MIA > ελληνικό τμήμα > έργα του Στρατή Τσίρκα
Δημοσιεύθηκε: Επιθεώρηση Τέχνης, Δεκέμβριος 1963, σελ. 549-565 και 740-742
Πηγή: Μαρξιστική Σκέψη, τόμος 12, σελ. 188-207
Αναδημοσίευση: Η αναδημοσίευση του παρόντος είναι ελεύθερη, με την παράκληση να
γίνεται παραπομπή στο ελληνικό ΜΙΑ, την Επιθεώρηση Τέχνης και τη Μαρξιστική Σκέψη

Ένας τίτλος-φάρος

Μιλώντας ο Καβάφης στα 1930 για τη λογοτεχνία των Ελλήνων της Αιγύπτου, ετόνιζε: «Η εργασία των Αιγυπτιωτών ας σημειωθεί (από αιγυπτιακήν έποψιν) είναι καμωμένη το πλείστον από λογίους όχι περαστικούς από την Αίγυπτον, αλλά μεγαλωμένους και αποκαταστημένους εις αυτήν και μερικούς γεννημένους εις αυτήν· και φυσικά μέρος τουλάχιστον της εργασίας των θα έχει κάτι μέσα της από το αιγυπτιακόν περιβάλλον»(1).

Χωράει μήπως αμφιβολία πως με τους Αιγυπτιώτες λογίους συγκαταριθμούσε τον εαυτό του; Και ότι με «αιγυπτιακόν περιβάλλον» δεν εννοούσε βέβαια μόνο το Φαραωνικό ή το Πτολεμαϊκό ή το Ελληνορωμαϊκό, αλλά και το σύγχρονό του, το «γλυκύ μας Μισίρι;»

Σ’ όποιον γνωρίζει πόσο ακριβολογούσε ο Καβάφης, και διαβάζει σωστά τα κείμενά του, η περικοπή αυτή προσφέρει ένα νήμα που τον βγάζει από το λαβύρινθο της αντιλογίας γύρω από το ρώτημα αν και κατά πόσο η καβαφική ποίηση καθρεφτίζει τη γύρω της σύγχρονη πραγματικότητα. Αλλά τώρα, εκτός από το νήμα, έχουμε και φάρο.

Στο αρχείο του ποιητή, ο κριτικός και άριστος καβαφιστής κ. Γ. Π. Σαββίδης βρήκε αυτόγραφο χρονολογικό πίνακα, όπου ο μεγάλος Αλεξανδρινός κατάγραφε μεθοδικά τον τίτλο κάθε ποιήματος, τη χρονιά και το μήνα της «συνθέσεώς» του(2). Ύστερα από το Σεπτέμβρη του 1907 ο Καβάφης σημειώνει: Ιανουάριος 1908. – «27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.».

Ξέρουμε από τον ίδιο πως στο έργο του, ο τίτλος έχει περισσότερη σημασία απ’ ό,τι γενικώς οι τίτλοι στα ποιήματα. Κάποτε μάλιστα «καταντάει να είναι περίπου η μισή έννοια του ποιήματος»(3). Κι ένας τίτλος όπως ο παραπάνω, που θυμίζει κάπως τους γνωστούς Μέρες του 1903, Μέρες του 1896, Ο ήλιος του απογεύματος κ.ά., τον αμετανόητο κ. Μαλάνο θα τον έκανε ν’ ανακράξει πως τώρα έχουμε όχι μόνο τη χρονιά, έχουμε και τη μέρα, ακόμη και την ώρα που «αμάρτησε» ο εξαίσιος Γέρος. Γιατί ο Καβάφης – μας πληροφορεί ο Αλεξαντρινός κριτικός – «ονειρευόταν διαρκώς – κι αυτό το ήξερε μόνος του – μιαν ελεύθερη ποίηση, όχι όμως για πολιτικές εκδηλώσεις, αλλ’ απλώς για να μπορεί να γράφει ανεμπόδιστα, για το είδος του “έρωτά του”»(4).

Για τους Αιγύπτιους όμως, και όσους γνωρίζουν κάπως την ιστορία της Αιγύπτου, η 27 Ιουνίου 1906 σημαίνει ό,τι περίπου η 3 Μαΐου 1808 για κάθε Ισπανό και η 1 Μάιου 1944 για κάθε Έλληνα: την ομαδική εκτέλεση αθώων ανθρώπων από τον κατακτητή της πατρίδας τους.

Η τραγωδία του Ντενσουάι

Αρχές του Ιουνίου 1906, μια βρετανική μονάδα δραγόνων κατεβαίνει από το Κάιρο προς την Αλεξάντρεια. Όλοι οι αστυνομικοί σταθμοί του Δέλτα έχουν πάρει διαταγές να περιμένουν και ν’ αναφέρουν το πέρασμά της. Στις 13 Ιουνίου οι Άγγλοι στρατοπεδεύουν πάνω στη διώρυγα Μπαγκουρία, κοντά στο χωριό Τάλα, της μουδιρίας (νομός) Μενουφία. Το μεσημέρι, πέντε αξιωματικοί ξεκινούν με τ’ άλογά τους, πιο κάτω οι τέσσερις τα παρατούν κι ανεβαίνουν σ’ αμάξια, κι ύστερα από μερικά μίλια φτάνουν σ’ ένα χωριουδάκι, το Ντενσουάι. Εκεί χωρίζονται σε δυο ομάδες κι αρχίζουν να ντουφεκάνε τα ήμερα περιστέρια που ανατρέφαν οι φελάχοι στους περιστερώνες τους. Όταν έφταναν, ένας γέρος προεστός του χωριού, τους ειδοποίησε με το δραγουμάνο τους, πως και πέρυσι είχαν κατασκοτώσει τα περιστέρια των ανθρώπων κι αυτό είχε κακοφανεί στους φελάχους. Μα οι Εγγλέζοι δεν του δώσανε σημασία. Ύστερα από είκοσι λεπτά βάλανε φωτιά σ’ ένα αλώνι με άχερα και στο γειτονικό σπίτι, και πληγώσανε βαριά μια μάνα με παιδί, την Ομ Μοχάμετ, 26 χρονώ. Τότε τους ρίχτηκαν οι φελάχοι με πλίθους και ρόπαλα (ναμπούτια). Οι Άγγλοι, αμυνόμενοι, ξαναπυροβόλησαν και πλήγωσαν τέσσερις άντρες. Μα οι φελάχοι κατόρθωσαν να τους αφοπλίσουν, οι Άγγλοι τρέξανε ν’ ανεβούνε στ’ αμάξια, οι φελάχοι τους κατεβάσανε και συνέχισαν τον ξυλοδαρμό. Ένας αξιωματικός, που ήταν και γιατρός του τάγματος, ξέφυγε και ρίχτηκε κολυμπώντας στη διώρυγα για να φέρει ενισχύσεις. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι είχαν βρει τ’ άλογά τους και γύρισαν. Ένας μόνο, ο κάπταιν Μπουλ, άντρας 31 χρονώ, παλαίμαχος του πολέμου εναντίον των Μπόερς, πληγωμένος με πέτρα στον κρόταφο, έκανε πεζός όλη την απόσταση μέσα στον καύσωνα του μεσημεριού, με 42 βαθμούς έπαθε ηλίαση, και φτάνοντας στο στρατόπεδο, πέθανε. Ο γιατρός του τάγματος και φίλος του διαπίστωσε την ηλίαση, τη διαπίστωσε και ο Αιγύπτιος κυβερνητικός γιατρός που φέρανε για την άδεια του ενταφιασμού, είκοσι ώρες ύστερα από το θάνατο. Στο μεταξύ, οι Άγγλοι, αποθηριωμένοι, ξεχύθηκαν στο γειτονικό χωριό Σερσένα και σκότωσαν ένα φελάχο συντρίβοντάς του το κρανίο.

Εδώ δίνω το λόγο στον Αιγύπτιο εθνικό ηγέτη Μουστάφα Κάμελ. Μεταφράζω από το άρθρο του «Προς το Αγγλικό Έθνος και τον Πολιτισμένο Κόσμο» που δημοσιεύτηκε στο «Φιγκαρό» του Παρισιού, της 11 Ιουλίου 1906, σημειώνοντας μόνο πως τις πληροφορίες του τις διασταύρωσα με την ειδησεογραφία της «Ετζύπτιαν Γκαζέτ» και με τα επίσημα πραχτικά της δίκης που δημοσίεψε το Φόρεϊν Όφις(5).

«Το Υπουργείο Εσωτερικών, με διαταγή του Άγγλου συμβούλου Μίστερ Μάτσελ, μια βδομάδα πριν από τη δίκη, δημοσίεψε επίσημο ανακοινωθέν, που κατασύντριβε τους υπόδικους κάτω από τις κατηγορίες, και πίεζε ανοιχτά τους δικαστές και την κοινή γνώμη. Μια εφημερίδα της Κατοχής, έσπρωξε την περιφρόνηση της δικαιοσύνης ως το σημείο να δημοσιέψει την είδηση ότι οι αγχόνες είχαν ήδη σταλεί στο Ντενσουάι. Ο λαός τρομοκρατημένος, ρωτιόταν τι λογής απόφαση θ’ ακολουθούσε τέτοια επίδειξη. Και είναι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες που συνέρχεται το δικαστήριο στις 24 Ιουνίου. Αλλά τι δικαστήριο! Ένα έκτακτο που δεν έχει κώδικα, μήτε νόμο, και που οι διαταγές του μπορούν να καταδικάσουν σ’ όποια ποινή φανταστεί ο νους. Ένα δικαστήριο που η πλειοψηφία του ανήκει στους Εγγλέζους και δεν επιτρέπει έφεση, μήτε χάρη! Το διάταγμα που το ίδρυσε στα 1895 – κάτω από την πίεση του Λόρδου Κρόμερ, που δεν ανέχεται από την πλευρά της χεδιβικής διοίκησης την παραμικρή αντίσταση – το διάταγμα αυτό δίνει σ’ όποιον το διαβάζει την εντύπωση πως ο Βρετανικός στρατός – που η Αγγλία του εμπιστεύτηκε την αποστολή να επαναφέρει την τάξη στην Αίγυπτο – βρίσκεται ο ίδιος σ’ αδιάκοπο κίνδυνο και γι’ αυτό χρειάζεται τέτοιο δικαστήριο, ή μάλλον τέτοιο όργανο τρομοκράτησης!

