MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Έργα> Η ηθική τους και η ηθική μας> Μέρος B΄



Λεόν Τρότσκι

Η ηθική τους και η ηθική μας

Μέρος B΄


Προηγούμενο: Μέρος A΄
Επόμενο: Οι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο Μαρξισμό

Η­θι­κή και Ε­πα­νά­στα­ση

Α­νά­με­σα στους φι­λε­λεύ­θε­ρους και τους ρι­ζο­σπά­στες δεν εί­ναι λί­γοι ε­κεί­νοι που έ­χουν α­φο­μοιώ­σει τις μέ­θο­δες της υ­λι­στι­κής ερ­μη­νεί­ας των γε­γο­νό­των και που θε­ω­ρούν τον ε­αυ­τό τους μαρξιστή. Αυ­τό, ω­στό­σο, δεν τους ε­μπο­δί­ζει να μέ­νουν α­στοί δη­μο­σιο­γρά­φοι, κα­θη­γη­τές ή πολιτικοί. Δεν μπο­ρεί, βέ­βαια, να δια­νο­η­θεί κα­νείς έ­ναν μπολ­σε­βί­κο χω­ρίς την υ­λι­στι­κή μέ­θο­δο και στη σφαί­ρα ε­πί­σης της ηθικής. Μα αυ­τή η μέ­θο­δος του χρη­σι­μεύ­ει ό­χι α­πλά για την ερ­μη­νεί­α των γε­γο­νό­των, αλλά για την οι­κο­δό­μη­ση ε­νός ε­πα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος του προ­λε­τα­ριά­του. Και εί­ναι α­δύ­να­το να φέ­ρει σε πέ­ρας αυ­τό το κα­θή­κον δί­χως την πλή­ρη α­νε­ξαρ­τη­σί­α α­πό την μπουρ­ζουα­ζί­α και την η­θι­κή της. Ω­στό­σο, η α­στι­κή κοι­νή γνώ­μη βα­σι­λεύ­ει α­κό­μα και σή­με­ρα πα­ντο­δύ­να­μη στο ε­πί­ση­μο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, α­πό τον Γουίλιαμ Γκριν στις Ε­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, τον Λε­όν Μπλουμ και τον Μο­ρίς Το­ρέζ στη Γαλ­λί­α, μέ­χρι τον Γκάρ­θια Ό­λι­βερ στην Ι­σπα­νί­α. Στο γε­γο­νός αυ­τό ο α­ντι­δρα­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας της τω­ρι­νής πε­ριό­δου φτά­νει στην ο­ξύ­τε­ρή του έκ­φρα­ση.

Έ­νας ε­πα­να­στά­της μαρ­ξι­στής δεν μπο­ρεί να προ­σεγ­γί­σει την ι­στο­ρι­κή του α­πο­στο­λή δί­χως νά Άχει ξε­κό­ψει η­θι­κά α­πό την α­στι­κή κοι­νή γνώ­μη και τους πρά­κτο­ρές της μέ­σα στο προλετα­ριάτο. ΓιΆ αυ­τό χρειά­ζε­ται έ­να η­θι­κό θάρ­ρος δια­φο­ρε­τι­κού δια­με­τρή­μα­τος α­πό ε­κεί­νο που α­παι­τεί­ται για νΆ α­νοί­γεις διά­πλα­τα το στό­μα σου στις συ­γκε­ντρώ­σεις και να φω­νά­ζεις: «Κά­τω ο Χί­τλερ! Κά­τω ο Φράν­κο!». Και είναι αυ­τή α­κρι­βώς η α­πο­φα­σι­στι­κή, ο­λο­κλη­ρω­τι­κή στην έ­κτα­σή της, και ά­κα­μπτη ρή­ξη των μπολ­σε­βί­κων με τη συ­ντη­ρη­τι­κή η­θι­κή φι­λο­σο­φί­α ό­χι μό­νο της με­γά­λης, αλ­λά και της μι­κρο­μπουρ­ζουα­ζί­ας που τρο­μο­κρα­τεί θα­νά­σι­μα τους δη­μο­κρά­τες φρα­σε­ο­κό­πους, τους προ­φή­τες των σα­λο­νιών και τους ή­ρω­ες των πα­ρα­σκη­νί­ων. ΑπΆ αυ­τό α­πορ­ρέ­ουν οι μομ­φές τους για τον «α­μο­ρα­λι­σμό» των μπολσεβίκων.

