MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Εργα> Ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς> Κεφάλαιο V



Λέων Τρότσκι

Ανάμεσα στους Κόκκινους και τους Λευκούς

Μαρξισμός και εθνικό ζήτημα


Προηγούμενο: Η περίοδος της σύνεσης
Επόμενο: Η λύση του δράματος

Κεφάλαιο V

Η Γεωργία και ο Βράγγελ

 

 

Στη διάρκεια του τελευταίου μήνα του 1919 επήλθε μια ριζική αλλαγή στη στρατιωτική κατάσταση της Σοβιετικής Ομοσπονδίας. Ο Γιουντένιτς είχε εκμηδενιστεί, και ο Ντενίκιν είχε αρχικά εκδιωχθεί προς το Νότο και μετά νικηθεί ολοκληρωτικά. Προς το τέλος του χρόνου οι δυνάμεις του Ντενίκιν είχαν διασπαστεί σε πολυάριθμες ομάδες με σπασμένο ηθικό. Οι διαθέσεις της Αντάντ απέναντι στους λευκοφρουρούς έδειχναν να έχουν κρυώσει. Η ακραία πτέρυγα των Άγγλο-Γάλλων θιασωτών της επέμβασης είχε μεταφέρει την προσοχή της στις χώρες των συνόρων. Η Πολωνία επρόκειτο να πάρει την πρώτη θέση στις περιοδικές επιθέσεις ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Αυτό το νέο σχέδιο επέτρεπε στην αγγλο-γαλλική διπλωματία να πάρει τις αποστάσεις της από τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις των Ρώσων λευκοφρουρών και της έδινε τη δυνατότητα να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Γεωργίας.

 

Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Γεωργία μία συμμαχία ενάντια στον Ντενίκιν. Υπήρχε ένας διπλός λόγος γι' αυτή την πρόταση: Πρώτον να δώσει στη γεωργιανή κυβέρνηση να καταλάβει ότι, στην περίπτωση που άλλαζε το διεθνή της προσανατολισμό, δε θα χρειαζόταν να στηρίζεται στη στρατιωτική υποστήριξη του Φον Κρες και του στρατηγού Γουώκερ, αλλά θα μπορούσε να έχει την υποστήριξη του Μπουντιένυ[50]. Δεύτερον, να επιταχύνει, με τη βοήθεια της Γεωργίας, τη συντριβή των υπολειμμάτων των δυνάμεων του Ντενίκιν, ώστε να τα εμποδίσει να δημιουργήσουν καινούριο μέτωπο.

 

Η πρόταση απορρίφθηκε κατηγορηματικά από τη γεωργιανή κυβέρνηση. Μετά απ' όσα έχουμε μάθει για τις σχέσεις της Γεωργίας με τους Γερμανούς, τους Τούρκους, τον Ντενίκιν και τους Βρετανούς, δε χρειάζεται να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στον υπερβάλλοντα ζήλο του Κάουτσκυ, που εξηγεί την άρνηση της Γεωργίας με την αγωνία της να διατηρήσει την ουδετερότητά της. Ιδιαίτερα αφού ο ίδιος ο Ζορντάνια, που εκείνο τον καιρό με τον ιδρώτα του προσώπου του αποσπούσε την αναγνώριση της Γεωργίας από την Αντάντ, απεκάλυπτε ο ίδιος τα κύρια ελατήρια της μενσεβίκικης πολιτικής.

 