Το δικαστήριο αυτό βάζει τρεις μέρες για να εξετάσει την υπόθεση. Φαίνεται καθαρά πως είναι οι Άγγλοι αξιωματικοί που προκάλεσαν τους φελάχους κυνηγώντας μέσα στις ιδιοκτησίες τους και τραυματίζοντας μια γυναίκα, και πως οι φελάχοι επιτεθήκανε στους Άγγλους γιατί ήτανε λαθροθήρες και όχι γιατί ήτανε Βρετανοί αξιωματικοί. Άγγλοι γιατροί, μεταξύ άλλων κι ο Δρ Μόλαν, ο επίσημος γιατρός των δικαστηρίων, αναγνώρισαν μπροστά στο δικαστήριο πως ο κάπταιν Μπουλ πέθανε από ηλίαση και πως μόνα τους τα τραύματά του δεν θα έφταναν για να προκαλέσουν το θάνατο.

Το δικαστήριο δίνει μόνο τριάντα λεπτά σε πάνω από πενήντα κατηγορούμενους για να κάνουν τις καταθέσεις τους. Αρνείται ν’ ακούσει ένα χωροφύλακα που βεβαιώνει πως οι Άγγλοι αξιωματικοί πυροβόλησαν εναντίον των φελάχων και βασίζει την απόφασή του μόνο στις καταθέσεις των αξιωματικών που προκάλεσαν τη συμπλοκή!

Στις 27 Ιουνίου βγαίνει η απόφαση: Τέσσερις Αιγύπτιοι καταδικάζονται σε απαγχονισμό, δυο σε ισόβια καταναγκαστικά, ένας σε 15 χρόνια καταναγκαστικά, έξι σε επτά χρόνια καταναγκαστικά, τρεις σε φυλάκιση ενός χρόνου και τέλος πέντε σε δημόσια μαστίγωση δίχως φυλακή, ο καθένας τους από πενήντα κουρμπατσιές (μαστίγιο με πέντε λουριά!).

Η απόφαση αυτή όριζε την εκτέλεση για την επαύριο. Έτσι, μόνο δεκαπέντε μέρες είχαν περάσει από τα γεγονότα ως την εκτέλεση!

Στις τέσσερις η ώρα το πρωί, Τετάρτη 27 Ιουνίου, οι τέσσερις θανατοποινίτες και οι οχτώ καταδικασμένοι σε μαστίγωση μεταφέρονται από το Σιμπίν, πρωτεύουσα της επαρχίας της Μενουφία, στο χωριό Σοχαντά, τέσσερα χιλιόμετρα από το Ντενσουάι. Εκεί επί εννέα ώρες, περίμεναν την τρομερή εκδίκηση. Στη μια το απόγευμα της Πέμπτης 28 Ιουνίου τους μεταφέρουν στο Ντενσουάι. Οι Άγγλοι κυβερνήτες θέλησαν να γίνει η εκτέλεση την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος της συμπλοκής»(6).

Το ποίημα

Τώρα καταλαβαίνουμε γιατί έβαλε ο Καβάφης στον τίτλο «27 Ιουνίου» και όχι 28 που γίνηκε η εκτέλεση. Ο ποιητής, από τα 1918, στη διάλεξη του κ. Αλέκου Σεγκόπουλου, μας εξήγησε πως σ’ ορισμένα του ποιήματα, ο τίτλος κάποτε φωτίζει τη στάση του ποιητή δίχως να δεσμεύει την ευθύνη του και κάποτε είναι ένα σχόλιο στα γινόμενα του ποιήματος. Με τον τίτλο αυτόν ο Καβάφης, προφυλαγμένος πίσω από έναν κατ’ επίφαση αντικειμενισμό, καταγγέλλει την απάνθρωπη Απόφαση του Έκτακτου Δικαστηρίου.

Και τώρα το ποίημα. Είναι αυτονόητο πως σε άλλον ανήκε το δικαίωμα και η τιμή ν’ ανακοινώσει αυτό το εντελώς άγνωστο κι αποκαλυπτικό ντοκουμέντο, να σχολιάσει την τραγική δύναμη και την τρομερή ομορφιά του. Γι’ αυτό εκφράζω κι από δω την ευγνωμοσύνη μου τόσο στο φίλο κ. Γ. Π. Σαββίδη, που μου επέτρεψε να μιλήσω πρώτος για ένα δικό του συγκλονιστικό εύρημα, όσο και στον κληρονόμο του ποιητή, κ. Αλέκο Σεγκόπουλο, που πολύ ευγενικά έδωσε την άδεια της ανακοίνωσης.

«27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.»

Σαν το ’φεραν οι Xριστιανοί να το κρεμάσουν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
η μάνα του που στην κρεμάλα εκεί κοντά
σέρνονταν και χτυπιούνταν μες στα χώματα
κάτω απ’ τον μεσημεριανό, τον άγριον ήλιο,
πότε ούρλιαζε, και κραύγαζε σα λύκος, σα θηρίο
και πότε εξαντλημένη η μάρτυσσα μοιρολογούσε
«Δεκαφτά χρόνια μοναχά με τα ’ζησες, παιδί μου».
Κι όταν το ανέβασαν την σκάλα της κρεμάλας
κι επέρασάν το το σκοινί και το ’πνιξαν
το δεκαεφτά χρονώ αθώο παιδί,
κ’ ελεεινά κρεμνιούνταν στο κενόν
με τους σπασμούς της μαύρης του αγωνίας
το εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα,
η μάνα η μάρτυσσα κυλιούντανε στα χώματα
και δεν μοιρολογούσε πια για χρόνια τώρα·
«Δεκαφτά μέρες μοναχά», μοιρολογούσε,
«δεκαφτά μέρες μοναχά σε χάρηκα, παιδί μου».

Κρεμάλες και μαστίγια

Και ιδού πως περιγράφει τις εκτελέσεις ο ειδικός απεσταλμένος του γαλλόφωνου Phare d’ Alexandrie, της Παρασκευής, 29 Ιουνίου 1906(7):

«Βρήκα δίχως κόπο το σύδεντρο όπου οι Άγγλοι αξιωματικοί είχαν συγκεντρωθεί για το τραγικό τους κυνήγι, εκεί που ορθώνεται τώρα η κρεμάλα, περιτριγυρισμένη από τον δήμιο Ασμάουϊ και τους βοηθούς του.

Οι γυναίκες και τα παιδιά των καταδικασμένων μαζεύτηκαν γύρω από την αγχόνη και βγάζουν απειλητικές κραυγές: Για ντα Χιέτι Για Χαμπίμπι Για Χούγια, Για Μπούγια κλπ. (Ω συμφορά μου, ως αγαπημένε μου, ω αδελφέ μου, ω πατέρα μου, κλπ.). Το θέαμα είναι σπαραχτικό. Κοντά στην κρεμάλα τοποθετήθηκαν: ο Μίστερ Μάτσελ, σύμβουλος στο Υπουργείο Εσωτερικών, η Α.Ε. ο Σούκρι Πασάς, μουδίρης (νομάρχης) της Μενουφία, ο Νεγκίμπ Εφέντης, μαμούρης (διοικητής) του Σιμπίν Ελ Κομ, ο Δρ Άλι μπέη Σάουκι, Υγειονομικός επιθεωρητής του Σιμπίν ελ Κομ.

Οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών είχαν καταφθάσει κατά μάζες στον τόπο της εκτέλεσης, όπου οι κατάδικοι οδηγήθηκαν στη 1 και 30΄.

Οι καταδικασμένοι σε θάνατο οδηγήθηκαν κάτω από μια σκηνή. Οι καταδικασμένοι σε μαστίγωση κάτω από μια άλλη, πιο ευρύχωρη.

Στη 1 και 35΄, ο μουδίρης διαβάζει στους κατάδικους, την απόφαση του δικαστηρίου.

Ο δήμιος ζητάει και του παραδίνουν τον Χασάν Μαφχούζ τον πρώτο κατάδικο.

Είναι ένας γέρος 70 με 80 χρονώ μικροκαμωμένος και καχεκτικός, ένας από τους πρόκριτους του χωριού θεωρείται ο υποκινητής της συμπλοκής(8).

Τα παιδιά του βγάζουν σπαρακτικές κραυγές και οι παριστάμενοι, ξεχνώντας τη φρίκη του εγκλήματος που διαπράχθηκε, δακρύζουν από οίκτο γι’ αυτό το γέροντα που ανεβαίνει με σταθερό βήμα τα σκαλιά της κρεμάλας.

Τη στιγμή που ο δήμιος του περνά το σκοινί στο λαιμό, ο κατάδικος με σταθερή φωνή στέλνει την κατάρα του σε μερικές οικογένειες που κατάθεσαν εναντίον του φωνάζοντας: Αλλάχ Γιεχρέμπ μπέτακ για Μοχάμετ Σάντλι (όμδας) ή Γιεχρέμπ μπέτακ για Άλι Μαχφούζ (αρχιφύλακας). Μετάφραση: Ο Θεός να σου ρημάξει το σπίτι ω Μοχάμετ Σάντλι –είναι ο διορισμένος δήμαρχος του χωριού– και ω Άλι Μαχφούζ – ο αρχιφύλακας(9).

Τη στιγμή που σωπαίνει, το έργο της δικαιοσύνης έχει τελειώσει. Οι υγειονομικοί επιθεωρητές διαπιστώνουν το θάνατο.

Ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας φέρνουν το δεύτερο κατάδικο, ένα παλικάρι 25 χρονώ, αδύνατο και με όψη αποχαυνωμένη.

Έδειξε λίγο θάρρος μπρος στο θάνατο.

Ο τρίτος κατάδικος, ο Σάγιεντ Ίσα Σάλεμ, είναι ο πιο νέος.

Είναι γεροφτιαγμένος αλλά στο πρόσωπο μοιάζει με τον κατάδικο που προηγήθηκε. Έδειξε σαφή δείγματα λιποψυχίας και ανέβηκε τα σκαλιά της κρεμάλας τρεκλίζοντας κ’ επαναλαβαίνοντας συνέχεια με χαμηλή φωνή: Άνα μαζλούμ (αδικήθηκα).

Ύστερα από ένα τέταρτο προχωρούσε με θάρρος στην αγχόνη ο Μωχάμετ Νταρουίς, 40 χρονώ, υψηλόκορμος, με φαρδιές πλάτες, με όψη φοβερή.

Πέθανε δίχως να βγάλει λέξη.

Ενώ ο δήμιος εκτελούσε το απαίσιο χρέος του, οι κουρμπατσιές που κατέβαζαν τέσσερις εύρωστοι πυροσβέστες φερμένοι επί τούτου από το Κάιρο, αντηχούσαν υπόκωφα πάνω στη ράχη των άλλων καταδίκων.