Το ότι ταυτίζουν την αστική ηθική με την ηθική «γενικά», αυτό κάλλιστα μπορεί να επα­ληθευ­τεί αν ρίξουμε μια ματιά στην άκρα αρι­στερή πτέρυγα των μικροαστών και συγκεκρι­μένα στα κε­ντριστικά κόμματα του λεγόμενου Γραφείου του Λονδίνου. Μια που η οργάνωση αυτή «αναγνωρί­ζει» το πρό­γραμμα της προλε­ταριακής επανά­στασης, οι διαφωνίες μας μαζί της φαίνονται, από πρώτη ματιά, σαν δευτερεύου­σες. Στην πραγματικότητα, η «ανα­γνώρισή» τους είναι χωρίς αξία, γιατί δεν τους δεσμεύει σε τίπο­τε. «Αναγνωρίζουν» την προ­λεταριακή επα­νάσταση όπως ανα­γνώρι­ζαν οι καντιανοί την κατηγορική προ­σταγή, δη­λαδή σαν μια ιερή αρχή που όμως είναι ανε­φάρ­μο­στη στην καθημε­ρινή ζωή. Στη σφαίρα της πρακτικής πολιτι­κής, ενώνονται με τους χειρότε­ρους εχθρούς της επανάστασης (τους ρεφορμιστές και τους σταλινικούς) στον αγώνα ενάντιά μας. Όλη τους η σκέψη εί­ναι διαποτι­σμένη από δι­πλοπρο­σωπία και ψευτιά. Αν οι κεντρι­στές, κατά γε­νικό κα­νόνα, δεν έχουν φτάσει στο σημείο να κά­νουν εγκλήματα, είναι γιατί μένουν πά­ντοτε στο περιθώριο της πο­λιτι­κής: είναι, για να το πούμε έτσι, οι πορ­τοφολάδες της ιστο­ρίας. ΓιΆ αυτό το λόγο πιστεύ­ουν πως η αποστολή τους είναι να αναγεν­νήσουν το εργατικό κίνημα με μια και­νού­ρια ηθική.

Στην ά­κρα α­ρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα της «α­ρι­στε­ρής» αυ­τής α­δελ­φό­τη­τας στέ­κε­ται μια μι­κρή και πο­λι­τι­κά ε­ντε­λώς α­σή­μα­ντη ο­μά­δα γερ­μα­νών ε­μι­γκρέ­δων που βγά­ζουν την ε­φη­με­ρί­δα «Ο Νέ­ος Δρό­μος». Ας σκύ­ψου­με κι ας α­φου­γκρα­στού­με τους «ε­πα­να­στά­τες» αυ­τούς κα­τή­γο­ρους του μπολ­σε­βί­κι­κου αμοραλισμού. ΣΆ έ­ναν τό­νο δι­φο­ρού­με­νου ψευ­το­έ­παι­νου, «Ο Νέ­ος Δρό­μος» δη­λώ­νει ό­τι οι μπολ­σε­βί­κοι ξε­χω­ρί­ζουν α­πό τα άλ­λα κόμ­μα­τα για­τί δεν εί­ναι υ­πο­κρι­τές –δια­κη­ρύσ­σουν α­νοι­κτά αυ­τό που οι άλ­λοι ε­φαρ­μό­ζουν α­θό­ρυ­βα στην πρά­ξη, δη­λα­δή την αρ­χή «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα». Αλ­λά σύμ­φω­να με τις πε­ποι­θή­σεις του «Νέ­ου Δρό­μου», μια τέ­τοια «α­στι­κή» αρ­χή εί­ναι α­συμ­βί­βα­στη με έ­να «υ­γιές σο­σια­λι­στι­κό κί­νη­μα». «Το ψέ­μα και άλ­λα χει­ρό­τε­ρα δεν εί­ναι μέ­σα που ε­πι­τρέ­πο­νται στον α­γώ­να, ό­πως ο Λέ­νιν τα θε­ω­ρού­σε α­κό­μα». Η λέ­ξη «α­κό­μα» ση­μαί­νει προ­φα­νώς πως ο Λέ­νιν δεν τα κα­τά­φε­ρε να κα­τα­νι­κή­σει τις αυ­τα­πά­τες του μό­νο και μό­νο για­τί δεν πρό­λα­βε να ζή­σει ως την α­να­κά­λυ­ψη αυ­τή του «Νέ­ου Δρό­μου».