Στις 14 Γενάρη δήλωσε στη Συντακτική Συνέλευση: "Ξέρετε ότι η Σοβιετική Ρωσία μας πρότεινε μια στρατιωτική συμμαχία. Αρνηθήκαμε κατηγορηματικά. Η απάντησή μας πρέπει να σας γίνει γνωστή. Τι θα σήμαινε μια τέτοια συμμαχία; Θα σήμαινε τη διακοπή των σχέσεών μας με την Ευρώπη... Εδώ χωρίζουν οι δρόμοι της Γεωργίας με τη Ρωσία. Ο δρόμος μας οδηγεί στην Ευρώπη. Της Ρωσίας οδηγεί στην Ασία. Ξέρω ότι οι εχθροί μας θα πουν ότι είμαστε στο πλευρό των ιμπεριαλιστών. Πρέπει λοιπόν να το δηλώσω εδώ απερίφραστα: Προτιμάω τους ιμπεριαλιστές της Δύσης από τους φανατικούς της Ανατολής." Αυτά τα λόγια από το στόμα της κεφαλής της κυβέρνησης σίγουρα δε μπορούν να θεωρηθούν διφορούμενα. Σημαίνουν ότι ο Ζορντάνια άδραξε την ευκαιρία όχι απλά να δηλώσει, αλλά να βροντοφωνάξει, ότι στην καινούρια στρατιωτική εκστρατεία των "ιμπεριαλιστών της Δύσης", η Γεωργία θα ήταν ολόψυχα στο πλευρό του Πιλσούντσκι, του Τάκε Ιονέσκου, του Μιλλεράν και των υπολοίπων. Κανείς δε μπορεί να αρνηθεί στο Ζορντάνια το δικαίωμα να "προτιμάει" την επιτιθέμενη ιμπεριαλιστική Ευρώπη από την αμυνόμενη Σοβιετική Ρωσία. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση δεν πρέπει επίσης να αρνηθούν σε μας, τους φανατικούς της Ανατολής, το δικαίωμα να τσακίσουμε, όταν αυτό είναι απαραίτητο, τα αντεπαναστατικά κεφάλια των μικροαστών λακέδων του ιμπεριαλισμού. Γιατί εμείς επίσης μπορούμε να "δηλώσουμε απερίφραστα", ότι προτιμάμε έναν εχθρό με σπασμένο κεφάλι από έναν εχθρό που είναι ικανός να μας επιτεθεί και να μας βλάψει.

 

Τα τελευταία αποδιοργανωμένα υπολείμματα του στρατού του Ντενίκιν είχαν καταφύγει στην Κριμαία. Τι είναι όμως η Κριμαία; Δεν είναι φρούριο αλλά παγίδα. Το 1919 είχαμε και 'μεις ξεφύγει από την παγίδα στην οποία ο Ντενίκιν, από την Ουκρανία, είχε προσπαθήσει να μας κλείσει εκεί. Παρ' όλα αυτά, ο Βράγγελ εγκαταστάθηκε στην Κριμαία και ξεκίνησε εκεί να φτιάχνει καινούριο στρατό και καινούρια κυβέρνηση. Ο μόνος λόγος που του επέτρεψε να το κάνει αυτό ήταν το ότι ο αγγλο-γαλλικός στόλος ήταν ολοκληρωτικά στη διάθεσή του. Αλλά τα πολεμικά πλοία της Αντάντ, από μόνα τους, δεν έλυναν το πρόβλημα. Εφοδίαζαν τον Βράγγελ με ρούχα, όπλα και μια ορισμένη ποσότητα τροφίμων, αλλά αυτό που χρειαζόταν περισσότερο ήταν άντρες. Και φυσικά τους έπαιρνε σε επαρκείς αριθμούς - από τη Γεωργία. Ακόμη και αν δεν υπήρχε άλλο αμάρτημα στο λογαριασμό της Γεωργίας, αυτό θα ήταν αρκετό για να σφραγίσει τη μοίρα της. Η πίεση της Αντάντ δεν αποτελεί δικαιολογία, καθώς η Γεωργία δεν αντιστεκόταν στην πίεση αυτή αλλά αντίθετα έτρεχε η ίδια να τη συναντήσει. Αλλά, από πολιτική άποψη, το ζήτημα είναι ακόμη απλούστερο και πιο καθαρό. Αν η ανεξαρτησία της Γεωργίας έγκειται μόνο στο γεγονός ότι όταν το ζητούσαν οι Τούρκοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι ή οι Γάλλοι, υποχρεωνόταν να βάλει φωτιά στο σπίτι της Σοβιετικής Ρωσίας, φυσικά δε θα μπορούσε κανείς να περιμένει να συμφιλιωθούμε με μια τέτοια ανεξαρτησία.