Κάτω από κείνη τη σκηνή το θέαμα ήταν φριχτό. Κάποιος Σαΐτ Άλι έπαθε κρίση επιληψίας και τον πήρανε δίχως να υποστεί την ποινή του ενός άλλου, του Σάγιεντ Χαϊράλα, χαρίστηκε ένα μέρος του μαρτυρίου εξαιτίας των γερατιών του.

Άλλοι όμως λιποθύμησαν από τον πόνο των κουρμπατσιών και χρειάστηκε να σταματήσει η μαστίγωση ενός που κόντευε να πεθάνει.

Το μαρτύριο τελείωσε γύρω στις 2 και 30΄. Οι κραυγές των καταδίκων ήταν φριχτές και ο γόος γινόταν ακόμα πιο σπαραχτικός από τα ουρλιάσματα των γυναικών και των παιδιών.

Πολλοί βασανισμένοι, λιπόθυμοι, μισοπεθαμένοι, χρειάστηκε να μεταφερθούν πάνω σε φορεία. Οδηγήθηκαν στον αστυνομικό σταθμό της Σοχαντά, όπου θα τους περιθάλψουν για μερικές μέρες.

Τα πτώματα των τεσσάρων κρεμασμένων δεν αποδόθηκαν στις οικογένειές τους.

Παρ’ όλο το τεράστιο πλήθος και το θλιβερό χαρακτήρα του θεάματος, η τάξη δεν διαταράχτηκε μήτε για μια στιγμή».

Και κοντά στο νου. Οι Άγγλοι είχαν μαντρώσει το χωριό γύρω από τον τόπο της εκτέλεσης με καβαλαρία και πεζικό, σχηματίζοντας ένα τείχος που η περιφέρειά του είχε δυο χιλιόμετρα μήκος.

Για τη λαίλαπα της οργής που ξεσήκωσαν οι εκτελέσεις στην Αίγυπτο, για την αγανάχτηση που τράνταξε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, δε θα πούμε πολλά(10). Στη Βουλή των Κοινοτήτων ακούγονται φωνές αποδοκιμασίας και φρίκης για το έγκλημα. Ο Λόρδος Κρόμερ, ο αδίσταχτος σατράπης της Αιγύπτου, βρίσκεται εκεί και ακούει ατάραχος. Βάζει τον υπουργό των Εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέι να συστήνει στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση ν’ αφήσει τις υποθέσεις της Αιγύπτου σε κείνους που τις χειρίζονται: Ο κίνδυνος του «μουσουλμανικού φανατισμού», τους λέγει, απειλεί τους Άγγλους αλλά και όλους τους Ευρωπαίους! Και τ’ όργανο του Κρόμερ στο Κάιρο, η «Ετζύψιαν Γκαζέτ», «αποσβολώνει» την αντιπολίτευση με σοφίσματα που θυμίζουν… Μαλανική επιχειρηματολογία: «Τι καταλαβαίνουν από τα πράγματα της Αιγύπτου αυτοί εκεί κάτω; Τους συγκίνησαν οι θρήνοι και τα ουρλιαχτά των γυναικών γύρω από την αγχόνη; Δεν ξέρουν όμως οι κύριοι αυτοί πως εδώ, οι ιθαγενείς γυναίκες συνηθίζουν να ουρλιάζουν και να δέρνονται σε κάθε θάνατο;»

Το Ντενσουάι και η λαϊκή μούσα

Αλλά πριν να γυρίσουμε στο ποίημα, αξίζει να κοιτάξουμε μια πλευρά της απήχησης που είχαν τα γεγονότα του Ντενσουάι στο λαό. Σημειώνει ο Μουστάφα Κάμελ: «Αιγύπτιοι ποιητές γράψανε για τις εκτελέσεις στίχους που θα διαιωνίζουν τη θύμηση των σκηνών όπου ο πολιτισμός και η ανθρωπιά υβρίστηκαν με τον πιο εξοργιστικό τρόπο».

Ένας γέροντας παλαιοβιβλιοπώλης, ο Χαγκ Μωχάμετ Ομάρ Χεγκάζι, παλεύοντας με το μνημονικό του, μου απάγγειλε όσες περικοπές θυμόταν από ένα «μαουάλ»(11), που νέος γύρω στα 1917, άκουσε να το τραγουδούν οι λαϊκοί ραψωδοί με συνοδεία «ραμπάμπας» (είδος λύρας με δυο χορδές) μέσα στα καταγώγια και τους κακόφημους οίκους, μακριά πάντως από τ’ αφτιά του καταχτητή και των σπιούνων του. Η προσέγγιση αυτή του αγωνιστικού φολκλόρ της Αιγύπτου με την Καβαφική ποίηση δεν γίνεται αυθαίρετα. Παρακάτω θα δούμε πως έχει το λόγο της. Ένα πάντως είναι σίγουρο απ’ όσα είδαμε ως εδώ: ο Καβάφης δονήθηκε από τη συναισθηματική καταιγίδα που συγκλόνισε τον Αιγυπτιακό λαό και κάθε τίμια συνείδηση, και που σε μερικούς μήνες θα ρίξει τον Κρόμερ, θα πετύχει αμνηστία για τους φυλακισμένους και αναστολή της δίωξης των φυγόδικων.

«ΤΟ ΜΑΟΥΑΛ ΤΟΥ ΝΤΕΝΣΟΥΑΪ»

Τι νέα τώρα με το νόμο του Μουχάφεζ, του τσαούση και του Μπάσα.
Τους φόρτωσε καΐκια ο Κρόμερ για να πολεμήσουνε τον Κάμελ.
Τώρα που τα καθάρματα οι Εγγλέζοι εκπολιτίστηκαν.
Κατέβηκαν στο Ντενσουάι και δεν αφήσαν άνθρωπο.
Κρεμάσαν όσους κρέμασαν τους ρέστους τους μαστίγωσαν.
Κι άλλους οι Χριστιανοί τους πήραν, στις φυλακές τους ρίξανε.
………………………………………………………………………
Τη μέρα που κρεμούσαν το Ζαχράν η μοίρα του ήταν απαίσια.
Και στην ταράτσα η μάνα του κλαίει με τ’ αδέλφια του.
Έλεγε: Τούτου ο κύρης και στην κρεμάλα του παραστάθηκε.

Όταν ο Μουστάφα Κάμελ έλεγε για Αιγύπτιους ποιητές, θα είχε πιθανώς υπ’ όψη του έργα της λόγιας παράδοσης και όχι τέτοια «μαουάλ». Είδα τυπωμένα δυο λογοτεχνικά έργα για το Ντενσουάι(12) που και τα δυο τελειώνουν με τους λόγιους στίχους που έγραψε για την περίσταση ο ποιητής Χάφεζ Ιμπραήμ. Γι’ αυτόν τον ποιητή ο Καβάφης έτρεφε κάποια εκτίμηση τον τοποθετούσε ύστερα από τον Χαλίλ Μουτράν αλλά πριν από τον Άχμετ Σάουκι(13). Να είχε αυτό κάποια σχέση με την τραγωδία του Ντενσουάι; Πρόβλημα. Αν ωστόσο το ποίημα του Καβάφη χρωστάει κάτι στην Αιγυπτιακή ποίηση, αυτή δεν μπορεί να είναι παρά η λαϊκή του μαουάλ, γιατί τα λόγια ποιήματα για το Ντενσουάι είναι τόσο συμβατικά, που αμφιβάλλω αν τραβήξανε την προσοχή του ποιητή – ακόμα περισσότερο που δεν καταλάβαινε την καθαρεύουσά τους.

Ο πρώτος στίχος του μαουάλ αναφέρεται στο καθεστώς του Λόρδου Κρόμερ με την αποκεντρωτική εξουσία των Μουχάζεφ (Διοικητών) των χωροφυλάκων και των διαφόρων bach (αρχιφύλακα, επιθεωρητή, γιατρού, μηχανικού, κτλ). Ο δεύτερος στίχος θέλει να πει πως η πορεία των Βρετανών δραγόνων, που συνοδεύονταν και από καΐκια στη διώρυγα, ήταν τμήμα γενικότερης εκστρατείας εναντίον του εθνικού κινήματος του Μουστάφα Κάμελ.

Ο Ζαχράν της επομένης στροφής είναι ο τέταρτος κρεμασμένος, ολόκληρο τ’ όνομά του ήταν Μοχάμετ Νταρουίς Ζαχράν – το εξακρίβωσα από τα πρακτικά της δίκης. Μέσα στο σπίτι του βρήκαν θαμμένα δυο από τα ντουφέκια των Άγγλων. Και ήταν φυσικό, αυτό το γεγονός, και η παλικαριά του μπρος στο θάνατο, να εμπνεύσουν περισσότερο τη λαϊκή μούσα.

Ο κρεμασμένος του Καβάφη είναι ο δεύτερος. Τ’ όνομά του που δεν αναφέρεται στην ανταπόκριση του Phare d’Alexandrie, σημειώνεται με μολύβι κάτω στη δεξιά γωνία του αυτόγραφου όπως φαίνεται και στη φωτοτυπία: Ιούσεφ Χουσέιν Σελίμ. Στο κατηγορητήριο αναφερόταν δέκατος τέταρτος και ακριβώς όπως τον γράφει ο Καβάφης. Όταν λέμε δέκατος τέταρτος πρέπει να έχουμε υπόψη πως αυτό, στη δίκη, εκφραζόταν μ’ ένα χαρτόνι κρεμασμένο στο λαιμό των κατηγορουμένων και με αριθμούς από το 1 ως το 52 γραμμένους πάνω, για να μπορούν οι μάρτυρες κατηγορίας, και κυρίως οι Άγγλοι αξιωματικοί, ν’ αναγνωρίζουν τους ενόχους. Το πράμα ήταν απλό: διάβαζαν τα μεταφρασμένα πραχτικά της ανάκρισης, βρίσκαν τον αριθμό στο κατηγορητήριο, σήκωναν τα μάτια και δείχναν αυτόν που… τους χτύπησε! Αλλά έγινε μια μπερδεψιά: Κάμποση ώρα ύστερα που κατέθεσαν οι πρώτοι μάρτυρες, ανακαλύφτηκε πως οι αριθμοί των χαρτονιών δεν αντιστοιχούσαν στα πρόσωπα που ανέφερνε το κατηγορητήριο. Έγινε διακοπή μισής ώρας και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους, δίχως όμως να εξετασθούν από την αρχή οι μάρτυρες που είχαν ήδη καταθέσει! Το μπέρδεμα των αριθμών και η διακοπή αναφέρονται στα επίσημα πραχτικά, τα διάβασα και στην «Ετζύψιαν Γκαζέτ» της 25 Ιουνίου 1906. Δεν ξέρω γιατί τα παρέλειψε ο Μουστάφα Κάμελ στο άρθρο του. Εν πάση περιπτώσει, όταν ο Καβάφης γράφει δυο φορές για τον Ιούσεφ Χουσέιν Σελίμ πως ήταν αθώος –αθώοι ήταν όλοι ανεξαιρέτως οι Μάρτυρες του Ντενσουάι– ξέρει καλά τι λέει. Γιατί από την προσεχτική ανάγνωση των πρακτικών βγαίνει το συμπέρασμα πως το μόνο έγκλημα του ήρωα του Καβάφη ήταν ότι χούφτιασε την κάννη του εγγλέζικου τουφεκιού που πλήγωσε το θείο του και την παράτησε μόνο όταν φέραν τον αρχιφύλακα να παραλάβει το όπλο. Ν’ αναφέρεται το «αθώος», στην αποχαύνωση ή και στην ηλιθιότητα του κατάδικου που υποβάλλει με την περιγραφή του ο ανταποκριτής του «Φάρου»; Μπορεί. Μήτε στιγμή δε φεύγει από τον νου μου πως το κύριο πρόσωπο του ποιήματος είναι η μάνα του Ιούσεφ που σπαρταράει και ουρλιάζει, εκεί στα πόδια της κρεμάλας. Επιμένω σ’ αυτές τις λεπτομέρειες ωστόσο, για να φανεί πόσο προσεχτικά μετέφερνε ο Καβάφης τις περιστάσεις μέσα στο ποίημα, αφαιρώντας και συμπυκνώνοντας τα δεδομένα που συγκέντρωνε από τις εφημερίδες, δίχως όμως να προδίδει την ουσία της πραγματικότητας.

