βήμα που αναλαμβάνει και να εγγυάται τη λογική διαδοχή αυτών των βημάτων.

Ο στρατός του προλεταριάτου, που κινείται σε διάταξη μάχης, πρέπει να έχει το γενικό επιτελείο του. Όταν οδηγεί τα συντάγματά του στην επίθεση, αυτό το γενικό επιτελείο πρέπει να είναι ικανό να εξετάζει προσεκτικά το σύνολο των διεθνών, πολιτικών και οικονομικών συνθηκών του αγώνα. Πρέπει να διαφεντεύει εξίσου όλα τα είδη όπλων που βρίσκονται στη διάθεση της εργατικής τάξης. Πρέπει να είναι σε θέση να εκπληρώσει τις αποφάσεις του μέσα από τα συνδικάτα και τις ενώσεις των εργαζομένων, μέσα από τις εργοστασιακές επιτροπές, και μέσα από τις ενώσεις των νέων εργατών, με το μέσο της γραπτής προπαγάνδας και χρησιμοποιώντας την μαχητική πολιτοφυλακή των ένοπλων εργατών.

Τη στιγμή που η παλιά εξουσία ανατρέπεται και ο μηχανισμός της διακυβέρνησης κατακτάται από το επαναστατημένο προλεταριάτο, αυτό το γενικό επιτελείο έχει νέα καθήκοντα να εκπληρώσει. Η νίκη του προλεταριάτου σηματοδοτεί την αποδιοργάνωση του παλιού κοινωνικού συστήματος. Η δημιουργία ενός νέου στρατού, η διατροφή της χώρας, η οικοδόμηση της βιομηχανίας πάνω σε νέες αρχές, η οργάνωση των δικαστηρίων, η εγκαθίδρυση σχέσεων με τους αγρότες, οι διπλωματικές σχέσεις με άλλες χώρες – όλα αυτά τα ζητήματα γίνονται αμέσως τα άμεσα καθήκοντα του γενικού επιτελείου του νικηφόρου προλεταριακού στρατού. Κάθε καθυστέρηση στην εκπλήρωση ενός από αυτά τα καθήκοντα, ή κάθε δισταγμός στη λήψη απόφασης, είναι ικανός να προκαλέσει τη μεγαλύτερη ζημιά στην παραπέρα νικηφόρα ανάπτυξη της προλεταριακής επανάστασης.

Κατά συνέπεια, αυτό το γενικό επιτελείο, πρέπει να είναι ένας οργανωμένος, υπεύθυνος και κεντροποιημένος θεσμός, έτοιμος να αντιμετωπίσει και να αποφασίσει όλα τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και διπλωματικά προβλήματα. Μια οργάνωση που θα ικανοποιούσε όλες αυτές τις συνθήκες και θα έλυνε όλα τα προβλήματα που θα της παρουσιάζονταν, μπορεί ασφαλώς να αποκληθεί με οποιοδήποτε όνομα˙ αλλά στην πραγματικότητα – και αν δεν παίζουμε με τις λέξεις – μια τέτοια οργάνωση μπορεί μόνο να είναι το πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου, δηλαδή, μια οργάνωση των πιο προωθημένων, επαναστατικών στοιχείων του προλεταριάτου, ενωμένων από το κοινό τους πολιτικό πρόγραμμα και μια σιδερένια πειθαρχία.

Μια τέτοια οργάνωση δεν μπορεί να σχηματιστεί σε μια μέρα, ή ακόμη και σε μια εβδομάδα˙ είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς διαδικασίας συγκέντρωσης και επιλογής έμπειρων ηγετών, οι οποίοι έχουν αποδείξει με την καθημερινή δουλειά τους πως είναι ικανοί να εκτιμούν σωστά κάθε φάση του εργατικού αγώνα και τα συμφέροντα κάθε ξεχωριστής ομάδας της εργατικής τάξης, από την υψηλότερη άποψη των γενικών συμφερόντων της σύνολης εργατικής τάξης ως ολότητας.