 

Ο Βράγγελ είχε μπει στην Κριμαία με όχι πολύ πάνω από 15 έως 20 χιλιάδες στρατιώτες. Η επιστράτευση του ντόπιου πληθυσμού δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα πετυχημένη, γιατί οι επιστρατευμένοι δεν είχαν ιδιαίτερη όρεξη να πολεμήσουν και πολλοί απ' αυτούς κατέφευγαν στα βουνά και έφτιαχναν "πράσινα" αποσπάσματα (αγροτικά ληστρικά αποσπάσματα). Εξαιτίας της περιορισμένης φύσης του εδάφους και των πόρων του, ο Βράγγελ είχε ανάγκη από μαχητές πρώτης τάξης. Τέτοιοι ήταν οι λευκοφρουροί αξιωματικοί, οι Εθελοντές και οι πλούσιοι Κοζάκοι, όλοι τους ασυμφιλίωτοι εχθροί της σοβιετικής εξουσίας, που είχαν ήδη περάσει από το σχολείο του εμφύλιου πολέμου κάτω από τη διοίκηση του Κολτσάκ, του Γιουντένιτς και του Ντενίκιν. Τα πλοία της Αντάντ τους έφερναν από κάθε κατεύθυνση, αλλά το κύριο άντρο τους αποδείχτηκε ότι ήταν η Γεωργία. Η δεξιά πτέρυγα του ηττημένου στρατού του Ντενίκιν κατέφυγε στον Καύκασο, κυνηγημένη από το ιππικό μας, και αναζήτησε καταφύγιο μέσα στα σύνορα της μενσεβίκικης δημοκρατίας. Αυτό, φυσικά, δεν έγινε χωρίς να τηρηθεί το τελετουργικό του λεγόμενου διεθνούς δικαίου. Σαν "ουδέτερο κράτος", η Γεωργία δέχτηκε τις δυνάμεις των λευκοφρουρών που υποχωρούσαν, και φυσικά τις έκλεισε σε "στρατόπεδα συγκέντρωσης". Αλλά σαν κράτος που ένοιωθε μεγαλύτερη συγγένεια προς τους δυτικούς ιμπεριαλιστές παρά προς τους φανατικούς της Ανατολής, έφτιαξε τα "στρατόπεδα" με τρόπο που οι λευκοφρουροί να μπορούν να φτάσουν στην Κριμαία χωρίς να χρονοτριβήσουν.

 

Σύμφωνα με μια προκαταρκτική συμφωνία με τους πράκτορες της Αντάντ (τα αποδεικτικά έγραφα βρίσκονται στην κατοχή μας), η κυβέρνηση των μενσεβίκων μάζεψε προσεκτικά τα υγιή μέλη των δυνάμεων του Ντενίκιν που μπορούσαν να πολεμήσουν και τα συγκέντρωσε στο Πότι, στην ακτή της θάλασσας, απ' όπου τα πήραν τα πλοία της Αντάντ. Για να μην πληγεί η "ουδέτερη" υπόληψη του Πόντιου Ζορντάνια, οι πράκτορες της κυβέρνησής του ζητούσαν από τους καπετάνιους των αγγλικών και γαλλικών πλοίων γραπτές δηλώσεις σύμφωνα με τις οποίες θα πήγαιναν τους πρόσφυγες στην Κωνσταντινούπολη. Και έτσι, αν αντί για την Κωνσταντινούπολη κατέληγαν στη Σεβαστούπολη (στην Κριμαία), αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στην ανειλικρίνεια των καπετάνιων αυτών των πλοίων.

 

Τουλάχιστον 10.000 τέτοιοι επιλεγμένοι άντρες του Ντενίκιν μεταφέρθηκαν στο Πότι. Ανάμεσα στα έγγραφα που βρέθηκαν στη Γεωργία υπάρχουν μερικά πολύ διαφωτιστικά πρακτικά της κυβερνητικής επιτροπής για τους στρατιωτικούς πρόσφυγες. Ο κυβερνήτης του στρατοπέδου συγκέντρωσης, στρατηγός Αρτζαβανίτζε, ανέφερε: "Το στρατόπεδο είναι αυτή τη στιγμή κενό, σαν αποτέλεσμα της αναχώρησης από το Πότι των Εθελοντών". Αποφασίστηκε "να γίνει αποδεκτή η αναφορά".

 