Αλλά ήταν πράγματι δεκαεφτά χρονώ ο Ιούσεφ Χουσέιν Σελίμ; Ο «Φάρος» τον βγάζει εικοσιπέντε χρονώ, ενώ τα πρακτικά λένε μόνο εικοσιδυό. Είναι γνωστό εντούτοις πως δύσκολα μαθαίνεις από αναλφάβητο την πραγματική ηλικία του, και στην ανάκριση, όπως και στη δίκη, οι πρακτικογράφοι σημείωναν ό,τι τους έλεγε ο ερωτώμενος. Έτσι, για μια γριά που απάντησε πως ήταν πέντε χρονώ, γράψαν δίπλα ένα «sic» και ξοφλήσανε! Κατ’ αναλογίαν, πάντως, τα επίσημα πρακτικά και ο «Φάρος» συμφωνούν στην ηλικία του τρίτου κρεμασμένου: Είκοσι χρονώ βγάζουν τα πρακτικά τον Σάγιεντ Ίσσα Σάλεμ και ο «Φάρος» λέει πως είναι πιο νέος από τον προηγούμενο. Να βρήκε από άλλη πηγή την πραγματική ηλικία του Ιούσεφ ο Καβάφης; Να τη δανείστηκε από την «Ετζύψιαν Γκαζέτ» (25 Ιουνίου) που έλεγε πως ανάμεσα στους κατηγορούμενους υπήρχαν και παιδιά 17 ως 19 χρονώ; Τείνω μάλλον να πιστέψω πως τα δεκαεφτά χρόνια ο ποιητής τα επινόησε, όχι τόσο για να κάνει πιο απαίσιο το έγκλημα των Άγγλων, όσο για να μειώσει στο ελάχιστο το ερωτικό στοιχείο, που αυτόματα ανακαλεί η ευαισθησία του όταν πρόκειται για εφήβους, και να συγκεντρώσει το βάρος του ποιήματος στο σπαραγμό της «μάνας της μάρτυσσας». Είναι γνωστό, το βλέπουμε από το έργο του ποιητή, αλλά τον άκουσα και να το λέει, πως στην πραγματική ζωή, τον ενδιέφεραν οι έφηβοι από δεκαεννιά χρονώ και πάνω: «Στα δεκάξι, στα δεκαεφτά, το μυαλό τους δεν έχει πήξει ακόμη· μυρίζουν, όπως λένε, γαλατάκι»(14).

Δεν πρέπει να μας ξεστρατίσει λοιπόν ο ένας στίχος για το «εφηβικόν ωραία καμωμένο σώμα», που με τη λάμψη του ο ποιητής πετυχαίνει εκείνο που διδάχθηκε μελετώντας τον Σαίξπηρ: το ρίγος της μεγάλης ποίησης με την απότομη εναλλαγή του φριχτού και του ωραίου.

Αυτά τα λίγα σαν απάντηση σ’ ενδεχόμενες σοφιστείες των οπαδών της «ψυχολογίας της αβύσσου». Άλλωστε, αποστομωτική απάντηση σε κάθε παρερμηνεία αυτού του ποιήματος, έδωσε προκαταβολικά ο ίδιος ο Καβάφης. Στα χαρτιά του άφησε μια πρώτη μορφή του πρώτου στίχου, έτσι όπως ανάβρυσε από μέσα του σαν κραυγή θυμού ή φρίκης, κάθε άλλο παρά ερωτική. Αντί

Σαν τόφεραν οι Χριστιανοί να το κρεμάσουν έλεγε:

Όταν οι Εγγλέζοι έφεραν για να κρεμάσουν.

Τελεία και παύλα, επομένως.

Με ποιους ήταν λοιπόν;

Εγγλέζοι και Χριστιανοί καταγγέλλονται πότε έτσι και πότε αλλιώς, τόσο στο λαϊκό «μαουάλ» όσο και στο Καβαφικό ποίημα. Είναι γεγονός ωστόσο, πως στο στόμα του λαϊκού ραψωδού, το «Χριστιανοί» δεν το φέρνει ο «μουσουλμανικός φανατισμός» που προφασιζόταν ο τύραννος Κρόμερ· λέγεται με τη σημασία του «Ευρωπαίοι» ή πιο σωστά του «υπήκοοι των Διομολογιούχων Δυνάμεων» που εκμεταλλεύονταν τότε, μαζί με τους καταχτητές, τον Αιγύπτιο φελάχο. Ήξερε αυτό το μαουάλ ο Καβάφης; Θυμήθηκε χαρακτηριστικές του λέξεις όταν έπιασε να γράψει το ποίημα; Και γιατί όχι; Από τη λαϊκή παροιμία που έβαλε για επιγραφή στο «Λόγος και Σιγή» και από τη συμπαθητική του στάση απέναντι στο «μογάννι», το λαϊκό δηλαδή τραγουδιστή, του «Σαμ ελ Νεσίμ» (ποιήματα και τα δυο του 1892), καταλαβαίνουμε πως από νωρίς αφουγκραζόταν με προσοχή τα φανερώματα του αιγυπτιακού φολκλόρ.

Μπορεί ωστόσο το «Χριστιανοί» να το έβαλε για να διαχωρίσει τη θέση του και έμμεσα να καταγγείλει την καθόλου χριστιανική συμπεριφορά των Εγγλέζων καθώς και τη δουλοπρέπεια ορισμένων δικών μας. Γιατί υπήρξαν και Έλληνες που επιδοκιμάσανε τις εκτελέσεις. Γράφει ο ανταποκριτής του Αλεξανδρινού «Ταχυδρόμου» από το Κάιρο, για τη δίκη που ετοιμαζόταν στα βιαστικά: «… Η απόφασις θα εκδοθεί και θα εκτελεσθεί αυθημερόν, θ’ αποτελέσει δ’ αυτή γεγονός εκ του οποίου ο ιθαγενής της Αιγύπτου όχλος θα διδαχθεί ότι εκείνοι οίτινες τον περιέβαλον δια τόσων συνταγματικών ελευθεριών, έχουν και το δικαίωμα να εφαρμόζουν πάντα νόμον μετά της μεγαλυτέρας αυστηρότητος οσάκις παρουσιάζεται ανάγκη»(15). Κι αφού κάνει ένα υπαινιγμό για δολοφονίες φιλήσυχων Ελλήνων στην ίδια περιφέρεια, αναγγέλλει πως ετοιμάζεται νομοσχέδιο που θα επιβάλλει πρόστιμο από 5 ή 6 λίρες κατά κεφαλή κατοίκου στους φελάχους των χωριών (οι άντρες κέρδιζαν τότε με δυσκολία τις 3 λίρες το χρόνο τους) «δια παν έγκλημα και εν γένει δια πάσαν άλλην ποινικήν πράξιν, εν περιπτώσει καθ’ ην δεν θα καθίστατο δυνατή η σύλληψις των δραστών». Και καταλήγει με τ’ ακόλουθα που μας θυμίζουν άξαφνα πως ένας και ο ίδιος ήταν ο δυνάστης τότε στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και πως οι μέθοδες των χιτλερικών αντιποίνων είναι πολύ παλιές: «Παρόμοιον μέτρον εφήρμοσεν από ετών η Αγγλική Κυβέρνησις εν Κύπρω, από της εφαρμογής δ’ αυτού σπανιότατα κακοποιός ή κακούργος διέφυγε την τιμωρίαν του νόμου, τα δε εγκλήματα έκτοτε ηλαττώθησαν εις τοιούτον βαθμόν, ώστε τα κακουργιοδικεία της νήσου να μην έχουν σχεδόν υποθέσεις επί των οποίων να ασχοληθούν». Σε τέτοια εθελοδουλία είχε οδηγηθεί ο παροικιακός τύπος, ύστερα από την υποταγή των εμποροτραπεζιτών ταγών της Κοινότητας στα κελεύσματα του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.