Η μεγαλύτερη δυστυχία που θα μπορούσε να βρει τον εργατικό στρατό μετά την κατάκτηση των οχυρών του καπιταλισμού θα ήταν αν αποδεικνυόταν πως ο μηχανισμός της ηγεσίας βρίσκεται στα χέρια ανθρώπων, ομάδων ή οργανώσεων των οποίων η προηγούμενη δουλειά διεξάχθηκε μόνο στη σφαίρα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Η κατάπνιξη της αντίστασης των εκμεταλλευτών –που είναι το θεμελιώδες καθήκον της δικτατορίας– δεν είναι μόνο ένα στρατιωτικό, ή μόνο ένα πολιτικό, ή μόνο ένα οικονομικό καθήκον˙ είναι όλα μαζί, στρατιωτικό, πολιτικό και οικονομικό. Η αντίσταση των εκμεταλλευτών αποκτά μόνο την πιο οξεία μορφή της στη διάρκεια μιας ένοπλης σύγκρουσης˙ αλλά οι πλούσιοι αγρότες, που δεν θα δώσουν ψωμί για τον πεινασμένο πληθυσμό, οι μηχανικοί που σαμποτάρουν τη βιομηχανία, και οι τραπεζίτες, που φέρνουν σύγχυση στις δοσοληψίες των βιομηχανικών επιχειρήσεων κρύβοντας τα βιβλία τους – δεν είναι λιγότερο σημαντικοί παράγοντες στην αντίσταση της αστικής τάξης. Η κατάπνιξη όλων αυτών των διαφόρων μορφών αντίστασης μπορεί να είναι τόσο λίγο η δουλειά μιας οργάνωσης που δημιουργήθηκε στη στενή σφαίρα του συνδικαλιστικού κινήματος, όσο, ας πούμε, μιας συνεταιριστικής οργάνωσης των εργατών. Μπορεί να εκπληρωθεί επιτυχώς μόνο από μια γενική οργάνωση των εργατών, με τη μορφή των σοβιέτ τους, στην οποία αντιπροσωπεύονται όλες οι μορφές του εργατικού κινήματος, και η οποία βρίσκεται κάτω από την καθοδήγηση ενός πολιτικού κόμματος, που συγκεντρώνει εντός του όλη την εμπειρία του προηγούμενου αγώνα της εργατικής τάξης.

Στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι ακόμη πιο αναγκαίο για την εργατική τάξη, από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Συνιστά μια αναγκαία συνθήκη για τη νίκη. Μια άρνηση να εργαστούμε για τη δημιουργία και την ενίσχυσή του σημαίνει μια παραίτηση από την επαρκή εκπλήρωση του ταξικού πολέμου – δηλαδή μια παραίτηση από τη δικτατορία, ενός όρου για τη νίκη του σοσιαλισμού – και μπορεί να επιφέρει, αν και ασυνείδητα, την πιο ωμή προδοσία του σκοπού της εργατικής τάξης, στερώντας το προλεταριάτο, στην πιο κρίσιμη στιγμή, το πιο σημαντικό όπλο του. Ο καθένας που αμφιβάλλει για το αναπόφευκτο της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως ένα αναγκαίο στάδιο της νίκης του πάνω στην αστική τάξη, διευκολύνει τις συνθήκες για τη νίκη της τελευταίας˙ ο καθένας που αμφιβάλλει ή αποκηρύσσει το πολιτικό κόμμα του προλεταριάτου βοηθά να εξασθενίσει και να αποδιοργανωθεί η εργατική τάξη.