Στη φόρ­μου­λα «το ψέ­μα και άλ­λα χει­ρό­τε­ρα», το «χει­ρό­τε­ρα» ση­μαί­νει προ­φα­νώς τη βί­α, το φό­νο κλπ., μια που, κά­τω α­πό τις ί­διες συν­θή­κες, η βί­α εί­ναι χει­ρό­τε­ρη α­πό το ψέ­μα –και ο φό­νος η α­κρό­τα­τη μορ­φή βί­ας. Έ­τσι, φτά­νου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι το ψέ­μα, η βί­α και ο φό­νος εί­ναι α­συμ­βί­βα­στα με έ­να «υ­γιές σο­σια­λι­στι­κό κί­νη­μα». Ποια εί­ναι, ό­μως, η σχέ­ση μας με την ε­πα­νάστα­ση; Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος εί­ναι η πιο ά­γρια μορ­φή πο­λέ­μου. Και εί­ναι α­δια­νό­η­τος ό­χι μο­νά­χα χω­ρίς βί­α ε­νά­ντια σε τρί­τα πρό­σω­πα, αλ­λά, με τη σύγ­χρο­νη τε­χνι­κή, και χω­ρίς το σκο­τω­μό γε­ρό­ντων και γυ­ναικόπαιδων­. Χρειά­ζε­ται να υ­πεν­θυ­μί­σου­με την Ι­σπα­νί­α; Η μό­νη δυ­να­τή α­πά­ντη­ση των «φί­λων» της Δη­μο­κρα­τι­κής Ι­σπα­νί­ας η­χεί πε­ρί­που έ­τσι: ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος εί­ναι κα­λύ­τε­ρος α­πό τη φα­σι­στι­κή σκλα­βιά. Αλ­λά αυ­τή η πέ­ρα για πέ­ρα σω­στή α­πά­ντη­ση ση­μαί­νει μο­νά­χα ό­τι ο σκο­πός (Δη­μο­κρα­τί­α ή Σο­σια­λι­σμός) δι­καιο­λο­γεί, κά­τω α­πό ο­ρι­σμέ­νες συν­θή­κες, τέ­τοια μέ­σα ό­πως εί­ναι η βί­α και ο φό­νος. Για τα ψέ­μα­τα βέ­βαια δεν γί­νε­ται λό­γος! Χω­ρίς ψέ­μα­τα ο πό­λε­μος θα ήταν α­δια­νό­η­τος –σαν μια μη­χα­νή χω­ρίς πετρέλαιο. Για να προ­στα­τεύ­σει α­κό­μα και τη σύ­νο­δο των Κορ­τές* (1η Φλε­βά­ρη 1938) α­πό τις φα­σι­στι­κές βόμ­βες, η κυ­βέρ­νη­ση της Βαρ­κε­λώ­νης ε­ξα­πά­τη­σε πολ­λές φο­ρές ε­σκεμ­μέ­να τους δη­μο­σιο­γρά­φους και τον ί­διο της το λαό. Μπο­ρού­σε να ε­νερ­γή­σει με άλ­λον τρό­πο; Ε­κεί­νος που δέ­χε­ται το σκο­πό: τη νί­κη ε­νά­ντια στον Φράν­κο, ο­φεί­λει να δε­χτεί και το μέ­σο: τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο με τα ε­πα­κό­λου­θά του –τη φρί­κη και τα ε­γκλή­μα­τα.