Μαζί μ’ αυτούς τους «πολύτιμους υπηρέτας» της κατοχής μοχθεί να κατατάξει ο κ. Μαλάνος και τον Καβάφη. «Θα τον αδικούσαμε», λέει, «και μόνον αν τον φανταζόμαστε εναντίον των Άγγλων, όπως και θα τον μειώναμε πάλι, αν τον θεωρούσαμε απλώς φίλαγγλο. Υπήρξε κάτι περισσότερο»(16). Και παρακάτω: «Αν πράγματι, λοιπόν, ενδιαφερόταν (ο Καβάφης) και για τον πολιτικό (φιλελευθερισμό) τόσο πολύ, όσο για τον σεξουαλικό, ποιος θα τον εμπόδιζε να μας το εμπιστευθεί, έστω και μετά θάνατο;»(17)

Αλλά ποιος άλλος από τον ίδιο τον… «πατριάρχη της καβαφικής κριτικής» που κι όταν επιτέλους αναγκάστηκε να διαβάσει δυο άρθρα του Καβάφη για τα «Ελγίνεια Μάρμαρα» και το άλλο για το «Κυπριακόν Ζήτημα», πάλι με φτηνές σοφιστείες πάσχισε να διαστρεβλώσει το νόημα των πρώτων, ενώ πονηρότατα «αγνόησε» το δεύτερο; Για κάθε αντικειμενικό άνθρωπο, η έκφραση της πολιτικής ελευθεροφροσύνης του Καβάφη βγαίνει σαφέστατα και μόνο μέσα από τα ποιήματά του – τα δημοσιευμένα όσο ζούσε. Για τον κ. Μαλάνο όμως, που δεν έπαψε να τον συκοφαντεί ως «συνήγορο της αγγλικής πολιτικής» και «υπέρ της αποικιοκρατικής πολιτικής» η καταπελτική απάντηση που του δίνει ο Καβάφης με το 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ., δεν είναι καθόλου περιττή – «έστω και μετά θάνατο»! Θα ’λεγε κανείς πως από τα 1908 πρόβλεπε ο ποιητής πως κάποια μέρα θα χρησίμευε το ποίημά του και γι’ αυτό το φύλαξε. Όπως με βεβαιώνει ο κ. Γ. Π. Σαββίδης, το ποίημα, καθαρογραμμένο βρέθηκε μαζί με άλλα, που δεν ήταν για άμεση δημοσίευση, αλλά και δεν έπρεπε να καταστραφούν.

Γιατί δεν δημοσιεύτηκε

Οι καθαρά καταγραμμένες χρονολογίες του πραγματικού γεγονότος (27 Ιουνίου 1906) και της συνθέσεως του ποιήματος (Ιανουάριος 1908) μας υποχρεώνουν να ξανακοιτάξουμε κριτικά το λόγο του Καβάφη, πως τάχα το παρόν δεν τον εμπνέει ή πως τα ζωηρότερα γεγονότα δεν τον εμπνέουν αμέσως αλλά χρειάζεται πρώτα να περάσει καιρός(18). Ο κ. Μαλάνος σκόπιμα διαλέγει τα παραδείγματά του όλα από τα «ηδονικά» ποιήματα του Καβάφη για ν’ αποδείξει πως η απόσταση μεταξύ γεγονότος και εμπνεύσεως κυμαίνεται από 15 έως 32 χρόνια(19). Αλλά σ’ εκείνα ο ποιητής δεν κάνει παρά να ξαναζεί με τη μνήμη ερωτικές εμπειρίες δικές του ή άλλων, πάντως νεανικές. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τα ποιήματά του –τα προ του 1911 τουλάχιστον– που αναφέρονται σε πολιτικά ή παροικιακά γεγονότα. Στο Περιμένοντας τους βαρβάρους αίφνης, το γεγονός (η μάχη του Όμντουρμαν, 2 Σεπτεμβρίου 1898) απέχει μόλις τέσσερις μήνες από τη σύνθεση του ποιήματος (Δεκέμβριος 1898)(20). Στο 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ. η απόσταση είναι μεγαλύτερη: δεκαοχτώ μήνες όχι όμως και τόση που ν’ απαγορεύει στο ποίημα τον χαρακτηρισμό του «περιστασιακού», με την έννοια, βέβαια, που έδινε στον όρο «περιστάσεις» ο Γκαίτε ή δίνει στις circostances ο Αραγκόν και όχι όπως τις αντιλαμβάνεται κανείς με τα ποιήματα του Ματσούκα ή έστω του Γεώργιου Σουρή.

Δεν χρειάζεται νομίζω ν’ αναλυθούν οι λόγοι που εμπόδισαν τον Καβάφη να το δημοσιέψει· είναι καταφάνεροι. Η θηριωδία του ιμπεριαλισμού καταγγέλνεται εκεί μέσα τόσο παραστατικά, που ακόμη κ’ ύστερα από το 1922, που παραιτήθηκε από την υπηρεσία των Αρδεύσεων, ο ποιητής κινδύνευε να χάσει τη δημιουργική γαλήνη του, βάζοντας στη ράχη κι άλλους διαβόλους, πολλά κατεστημένα συμφέροντα, εκτός από τους νεαρούς θιασώτες του Αποστολακισμού και της άρνησης, εκτός από τους σεμνότυφους ιατροφιλόσοφους κι όλο το συρφετό που φαρμάκωνε την καθημερινή του ζωή μέσα στην πάντοτε αγγλοκρατούμενη Αλεξάντρεια των μπαμπακάδων και των κρεμμυδέμπορων.

Μένει όμως ν’ απαντήσουμε στο ερώτημα μήπως τον εμπόδισαν και λόγοι αισθητικοί. Μ’ άλλα λόγια, το θεωρούσε τελειωμένο ποίημα; Ειλικρινά, δυσκολεύομαι ν’ απαντήσω. Όταν το πρωτοδιάβασα ένιωσα το ρίγος της πραγματικής ποίησης να μου σκληραίνει την επιδερμίδα. Μαζί με τα φοβερά ουρλιάσματα της «μάρτυσσας μάνας» διάβασα τη γνώριμη, την άφωνη καβαφική οιμωγή. Όχι για κάποια συμφορά μεγάλη κι αναπότρεπτη όπως στα Τείχη, στους Τρώες, στο Διακοπή, στο Σοφοί δε προσιόντων, στο Θεόδοτο, στο Τελειωμένα, αλλά σα διαμαρτυρία, σαν καταγγελία της ύβρης και σαν απελπισμένο κάλεσμα για βοήθεια. Προσπάθησα να κοιτάξω το ποίημα ψυχρά, με ακαδημαϊκή απόσπαση. Πάλι βρήκα πως τα στοιχεία του, δυνατά κ’ εκφραστικά, ισορροπούσαν τέλεια κι όλο δενόταν κι ανάσαινε, αυτόνομο, αγέραστο καλλιτέχνημα.

Δεν αποκλείεται, αν υπήρχαν δυνατότητες δημοσίευσης, να του έκαμνε μικρές αλλαγές, προπαντός περί το τέλος, για να δέσει πιο επιγραμματικά την κεντρική σκέψη του έργου, που ήταν κι ο μόνιμος προβληματισμός του ποιητή: το θέμα του καιρού που φεύγει, του υποκειμενικού και του αντικειμενικού χρόνου. «Ο καιρός είμαστε εμείς οι ίδιοι, δεν έχει δρέπανο, δεν έχει δόντια» σημείωνε σχολιάζοντας Ράσκιν γύρω στα 1893. Την ίδια εποχή έγραφε το Κεριά κι αργότερα το Ένας Γέρος, το Μονοτονία, το Ψυχές των Γερόντων. Στο 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ. η μάνα του Γιούσεφ Χουσέιν Σελίμ, κάτω από τη φριχτή δοκιμασία, χάνει την αίσθηση του καιρού, και πιστεύει πως όχι δεκαεφτά χρόνια, αλλά μόνο δεκαεφτά μέρες χάρηκε το παιδί της. Αυτή η ραγδαία συστολή του υποκειμενικού χρόνου, κάτω από δυνατή συγκίνηση πόνου ή χαράς, όπως και το αντίθετο, η διαστολή του κάτω από μια κουραστική και ανιαρή εργασία, είναι γνωστή σ’ όλες τις λογοτεχνίες, αλλά συνηθίζεται πολύ στο αιγυπτιακό φολκλόρ. Ίσως ο Καβάφης συνειδητά να την μεταχειρίστηκε για να δώσει καλύτερη την ψυχολογία της αιγυπτίας μάνας. Άλλοτε, οι αγρότες προλετάριοι της Αιγύπτου είχαν ένα τραγούδι της δουλειάς που το λέγανε όταν τους αγγάρευαν για να σκάψουνε κανάλια ή να χτίσουνε προχώματα. Ο κορυφαίος, στο επίμονο ερώτημα του χορού: «Πόσες νύχτες, πόσες μέρες» (Καμ λέλα ου καμ γιομ) στην αρχή αποκρινόταν: «Σιτίν λέλα, σιτίν γιομ» (Εξήντα νύχτες, εξήντα μέρες) κι απότομα, όταν το τσούρμο κουραζόταν, αυτός, εκφράζοντας το συσσωρευμένο αίσθημα του κάματου, διασκέλιζε τον καιρό: «Σιτίν σάνα, σαμπαΐν γιομ» (Εξήντα χρόνια, εβδομήντα μέρες) τους φώναζε κι ο χορός ανεβάζοντας τον τόνο, αλλά στον ίδιο ρυθμό, ξαναρωτούσε: «Καμ λέλα ου καμ γιομ;»…

Η λαϊκή παράδοση

Βέβαια, η φελάχα του Ντενσουάι είναι η πρώτη «μάρτυσσα» μέσα στην Καβαφική πολιτεία, χωρίς να είναι όμως και η μόνη χαροκαμμένη μητέρα. Πριν απ’ αυτή έρχεται η μάνα του Αχιλλέα:

Κ’ η Θέτις ξέσχιζε τα πορφυρά της ρούχα,

κ’ έβγαζεν από πάνω της και ξεπετούσε

στο χώμα τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια.

(«Απιστία»)

Ύστερα από 22 χρόνια 14 από το ποίημα του Ντενσουάι

Οδύρεται και κλαίει η Πρώτη Πριγκηπέσσα·

η μάνα του η πιο μεγάλη Εβρέσσα.

Οδύρεται και κλαίει η Aλεξάνδρα για την συμφορά.–

Μα σαν βρεθεί μονάχη της αλλάζει ο καϋμός της.

Βογγά φρενιάζει βρίζει καταριέται.

Πώς την εγέλασαν! Πώς την φενάκισαν!

Πώς επί τέλους έγινε ο σκοπός των!

Το ρήμαξαν το σπίτι των Aσαμωναίων.