Αρκετούς μήνες μετά, 6.000 Κοζάκοι μεταφέρθηκαν υπό παρόμοιες συνθήκες, από το Γάγγρι στην Κριμαία, μετά από μία αποτυχημένη απόπειρα κατοχής. Ο επικεφαλής της περιφερειακής πολιτοφυλακής στο Γάγγρι, ο μενσεβίκος Οσίτζε, ένας μικροαξιωματούχος που δεν ήταν μυημένος στα μυστικά της κυβέρνησης της Τυφλίδας, ανέφερε με έκπληξη στην κυβέρνησή του: "αφήσαμε το πεδίο ελεύθερο στους πράκτορες του Βράγγελ συλλαμβάνοντας τους μπολσεβίκους". Αυτά τα δύο σημαντικά γεγονότα συνέβησαν τον Ιούνιο και τον Οχτώβρη, αλλά ήδη από την αρχή του χρόνου η απελευθέρωση των έγκλειστων αξιωματικών του Ντενίκιν και η προώθησή τους στο Μπατούμι ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Αυτό αποδεικνύεται από έγγραφα της Τυφλίδας με ημερομηνία "Ιανουάριος, 1920". Οι στρατολόγοι του Βράγγελ δρούσαν τελείως ανοιχτά και υπήρχε μεγάλη συρροή λευκών αξιωματικών στη Γεωργία, που ανυπομονούσαν για δράση. Εδώ εύρισκαν ένα καλά οργανωμένο λευκό πρακτορείο και μεταφερόντουσαν στην Κριμαία με τη μεγαλύτερη ευκολία. Όποτε χρειαζόταν, η κυβέρνηση της Γεωργίας βοηθούσε οικονομικά.

 

Νά πως περιέγραψε ο σοσιαλεπαναστάτης Τσάικιν, πρόεδρος της Επιτροπής Απελευθέρωσης της Μαύρης Θάλασσας (μιας οργάνωσης που οργάνωσε την εξέγερση των τοπικών αγροτών ενάντια στον Ντενίκιν), την πολιτική της Γεωργίας, σε επίσημο έγγραφο με αποδέκτη τη Γεωργιανή κυβέρνηση:
"Είναι αυταπόδεικτο ότι πράξεις όπως η ελεύθερη αναχώρηση του στρατηγού Ερντέλι από τη Γεωργία, η άφιξη από την Κριμαία στρατηγών του Ντενίκιν με σκοπό τη στρατολογία οι οποίοι δε συνελήφθησαν κατά την άφιξή τους στη Γεωργία, και τέλος η προπαγάνδα και η εκστρατεία στρατολογίας στο Πότι του στρατηγού Νεβαντόφσκυ και άλλων, χωρίς αμφιβολία αποτελούν παραβίαση της ουδετερότητας της Γεωργίας υπέρ του Εθελοντικού Στρατού (των δυνάμεων του Ντενίκιν) και είναι εχθρικές πράξεις προς τις δυνάμεις αυτές που βρισκόντουσαν σε κατάσταση πολέμου με τον Εθελοντικό Στρατό"

 

Αυτές οι γραμμές γράφτηκαν στις 23 Απριλίου 1920, πριν δηλαδή τη μαζική μεταφορά επιλεγμένων οπαδών του Βράγγελ από το Πότι στην Κριμαία. Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Γεωργιανός στρατηγός Μντιβάνι ανέφερε στον επικεφαλής της γαλλικής αποστολής ότι οι γεωργιανές αρχές όχι μόνο δεν εμπόδιζαν την αναχώρηση των αντρών του Ντενίκιν, αλλά έδιναν "τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια, περιλαμβανομένης και οικονομικής βοήθειας προς τους πρόσφυγες, της τάξης των 1.000 έως 15.000 ρουβλίων κατά κεφαλήν". Υπήρχαν συνολικά μεταξύ 25.000 και 30.000 Κοζάκοι και γύρω στις 4.000 εθελοντές του Ντενίκιν στη Γεωργία. Ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς μεταφέρθηκε στην Κριμαία.

 

Η υποστήριξη της Γεωργίας στον Βράγγελ δεν περιορίστηκε σε άντρες, αλλά επεκτάθηκε και στην αποστολή του αναγκαίου στρατιωτικού υλικού. Από τις αρχές του 1919 και μέχρι τη στιγμή της ήττας του Βράγγελ, η Γεωργία τον προμήθευε από τα δικά της αποθέματα με κάρβουνο, πετρέλαιο, βενζίνη γι' αεροπλάνα, κηροζίνη και λιπαντικά. Ακόμη και η συνθήκη με τη Σοβιετική Ρωσία το 1920 δε σταμάτησε αυτές τις δραστηριότητες. Απλά συνέχισαν με μεγαλύτερη μυστικότητα μέσω υποτιθέμενων "ιδιωτών". Στις 8 Ιουλίου το Μπατούμι, που πρακτικά βρισκόταν στα χέρια των Βρετανών, παραδόθηκε στη μενσεβίκικη Γεωργία. Αλλά και ύστερα απ' αυτό, το Μπατούμι συνέχισε να είναι στη διάθεση του Βράγγελ.