scroll-up

Σημειώσεις
1. Από τον Οίκο των Ρομανόφ προέρχονταν οι τσάροι της Ρωσίας από τα 1613 ως την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η Δυναστεία Χοεντζόλερν ανέδειξε πλήθος ηγεμόνες και βασιλιάδες της Γερμανίας από τον 11ο αιώνα ως το 1917.
2. Ο Ζορζ Κλεμανσό (1841-1929), γάλλος πολιτικός και δημοσιογράφος, διετέλεσε πρωθυπουργός της Γαλλίας στα 1906-09 και 1917-20. Ο Λόιντ Τζορτζ (1863-1945) διετέλεσε πρωθυπουργός της Αγγλίας στα 1916-22.
3. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1919 ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ και τη Γερμανία.
4. Μια αναφορά στο γράμμα του Μαρξ στον Κούγκλεμαν της 12ης Απριλίου 1871, όπου ο Μαρξ διατυπώνει την ιδέα του ότι το προλεταριάτο δεν θα πάρει στα χέρια του τον αστικό κρατικό μηχανισμό, αλλά θα πρέπει να τον «σπάσει» και να βάλει στη θέση του μια νέα, εργατική εξουσία.
5. Η Δεύτερη Διεθνής ιδρύθηκε το 1889 στο Παρίσι, συγκεντρώνοντας στις τάξεις τα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της εποχής. Ως το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου το 1914 είχε μια θετική συμβολή στην οργάνωση του εργατικού κινήματος. Στη συνέχεια, με το πέρασμα των περισσότερων ηγετών και κομμάτων της στο σοβινισμό, χρεοκόπησε και μετατράπηκε σε μια αντιδραστική οργάνωση εξαπάτησης των μαζών, που ενεργούσε για την υποταγή τους στους πολεμικούς σκοπούς της αστικής τάξης σε κάθε χώρα και την παρεμπόδιση της κοινωνικής επανάστασης. Η Δεύτερη Διεθνής διαλύθηκε το 1916 και ανασυστάθηκε μετά τον πόλεμο ως σοσιαλδημοκρατική πλέον διεθνής.
6. Υπαινιγμός για το φημισμένο απόφθεγμα του Μαρξ, «Η θεωρία γίνεται υλική δύναμη μόλις κατακτήσει τις μάζες», περιεχόμενο στην Εισαγωγή στο έργο του Συμβολή στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου.
7. Ο Ν. Αυξέντιεφ (1878-1943) ήταν εσέρος, Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Κερένσκι. Ο Α. Γκοτζ (1882-1937) ήταν εσέρος, κυβερνήτης της Πετρούπολης. Ο Β. Ζένζινεβ (1881-1953) ήταν επίσης παράγοντας των Εσέρων. Ο Π. Κρασνόφ (1869-1947) καθοδήγησε την κοζάκικη αντεπανάσταση στον Ντον στον εμφύλιο πόλεμο, ενώ ο Α. Ντενίκιν (1872-1947) ηγούνταν των Λευκών στην Ουκρανία και ο ναύαρχος Κολτσάκ (1874-1920) ήταν επικεφαλής των Λευκών στη Σιβηρία.
8. Ο στρατηγός Κορνίλοφ (1870-1918) προσπάθησε να ανατρέψει τον Κερένσκι το 1917. Αργότερα ηγήθηκε ενός κινήματος ενάντια στους Μπολσεβίκους στον Ντον και σκοτώθηκε στο Εκατερινοντάρ το 1918. Τον Ιούνιο του 1918 ο ναύαρχος Σάστνι (1881-1918) ηγήθηκε μιας ανταρσίας ενάντια στους Μπολσεβίκους στο βαλτικό στόλο. Καταδικάστηκε σε θάνατο από επαναστατικό δικαστήριο και εκτελέστηκε.
9. Στη Βανδέα εκδηλώθηκε ένα μοναρχικό πραξικόπημα ενάντια στη Γαλλική Επανάσταση στις 21 Αυγούστου 1792.
10. Στη Φινλανδία η γενική απεργία και εξέγερση του 1918 συντρίφτηκε από τον στρατηγό Μανερχάιμ. Στην Ουγγαρία, η βραχύβια σοβιετική εξουσία ανατράπηκε από τη ρουμανική εισβολή και τις δυνάμεις της Αντάντ τον Αύγουστο του 1919. Στη Γερμανία στα 1918-20 συνέβησαν επαναστατικά γεγονότα όπως η Κομμούνα της Βαυαρίας, η εξέγερση του Σπάρτακου και το Πραξικόπημα του Καπ.