(«Αριστόβουλος»)

Η ελληνίδα θεά, η εβραία Αρχόντισσα και η αραπίνα φελάχα εκφράζουν την οδύνη τους με δάκρυα και φωνές, με βίαιες ή δραματικές χειρονομίες. Αλλά κάτω από την καταθλιπτική ομοιομορφία ενός αιώνιου πάθους, πόσο ανθρώπινα, δηλαδή λεπτά διαφοροποιημένη, δίνεται από τον ποιητή, η συμπεριφορά της κάθε μάνας. Η θαλασσόθρεφτη θεά «ρώτησε τι έκαμνε ο σοφός Απόλλων,/ πού γύριζεν ο ποιητής που στα τραπέζια/ έξοχα ομιλεί, πού γύριζε ο προφήτης». Θυμάται την υπόσχεση που αθέτησε ένας θεός, και μέσα στην οδύνη της βρίσκει τη δύναμη να τον ελέγξει σαν ίση του, και να σαρκάσει. Η φιλόδοξη, η πιο μεγάλη Εβρέσσα «βογγά φρενιάζει βρίζει καταριέται». Θρηνεί το θρόνο του Ισραήλ που χάνεται πια για το γένος των Ασαμωναίων. Μόνο η αιγύπτια μάνα, ή ο σύγχρονος λεηλατημένος άνθρωπος, δεν εγκαλεί, μήτε βρίζει, αλλά ουρλιάζει σα λύκος, κυλιέται στα χώματα και μοιρολογάει. Σώμα, νους και ψυχή της πονούν για το ίδιο πράγμα, «το πιο τίμιο»: τα νιάτα του Σελήμ. Κάνει δηλαδή αυτό που ακριβώς δεν έκανε η μάνα του Κίτσου, του δημοτικού μας τραγουδιού. Και είναι άξιο προσοχής ότι ο Καβάφης, γράφοντας στα 1908 για τη μάνα του Ντενσουάι, γνώριζε δίχως αμφιβολία το δημοτικό για τη γραικιά μάνα του Κλέφτη. Στο μελέτημά του «Εκλογαί από τα τραγούδια του Ελληνικού λαού, υπό Ν. Γ. Πολίτου», που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Ζωή», (τόμ. ΙΧ, 3-4, Ιούλ-Δεκέμ. 1914, σελ. 322-333) έγραφε:

«Του Κίτσου είναι γνωστό τραγούδι και πολλές και πολύ διαδεδομένες οι νεότερες διασκευές του. Οσάκις το διαβάζω με κρατεί για λίγο ο αφελής διάλογος μεταξύ της μάνας που κλαίει τα χαμένα τ’ άρματα, τα τσαπράζια, και τα κουμπιά, και του αγανακτισμένου υιού που την αποπαίρνει.

Τον Κίτσο τόνε πιάσανε και πάν να τον κρεμάσουν,

……………………………………………………..

κι’ ολοξοπίσω πάγαινε νη δόλια του η μαννούλα.

«- Κίτσο μου, που είναι τάρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,

τοις πέντε αράδαις τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;

- Μάννα λωλή, μάννα τρελλή, μάννα ξεμυαλισμένη,

μάννα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,

μόν’ κλαις τάρημα τάρματα, τάρημα τα τσαπράζια;»

Το μελέτημα για τις «Εκλογές του Ν. Γ. Πολίτη, καθώς και η κατά κάποιον τρόπο συμπλήρωσή του για τα «Καρπαθιακά δημοτικά άσματα. Συλλεγέντα υπό Μ. Γ. Μιχαηλίδου», που δημοσιεύτηκε στα «Γράμματα» – 1917 (τόμ. 4, Ιούν.-Οκτ. 1917, σελ. 344-349), δείχνουν πόσο μεθοδικά εξρευνούσε ο Καβάφης τη δημοτική παράδοση και μαζί πόσο τον τραβούσε η γοητεία της. Στο πρώτο μελέτημα υπάρχει μια διαφωτιστικότατη ομολογία του:

«Απ’ όλη μας τη δημοτική ποίηση τα μοιρολόγια μ’ ελκύουν πιότερο. Στην συγκίνησή των αφήνομαι, κ’ η υπερβολή του θρήνου των είναι έτσι όπως την ζητεί η ψυχή μου· στον θάνατον εμπρός τέτοιον καημό θέλω».

Γι’ αυτό και οι αντίλαλοι από το δημοτικό μοιρολόι, που ακούγονται καθαρά μέσ’ από τους στίχους του 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ., δεν απομονώνουν αυτό το ποίημα από τον κορμό του Καβαφικού έργου, αλλά τουναντίον μας οδηγούν σε νέα και χεροπιαστά τεκμήρια της πλευράς εκείνης του ποιητή που ήταν και έμενε πολύ ευαίσθητη στη λαϊκή παράδοση. Άλλο ζήτημα είναι αν συστηματικά την κρατούσε στη σκιά, για λόγους θελημένης πρωτοτυπίας ίσως, ή και σαν αντίδραση στην καταχρηστική της εκμετάλλευση από τους ποιητές της άλλης Σχολής.

Οι καταβολές του λαϊκού μαουάλ και του δημοτικού τραγουδιού διασταυρώνονται μέσα σε τούτο το ποίημα σε τρόπο που τα ηθογραφικά και περιστασιακά του στοιχεία «ανεπαισθήτως» ν’ αποχτούν μια πανανθρώπινη καθολικότητα. Ανεπαισθήτως, όχι τυχαία βέβαια, αλλά χάρη στη θαυμαστή διεργασία της ποιητικής του Καβάφη.

Τρίτο στοιχείο που πολιτογραφεί το ποίημα στο χώρο της λαϊκής παράδοσης, είναι η μορφή της Παναγίας. Η «μάρτυσσα μάνα» δέρνεται μπρος στην αγχόνη, όπως αιώνες τώρα δέρνεται μπρος στον Εσταυρωμένο η μάνα του Χριστού. Γράφοντας ο Καβάφης για την «Ποίηση του κ. Στρατήγη» στον «Τηλέγραφο» της Αλεξάνδρειας, στις 2/14 Ιανουαρίου 1893, έβρισκε πως από τα ποιήματά του «το επιτυχέστερον κατ’ εμέ είναι “Στο εικονοστάσι”. Είναι ποιητικότατος άμα και οικογενειακός ύμνος προς την Παναγίαν, “της γης και τ’ ουρανού κυρά”. Εντός αυτού ευρίσκω ως απήχησιν της ρεμβώδους και μυστικής ευλαβείας ην τρέφει ο Ελληνικός λαός προς την Μητέρα του Χριστού – αίσθημα, όπερ τον κάμνει να ατενίζει προς την σεπτήν αυτής εικόνα ως προς μέγα σύμβολον της παρηγορίας· αίσθημα όπερ (παρά τας φλυαρίας των επιπολαίων) ανυψεί, και ενδυναμεί, και τιμά αυτόν αίσθημα όπερ ο ευφραδέστερος των μεταγενεστέρων μας ιστορικών, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με σέβας και συγκίνησιν ύμνησεν εν αμιμήτω σελίδι».

Ύστερα από τρία χρόνια, δηλαδή στα 1896, θα γράψει το Δέησις. Εκεί συναντούμε την τέταρτη (χρονολογικά πρώτη) χαροκαμένη μάνα της ποίησής του –όμως «ανήξερη αυτή– να προσεύχεται μπρος στην εικόνα της Παναγίας, που «ακούει σοβαρή και λυπημένη».

Για όλους αυτούς του λόγους πιστεύω πως η μάνα του Σελίμ δεν κυκλοφορεί μέσα στην Καβαφική πολιτεία σαν άγνωστη και ξένη – και πως μόνο λόγοι σκοπιμότητας εμπόδισαν τον ποιητή να δώσει στη δημοσιότητα το 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ.

Κι αν χρειαζόμαστε γι’ αυτό ακόμη μια απόδειξη, πάλι στο Αρχείο του Καβάφη τη βρίσκουμε. Το ποίημα που έγραψε αμέσως μετά από το 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ., επιγράφεται «Κρυμμένα» και έμεινε κρυμμένο πενήντα πέντε ολόκληρα χρόνια – από τον Απρίλιο του 1908 ως το Νοέμβριο του 1963, που το ανακοίνωσε ο κ. Γ. Π. Σαββίδης στο τεύχος της «Νέας Εστίας» το αφιερωμένο στον Καβάφη. Εκεί ο ποιητής μας παραγγέλνει να μη ζητήσουμε να βρούμε ποιος ήταν απ’ όσα έκαμε και είπε, γιατί ένα εμπόδιο τον σταματούσε πολλές φορές που θέλησε να μιλήσει. Αν θέτε να δείτε ποιος πραγματικά ήμουν, μας λέει, θα με βρείτε στα γραψίματά του τα πιο σκεπασμένα, στις πράξεις μου τις πιο απαρατήρητες. Και τελειώνει με τη βεβαιότητα πως στην «τελειωτέρα κοινωνία» που θα έρθει, ίσως και να μη χρειαστεί να ψάξουμε ποιος ήταν. Κάποιος άλλος, φτιαγμένος σαν και κείνον, ελεύθερα θα μιλήσει και θα πράξει.

Το ποίημα πάντως, και στη μορφή που βρέθηκε, αξίζει να πάρει θέση στις ανθο- λογίες της αγωνιστικής ποίησης όλων των καιρών κι όλων των τόπων. Και δεν αδικώ νομίζω κανένα, αν πω πως η Μάνα του Χριστού του Βάρναλη κι ο Επιτάφιος του Ρίτσου, είχαν από τα 1908, μέσα στα χαρτιά του Καβάφη, έναν ισάξιό τους προάγγελο.

Το δεύτερο μέρος της τραγωδίας

Αλλά το 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ. δεν είναι το μόνο ντοκουμέντο που αποδείχνει αποστομωτικά την άμεση απήχηση της αιγυπτιακής πραγματικότητας μέσα στην ποίηση του Καβάφη. Τι θα φανερώσει η δημοσίευση ολόκληρου του αρχείου του δεν ξέρουμε. Θα την περιμένουμε όμως μ’ εμπιστοσύνη, τώρα που την ανέλαβε ο κ. Γ. Π. Σαββίδης. Πάντως, δημοσιευμένο, υπάρχει κι άλλο καβαφικό αυτόγραφο, που αναφέρεται στο δεύτερο μέρος της τραγωδίας του Ντενσουάι.

Στις 20 Φεβρουαρίου 1910, ένας αιγύπτιος νέος, ο Ιμπραήμ ελ Ουαρντάνι, φαρμακοποιός σπουδασμένος και στο εξωτερικό, και μέλος, ίσως, του Εθνικιστικού Κόμματος, δολοφονεί τον πρωθυπουργό της Αιγύπτου Μπούτρος Γάλυ πασά. Στο δικαστήριο, αφού ομολογήσει την πράξη του και πει πως δεν είχε συνεργάτες, εξηγάει γιατί το έκαμε. Ο Μπούτρος Γάλυ ήταν πιο αγγλόφιλος κι από τους Άγγλους τους ίδιους. Αυτό αποδείχνεται, είπε:

1. Από την αγγλοαιγυπτιακή σύμβαση για το Σουδάν που υπόγραψε με το Λόρδο Κρόμερ στα 1899.

2. Από την υπόθεση του Ντενσουάι στα 1906, όπου ήταν πρόεδρος του Έκτακτου Δικαστηρίου.