 

Η αποστολή μας, μας έστελνε εκείνη την εποχή λεπτομερείς αναφορές για αυτά τα γεγονότα, και οι αναφορές βρίσκονται τώρα μπροστά μας[51]. Τα έγγραφα που βρέθηκαν αργότερα στο Μπατούμι, την Τυφλίδα και την Κριμαία, επιβεβαιώνουν απόλυτα τις αναφορές αυτές, δίνοντας τα ονόματα των σκαφών, τη φύση των φορτίων τους και τα ονόματα των πρακτόρων (για παράδειγμα του γνωστού εύελπι Παραμόνωφ). Τα σημαντικότερα αποσπάσματα από αυτά τα έγγραφα έχουν ήδη δημοσιευτεί, και πρόκειται σύντομα να δημοσιευτούν και άλλα.

 

Θα μπορούσε κανείς να αποπειραθεί να απαντήσει στα παραπάνω ότι η Γεωργία δε βοήθησε τον Βράγγελ με το στρατό της. Αλλά αυτό ούτως η άλλως δεν ήταν σε θέση να το κάνει καθώς η καθαρά μενσεβίκικη εθνοφρουρά δεν ήταν αρκετά ισχυρή, και με το ζόρι μπορούσε να επιβάλλει την τάξη στο εσωτερικό. Όσο για τον εθνικό στρατό, ποτέ δεν αποτελούσε μία πραγματική δύναμη, καθώς τα κακοοργανωμένα αποσπάσματά του ήταν πολιτικά αναξιόπιστα και δεν ήταν σε κατάσταση να πολεμήσουν. Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση της Γεωργίας δεν έκανε για τον Βράγγελ αυτό που αργότερα αποδείχτηκε ανίκανη να κάνει για να υπερασπιστεί τον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή να ρίξει στη μάχη ένοπλα σώματα. Αλλά είναι φανερό ότι η Γεωργία έκανε για τον Βράγγελ οτιδήποτε της ήταν δυνατό να κάνει. Μπορεί κανείς να πει χωρίς υπερβολή, ότι η Γεωργία δημιούργησε το στρατό του Βράγγελ. Αυτές οι 30.000 επιλεγμένοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και μαχόμενοι Κοζάκοι, που μεταφέρθηκαν από τη Γεωργία στην Κριμαία, έκαψαν πίσω τους τα καράβια τους και πούλησαν ακριβά τα τομάρια τους. Χωρίς αυτούς ο Βράγγελ θα είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει την Κριμαία από το καλοκαίρι. Με τη βοήθειά τους, μπόρεσε να συνεχίσει μέχρι το τέλος του χρόνου, και σε κάποιες περιπτώσεις μας κατάφερε πολύ ισχυρά πλήγματα. Η διάλυση του Βράγγελ απαίτησε μεγάλες θυσίες. Πόσες χιλιάδες νέοι εργάτες και αγρότες δεν έπεσαν στην ευρύτερη περιοχή που καταλήγει στον Ισθμό του Περεκόπ;

 

Αν δεν υπήρχε η Γεωργία, δε θα υπήρχε ο στρατός του Βράγγελ. Χωρίς τον Βράγγελ δε θα είχε χρειαστεί να διασπάσουμε τις δυνάμεις μας και ίσως η Πολωνία να μην είχε νικήσει. Ακόμη όμως και αν είχε νικήσει, η συμφωνία της Ρίγας θα ήταν διαφορετική. Σε κάθε περίπτωση δε θα είχαμε υποχρεωθεί να εγκαταλείψουμε εκατομμύρια Ουκρανών και Λευκορώσων αγροτών στους Πολωνούς γαιοκτήμονες.