3. Από τις διαπραγματεύσεις για την παράταση του προνομίου της Εταιρίας της διώρυγας του Σουέζ για σαράντα χρόνια ακόμη, δηλαδή ως τα 1998. Αυτό, όπως απόδειξε μια επιτροπή της Αιγυπτιακής Συνέλευσης, ισοδυναμούσε με ένα δώρο 241 εκατομμυρίων λιρών προς την Εταιρία – και τη διαιώνιση της Κατοχής.

Ο Ουαρντάνι καταδικάστηκε σε θάνατο και, παρά την κινητοποίηση των πατριωτών για να μετριαστεί η ποινή του, παρ’ όλο που ο Μουφτής αρνήθηκε να επικυρώσει με «φέτουα» την καταδίκη, στις 28 Ιουνίου εκτελέστηκε κρυφά.

Ο δολοφονημένος, στα γεγονότα του Ντενσουάι ήταν όχι μόνο πρόεδρος του Εκτάκτου Δικαστηρίου, αλλά και Υπουργός κι αυτόν βάλαν οι Άγγλοι –αντικαθιστώντας τον Υπουργό Δικαιοσύνης– να υπογράψει το διάταγμα που όριζε τη σύνθεση του παράνομου εκείνου Δικαστηρίου. Άλλη «σύμπτωση»: Πρόεδρος του Δικαστηρίου για τον Ουαρντάνι διορίστηκε ένας από τους δικαστές της υπόθεσης Ντενσουάι, ο Μίστερ Μποντ. Έτσι θα δίκαζε μια πράξη που τα κίνητρά της ξεκινούσαν από την απόφαση που είχε βγάλει ο ίδιος στα 1906 σε συνεργασία με το σκοτωμένο. Ο συνήγορος του Ουαρντάνι, Χελμπάουι μπέη, έφερε αυτό ακριβώς το επιχείρημα για να ζητήσει την αντικατάσταση του Μίστερ Μποντ, αλλά η αίτησή του απορρίφτηκε. Τρίτη «σύμπτωση»: Αυτός ο συνήγορος του Ουαρντάνι δεν ήταν άλλος από το δημόσιο κατήγορο της δίκης του Ντενσουάι. Τότε, αν και ανήκε ήδη στο Εθνικιστικό Κόμμα, παρασύρθηκε από τους Εγγλέζους κ’ έπαιξε το παιγνίδι τους, ζητώντας αυστηρότατες ποινές για τους κατηγορούμενους. Η κοινή γνώμη ξεσηκώθηκε τότε εναντίον του και τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Τώρα για να ξεπλύνει εκείνο το σφάλμα του αναλάμβανε με πάθος την υπεράσπιση του νεαρού πατριώτη. Στο τέλος της αγόρευσής του στράφηκε προς τον Ουαρντάνι και του έδωσε την ευλογία του. Αν και η δίκη γινόταν «κεκλεισμένων των θυρών», η αγόρευση του Χελμπάουι τυπώθηκε αμέσως σε χιλιάδες αντίτυπα και κυκλοφόρησε πλατιά. Αξίζει να διαβάσουμε το τέλος της. «Πήγαινε προς τον θάνατό σου με γενναία καρδιά και σταθερό βήμα. Γιατί ο θάνατος μπορεί να σε βρει αύριο αν όχι σήμερα και δεν τον αποφεύγει κανείς. Πήγαινε, παιδί μου, πήγαινε προς τον Θεό σου, που κρατάει τη ζυγαριά της ύψιστης δικαιοσύνης ελεύθερη από τις αναγκαιότητες της εποχής και των περιστάσεων. Πήγαινε, οι καρδιές μας θα είναι μαζί σου, τα μάτια μας θα κλαίνε πάντα για σένα. Πήγαινε, η θανατική καταδίκη σου, βγαλμένη από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, μπορεί ν’ αποδειχτεί περισσότερο κι απ’ τη ζωή σου ένα μεγάλο μάθημα για το λαό σου και την πατρίδα σου. Πήγαινε. Αν οι άνθρωποι δεν σε λυπούνται, ο θείος οίκτος είναι ακαταμέτρητος. Χαίρε, παιδί μου, χαίρε, χαίρε»(21).

Στα 1948 κυκλοφόρησε το βιβλίο του κ. Μιχ. Περίδη για τον Καβάφη κ’ εκεί μέσα διαβάζαμε:

«Ο Καβάφης παρακολούθησε τη δίκη με μεγάλο ενδιαφέρον. Μάζεψε τις εφημερίδες που ανέγραφαν τα πρακτικά της, τις έκαμε μια δέσμη, μέσα στην οποία έβαλε και το εξής σχόλιο, γραμμένο ελληνικά: “Εις τον Ουαρδάνη ο Αιγυπτιακός λαός έδειξε συμπάθεια· το άτομο συμπονών, όχι –τουλάχιστον όσον αποβλέπει την ανεπτυγμένη μερίδα– την πράξιν εγκρίνων. Ένα όργανο του Ιταλικού εν Αιγύπτω τύπου επίσης έγραψε συσταίνοντας να δειχθεί επιείκεια.

Μια αναφορά έγινε, φαίνεται, προς τον Χεδίβην, δια χάριν. Ο κ. Στάνη, Ιταλός, εις τον οποίον –δεν γνωρίζω ακριβώς πώς και γιατί– η αναφορά περιήλθε, είπεν ότι την έστειλε, αλλ’ αφαίρεσεν απ’ αυτήν πολλές υπογραφές τη αιτήσει των υπογραψάντων.

Το βέβαιον είναι ότι δεν φαίνεται να έγινε δραστηρία ενέργεια προς επίτευξιν αναφοράς επιβλητικής. Για ν’ αποκτηθεί τέτοια αναφορά επιβλητική θα ήτον ανάγκη να διοργανωθούν επιτροπές, συνάζοντας υπογραφές, σε όλες τις κυριότερες πόλεις της Αιγύπτου.

Μετά την θανάτωσιν του δυστυχούς νέου, η [sic] εκδηλώσεις της συμπαθείας των Αιγυπτίων ήσαν πολλές. Ποιήματα εγράφησαν επαινώντας τον, οι φοιτηταί διαφόρων ανωτέρων σχολών εφόρεσαν μαύρες κραβάτες για θλίψι, και συναθροίσεις περί τον τάφον του εγένοντο κ’ εκεί συγκινημένα λόγια ειπώθησαν και χέρια φιλικά έφεραν άνθη ωραία”»(22).

Σχολιάζοντας, δέκα χρόνια ύστερα από τον κ. Πιερίδη, αυτό το αποκαλυπτικό ντοκουμέντο του «άλλου Καβάφη», διατύπωνα την άποψη πως η δέσμη των εφημερίδων και το αυτόγραφο σημείωμα αποτελούσαν το υλικό ενός ποιήματος που δεν γράφτηκε. Και συμπλήρωνα: «Με τέτοιο υλικό από την καθημερινή πραγματικότητα φοδράριζε, ως τα 1910 τουλάχιστο, τα μεστότερα ποιήματά του. Είναι η ρεαλιστική σιδεροδεσιά της σύνθεσης, είναι η εγγύηση της ειλικρίνειας και της αλήθειας του έργου»(23).

Η ανακάλυψη του 27 Ιουνίου 1906, 2 μ.μ., ενισχύει την άποψή μου. Αλλά το σπουδαιότερο είναι πως αποδείχνει τόσο την πραγματική στάση του Καβάφη απέναντι στην Αγγλική Κατοχή, όσο και το σταθερό ενδιαφέρον της ποίησής του για την άμεση πραγματικότητα της Αιγύπτου.

Κατά μια βάσιμη πληροφορία, ο Καβάφης, βρέφος, είχε αιγυπτία τροφό. Όταν μάλιστα οι γονείς του πήγαν για ταξίδι αναψυχής στη Γαλλία, πήραν μαζί και την παραμάνα, γιατί το μωρό θήλαζε ακόμα. Αυτή στάθηκε η πρώτη επίσκεψη του ποιητή στο Παρίσι, άγνωστη ως τώρα στους βιογράφους του.

Σ’ ολόκληρη τη ζωή του ο Καβάφης έμεινε πιστός στην Αίγυπτο, στο λαό και τη γη της, στο γάλα που βύζαξε. Αν η πρώτη υπεύθυνη πράξη του όταν ενηλικιώνεται είναι ν’ αποκηρύξει την προστασία των καταχτητών της Αιγύπτου και να «επιστρέψει» στην ελληνική ιθαγένεια, μια από τις τελευταίες του ήταν κ’ η προσπάθειά του να επιτύχει την προσέγγιση των Αιγυπτίων και των Ελλήνων συγγραφέων.

«Ας ελπίσουμε, έγραφε, ν’ αναλάβουν αραβομαθείς Έλληνες της Αιγύπτου να γνωρίσουν στον ελληνικόν κόσμο την σύγχρονην αραβική λογοτεχνία της Αιγύπτου, τουλάχιστον στις κύριες γραμμές της»(24).

Πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε. Όμως δεν έγιναν τόσα και τόσα. Εκείνος, βέβαια, όπως μπορούσε, όσο μπορούσε κι όποτε μπορούσε κάτι έκανε. Εκείνος τα τροφεία του, τ’ ανταπέδιδε.

scroll-up

Σημειώσεις
1. Από το φυλλάδιο «Ερωτούν – Απαντούν», έκδοση «Γράμματα», Αλεξάνδρεια, 1930, σελ. 24. Τα λόγια του Καβάφη είναι χρονολογημένα: Αλεξάνδρεια, 30.11.1930.
2. Γ. Π. Σαββίδης: «Οι πέντε πρώτες εκδόσεις ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη», περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», αριθ. 104, Αύγουστος 1963, σ. 132-145. Και του ίδιου, εισαγωγικό σημείωμα στην ανακοίνωση του ανέκδοτου «Κρυμμένα», περ. «Νέα Εστία», ΛΖ΄, 74, 872, 1 Νοεμβρίου 1963, σελ. 1531.
3. Αλέκος Σεγκόπουλος: «Διάλεξις περί του ποιητικού έργου του Κ. Π. Καβάφη», Αλεξάνδρεια, 1918, σελ. 8.
4. Στο λίβελλο «Ο Καβάφης του κεφαλαίου Τ», Αλεξάνδρεια, 1959, σελ. 93.
5. Further Paper respecting the Attack of British Officers at Denshawai (Egypt No4, 1906) in 4o, London, 1906.
Βρίσκεται στη Δημαρχιακή Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, αριθ. 1143 Β.
6. Madame Juliette Adam: “L’Angleterre on Egypte”, Paris, 1922, σελ. 15-19, υπογραμμίσεις δικές μου.
7. Ιδρυτής του ήταν ο Δρ Χαϊκάλης Πασάς, Ζακύνθιος. Αντιπολιτευόταν την Αγγλική Κατοχή. Υπάρχουν ενδείξεις πως με την εφημερίδα αυτή ο Καβάφης είχε άλλοτε κάποιο δεσμό.
8. Είναι αυτός που συνάντησε τους αξιωματικούς και τους συμβούλεψε να μη χτυπήσουν τα περιστέρια μέσα στο χωριό.
9. Ο Μουστάφα Κάμελ, στο άρθρο του, έγραφε πως καταράστηκε τους τυράννους.
10. Βλ. συμπληρωματικά: Στρατής Τσίρκας: «Ο Καβάφης και η εποχή του», Κέδρος, 1958, σελ. 342.
11. Το «μαουάλ», αν κατάλαβα σωστά, αντιστοιχεί στις δικές μας λαϊκές «ρίμες». Αποτελείται συνήθως από εξάστιχες στροφές που ομοιοκαταληκτούν: αααβαβ, όπως αυτό του Ντενσουάι στην πρώτη του στροφή ή και διαφορετικά: ααββαβ. Για το λαϊκό στοιχείο της πολιτείας στην ποίηση του Καβάφη, πρώτος, νομίζω, μίλησε ο Γιώργος Σεφέρης («Δοκιμές», 1962, σελ. 358).
12. α) Μαχμούτ Τάχερ Χάκι, «Ιστορία της κόρης του Ντενσουάι», Χρονικό, 94 σελίδες, σε μικρό σχήμα, πρωτοδημοσιεύτηκε στην αραβική εφημερίδα «Μινμπάρ». Ο πρόλογος έχει χρονολογία 15 Ιουλίου 1906. β) Χασάν Μάρεϊ, «Ιστορία του κυνηγιού των περιστεριών», θεατρικό έργο, επίκαιρο, ιστορικό, πολιτικό, σε τέσσερις πράξεις. Σελίδες 47 σε μικρό σχήμα. Πρωτοδημοσιεύτηκε στη μηνιαία επιθεώρηση «Αλ Σαχάιφ αλ Σαχρία».
13. Ευτυχία Ν. Ζελίτα, «Ο κ. Καβάφης έλεγε…», περ. «Ταχυδρόμος», Αθήνα, 27 Απριλίου 1963, σελ. 21 και 37.
14. Οι έφηβοι του έργου του που υπήρξαν και ιστορικά πρόσωπα, ο Καισαρίων, ο Οροφέρνης και ο Αριστόβουλος, ανήκουν στην ποιητική περιοχή της αιώνιας νεότητας. Όπως γράφει και ο ίδιος για τον πρώτο:
Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.

Δεν αποκλείεται ο Καβάφης να επηρεάστηκε από την ακόλουθη περικοπή του Μαχάφι, που αποτελεί, για την αντίληψή μου, και την πιθανότερη πηγή του ποιήματος αυτού: «Ο Καισαρίων είναι μια μορφή από κείνες που ευχαρίστως θα μαθαίναμε περισσότερα, μα που η ιστορία κρατάει γι’ αυτές μια πείσμονα σιωπή. (…) Είχε φτάσει σε μια ηλικία που πολλοί της δυναστείας του όχι μόνο είχαν καθίσει σε θρόνο, αλλά και οδηγήσανε στρατιές, κάμανε παιδιά, και πήρανε μέρος σε συμβούλια του κράτους. Κι όμως μήτε μια λέξη δεν υπάρχει για την όψη του, για τις συνήθειές του, για τ’ αρραβωνιάσματά του με κάποια πριγκίπισσα. Ο Δίων μόνο μας λέει, πως ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, επιστρέφοντας την τελευταία φορά στην Αλεξάντρεια, ανακήρυξαν, ο μεν Αντώνιος το μεγαλύτερο γιο του τον Άντυλλο, η δε Κλεοπάτρα το μεγαλύτερό της τον Καισαρίωνα, εφήβους για να τους θεωρεί το πλήθος άντρες ικανούς να κυβερνήσουν, αν κάποιο δυστύχημα απομάκραινε τους γονείς τους. Αυτό, προσθέτει, ήταν η αιτία της θανάτωσης και των δυο τους από τον Οκτάβιο» (J. P. Mahaffy, A history of Egypt under the Ptolemaic Dynasty, Methuen and Co., London, 1899, σελ. 252).
15. Εφ. «Ταχυδρόμος», Αλεξάνδρεια, Παρασκευή 9/22 Ιουνίου 1906. Για τούτη την εφημερίδα έγραφα στο βιβλίο μου (Κέδρος 1958, σελ. 173) πως ύστερα από το 1891 «θα καταντήσει ο απολογητής και το φερέφωνο της αγγλικής πολιτικής» φράση που δεν ξέρω γιατί δυσαρέστησε το φιλελληνισμό του κ. Μαλάνου. Την τιμή της παροικιακής δημοσιογραφίας στην υπόθεση του Ντενσουάι έσωσε ο «Τηλέγραφος» που έκανε μια έξυπνη και προσεχτική κριτική της συμπεριφοράς των Εγγλέζων, στην ίδια περίπου αντιπολιτευτική γραμμή με το «Phare d’ Alexandrie». Μερικά δείγματα: Στο φύλλο της 23 Ιουνίου 1906, αρ. 7824, δημοσιεύει το διάταγμα περί σχηματισμού του Δικαστηρίου «… καθ’ ην εις αξιωματικός, ο λοχ. Μπουλ, εφονεύθη, και δύο άλλοι αξιωματικοί, ο Ταγματάρχης Πεν Κόφιν και ο υπολοχαγός Σμίθουικ, ετραυματίσθησαν σοβαρώς, διατάτομεν… κλπ.». Και σχολιάζει από κάτω: «Του ανωτέρω αναφερόμενου υπολοχαγού Σμίθουικ το πάθημα είναι ότι εθραύσθη η ρις αυτού». 26 Ιουνίου: «Η Δίκη». «… 52 κατηγορούμενοι… εν οις νέοι 18 έως 19 ετών και γέροντες». 28 Ιουνίου: «Ούτοι θα θανατωθώσι σήμερον ώρα 2 μ.μ. εν Δενσουάι… Είναι οπωσούν παράδοξον τέσσαρες άνθρωποι να θανατωθώσι δια τον φόνον ενός ανθρώπου και τούτου αποθανόντος εξ ηλιάσεως. Η προμελέτη και η πρόθεσις του φόνου δεν δύναται να υποστηριχθεί αφού οι κατηγορούμενοι έχοντες τους ανθρώπους εις την εξουσίαν των όλως απροστατεύτους δεν τους εφόνευσαν βασανίζοντες αυτούς επί τόσας ώρας… Κακώς αι υποθέσεις του είδους τούτου υπήχθησαν εις έκτακτον δικαστήριον… Έχομεν μεγαλυτέραν υπόληψιν υπέρ των τακτικών δικαστηρίων». 6 Ιουλίου: στο Μεξ στα περίχωρα της Αλεξάντρειας ένας Άγγλος στρατιώτης τσακώθηκε μ’ ένα γαϊδουριάρη που του άνοιξε τη μύτη. Κι ο «Τηλέγραφος» σοβαρά: «Ούτω θα έχομεν και εδώ έκτακτον δικαστήριον ίσως δε και την αγχόνην». 13 Ιουλίου: «Εν απόρρητον της προξενικής μας υπηρεσίας εκοινοποιήθει τας ημέρας ταύτας, προς δικαιολόγησιν των εκτελέσεων του Δενσουάι. Εξ εκθέσεως των Ελλήνων Προξένων, λέγει η κοινολόγησις, αναφέρουσιν ότι υπήρχεν εν τω εσωτερικώ πολύς εναντίον των Ευρωπαίων ερεθισμός, ο οποίος έπαυσεν εκ της εντυπώσεως των εκτελέσεων. Τινές εκ των ομογενών κρίνουσιν ότι η ανακοίνωσις αύτη επηρεάζει τας προς τους ιθαγενείς αγαθάς σχέσεις και τα συμφέροντα των εν τω εσωτερικώ Ελλήνων». Ας υπενθυμίσω με την ευκαιρία πως στον «Τηλέγραφο» ο Καβάφης συνεργαζόταν από νωρίς. Έξι τουλάχιστον άρθρα του γνωρίζουμε δημοσιευμένα στην εφημερίδα αυτή των πρωτοκλασάτων από το 1891 ως τα 1893.
16. Στον ίδιο λίβελλο, όπ. παρ., σελ. 70.
17. Στον ίδιο λίβελλο, σελ. 74.
18. Γ. Λεχωνίτη, «Καβαφικά αυτοσχόλια», Αλεξάνδρεια, 1942, σελ. 21. Αλλά και βλ. πως αντιμετωπίζω το θέμα στο βιβλίο μου (Κέδρος, 1958, σελ. 19, 449, κ.ά.) και προπαντός τον έμπειρο λόγο του Γιώργου Σεφέρη: «Το παρόν δεν μοι εμπνέει» είναι μια κουβέντα, και χρειάζονται πολλές διακρίσεις για να μη μας παρασύρει σε αυθαιρεσίες», «Δοκιμές», 1962, σελ. 360.
19. Στον ίδιο λίβελλο, σελ. 126.
20. Στρ. Τσίρκας: «Πότε γράφτηκε το Περιμένοντας τους βαρβάρους», περ. «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, αριθ. 101, Μάιος 1963, σελ. 414-419.
21. Theodore Rothstein, Egypt’s Ruin etc. London, 1910, p. 361.
22. Μιχ. Περίδης: «Ο βίος και το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη», Ίκαρος, Αθήνα, (1948), σελ. 95-96. Όπως του συμβαίνει και αλλού, ο κ. Περίδης ανακοινώνει με αβλεψίες. Ο κ. Γ. Π. Σαββίδης είχε την καλοσύνη να κάμει την παραβολή με το Καβαφικό αυτόγραφο, που βρήκε στο αρχείο. Δεκαπέντε διαφορές, προπαντός στην ορθογραφία και στη στίξη. Η πιο σοβαρή παράλειψη: ο Καβάφης χρονολογεί το σημείωμά του: «Ιούλιος 1910».
23. Στρατής Τσίρκας: «Ο Καβάφης και η εποχή του», Κέδρος, Αθήνα, 1958, σελ. 346.
24. Όπου και η υποσημείωση 1.