 

Η Κριμαία για τους Γεωργιανούς μενσεβίκους ήταν ο συνδετικός κρίκος με τους ιμπεριαλιστές της Δύσης - ενάντια στους φανατικούς της Ανατολής. Αυτός ο κρίκος μας κόστισε χιλιάδες ζωές. Αυτό ήταν το τίμημα με το οποίο ο Ζορντάνια εξαγόρασε τη de jure αναγνώριση της ανεξαρτησίας της δημοκρατίας του. Θεωρούμε ότι η τιμή παραήταν ακριβή για τέτοιο σκάρτο εμπόρευμα. Κατά τη διάρκεια του 1920, η Σοβιετική Ομοσπονδία, με το πρόσωπό της στα νοτιο-δυτικά, χτυπούσε στα δυτικά με τη δεξιά γροθιά τον κύριο εχθρό της, την αστική Πολωνία, και με την αριστερή στο Νότο, τον Βράγγελ. Με πλήρη συνείδηση των γεγονότων που αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν είχε κάθε δικαίωμα να δώσει και μια κλωτσιά στο μενσεβίκικο κεφάλι της Γεωργίας; Δεν ήταν αυτή μια νόμιμη πράξη επαναστατικής αυτοάμυνας; Το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση είναι ισοδύναμο με το δικαίωμα να βλάπτεις ατιμώρητα τους γείτονές σου; Αν η Σοβιετική Ρωσία απέφυγε να δώσει το 1920 ένα χτύπημα στη μενσεβίκικη Γεωργία, αυτό δεν οφειλόταν σε καμιά περίπτωση σε οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το αν είχε το δικαίωμα να δώσει ένα τέτοιο χτύπημα στον κακοήθη, ασυμφιλίωτο και ύπουλο εχθρό, αλλά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Δε θέλαμε να διευκολύνουμε το έργο του Μιλλεράν, του Πιλσούντσκι και του Τσώρτσιλ, που προσπαθούσαν να παρασύρουν σε πόλεμο ενάντιά μας τις χώρες των συνόρων μας. Αντίθετα, προσπαθούσαμε να αποδείξουμε σ' αυτές τις τελευταίες ότι, κάτω από ορισμένους όρους θα μπορούσαν να ζήσουν ειρηνικά πλάι στη Σοβιετική Δημοκρατία. Για να κερδίσουμε με το μέρος μας τις μικρές δημοκρατίες, που τις κυβερνούσαν μικροαστοί με χοντρά κρανία, δεχτήκαμε στη διάρκεια αυτών των χρόνων πάνω από μία φορά να κάνουμε τεράστιες παραχωρήσεις και να δείξουμε πολύ μεγάλη επιείκεια. Για να πάρουμε ένα πρόσφατο παράδειγμα, η περιπέτεια της Φιλανδικής αστικής τάξης στην Καρέλια δε μας έδινε κάθε δικαίωμα για μια ένοπλη εισβολή στη Φιλανδία; Ο λόγος που δεν εισβάλαμε, δεν ήταν ότι δεν είχαμε κάθε δικαίωμα να το κάνουμε, αλλά επειδή, από την ίδια τη φύση της πολιτικής μας, καταφεύγουμε στην ένοπλη βία μόνο όταν δε μας απομένει άλλος δρόμος.

Σημειώσεις

[50]: Μπουντιένυ, Σεμέν Μιχαήλοβιτς (1883-1973): Λοχίας του τσαρικού στρατού, μετά την επανάσταση του Φλεβάρη 1917 έγινε μέλος του σοβιέτ του συντάγματός του. Το 1919 προσχώρησε στους μπολσεβίκους. Πολέμησε ενάντια στον Ντενίκιν και τον Βράγγελ επικεφαλής της 1ης στρατιάς ιππικού. Το 1922 διορίστηκε ανώτατος διοικητής του ιππικού του Κόκκινου Στρατού. Υποστηρικτής του Στάλιν από την εποχή του εμφύλιου πολέμου, το 1934 έγινε μέλος της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΣΕ. Συμμετείχε στο στρατοδικείο που οργάνωσε τις εκκαθαρίσεις των στρατηγών. (σ.τ.μ.)

[51]: Σαν παράδειγμα παραθέτουμε από μία από αυτές τις αναφορές, με ημερομηνία 14 Ιουλίου: "Στην αρχή της προηγούμενης βδομάδας τα ακόλουθα σκάφη, γεμάτα πολεμικό υλικό, αναχώρησαν για την Κριμαία: Βοζροσντένιε, Ντόνετς και Κίεβ. Στις 7 έφυγε το Μαργαρίτα με φορτίο πυρομαχικά και οχήματα, το Ζάρκι με σφαίρες και το υποβρύχιο Ούτκα. Σ' αυτά τα οχήματα επέβαιναν πάνω από 2.000 εθελοντές και οι επίσημοι εκπρόσωποι του Εθελοντικού Στρατού, με επικεφαλής το στρατηγό Ντρατσένκο..." (Λ.Τ.)