Παρό­λα αυ­τά, το ψέ­μα και η βί­α, «αυ­τά κα­θε­αυ­τά», πρέ­πει να κα­τα­δι­κα­στούν; Φυ­σι­κά, ό­πως α­κρι­βώς και η τα­ξι­κή κοι­νω­νί­α που τα γεν­νά­ει. Μια κοι­νω­νί­α χω­ρίς τα­ξι­κές α­ντι­φά­σεις θα εί­ναι φυ­σι­κά μια κοι­νω­νί­α χω­ρίς ψέ­μα­τα και βί­α. Ό­μως, δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­νας άλ­λος τρό­πος να χτί­σου­με μια γέ­φυ­ρα που να φέρ­νει σΆ αυ­τήν την κοι­νω­νί­α πέ­ρα α­πό την ε­πα­νά­στα­ση, δη­λα­δή τα βί­αια μέ­σα. Η ε­πα­νά­στα­ση αυ­τή κα­θε­αυ­τή εί­ναι προ­ϊ­όν της τα­ξι­κής κοι­νω­νί­ας και α­να­γκα­στι­κά φέρ­νει μέ­σα της τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της. Α­πό την ά­πο­ψη των «αιώ­νιων α­λη­θειών» η ε­πα­νά­στα­ση εί­ναι βέ­βαια «α­ντι-η­θι­κή». Αλ­λά αυ­τό ση­μαί­νει α­πλά ό­τι η ι­δε­α­λι­στι­κή η­θι­κή εί­ναι α­ντε­πα­να­στα­τι­κή, δη­λα­δή στην υ­πη­ρε­σί­α των εκμε­ταλλευτών.

«Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος», θα α­πα­ντή­σει ί­σως ο πα­γι­δευ­μέ­νος στην ά­γνοια φι­λό­σο­φος, «εί­ναι, ω­στό­σο, μια θλι­βε­ρή ε­ξαί­ρε­ση. Αλ­λά σε ει­ρη­νι­κές πε­ρί­ο­δες έ­να υ­γιές σο­σια­λι­στι­κό κί­νη­μα θα πρέ­πει να τα κα­τα­φέρ­νει χω­ρίς βί­α και ψέ­μα­τα». Μια τέ­τοια α­πά­ντη­ση, ό­μως, δεν α­ντι­προ­σω­πεύ­ει τί­πο­τε άλ­λο α­πό μια πα­θη­τι­κή υπεκφυγή. Δεν υ­πάρ­χει σα­φής δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή α­νά­με­σα στην «ει­ρη­νι­κή» τα­ξι­κή πά­λη και την επα­νάσταση. Κά­θε α­περ­γί­α κλεί­νει μέ­σα της σε εμ­βρυα­κή μορ­φή ό­λα τα στοι­χεί­α του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. Κά­θε πλευ­ρά πα­σχί­ζει να ε­ντυ­πω­σιά­σει τον α­ντί­πα­λο με μια διο­γκω­μέ­νη ει­κό­να για την α­γω­νι­στι­κή της α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και για τα υ­λι­κά της μέ­σα. Με τον Τύ­πο τους, τους πρά­κτο­ρες και τους σπιού­νους τους, οι κα­πι­τα­λι­στές προ­σπα­θούν να τρο­μο­κρα­τή­σουν και να α­πο­θαρ­ρύ­νουν τους απεργούς. Α­πό την πλευ­ρά τους, οι α­περ­για­κοί φρου­ροί, ό­που δεν φτά­νει η πει­θώ, α­να­γκά­ζο­νται να κα­τα­φύ­γουν στη βί­α. Έ­τσι, «το ψέ­μα και άλ­λα χει­ρό­τε­ρα» α­πο­τε­λούν α­να­πό­σπα­στο τμή­μα της τα­ξι­κής πά­λης α­κό­μα και στην πιο στοι­χειώ­δη μορ­φή της. Ε­κεί­νο που μέ­νει να προ­σθέ­σου­με εί­ναι ό­τι η ί­δια η α­ντί­λη­ψη για την α­λή­θεια και το ψέ­μα γεν­νιέ­ται α­πό τις τα­ξι­κές α­ντι­φά­σεις.

Η Ε­πα­νά­στα­ση και ο Θε­σμός των Ο­μή­ρων

Ο Στά­λιν συλ­λαμ­βά­νει και του­φε­κί­ζει τα παι­διά των α­ντι­πά­λων του, α­φού οι α­ντί­πα­λοι του αυ­τοί έ­χουν ή­δη ε­κτε­λε­στεί με ψεύ­τι­κες κατηγο­ρίες. Με τη βο­ή­θεια του θε­σμού των οι­κο­γε­νεια­κών ο­μή­ρων, ο Στά­λιν υ­πο­χρε­ώ­νει ε­κεί­νους τους σο­βιε­τι­κούς δι­πλω­μά­τες που ε­πι­τρέ­ψα­νε στον ε­αυ­τό τους μια έκ­φρα­ση αμ­φι­βο­λί­ας για το α­λά­θη­το του Για­γκό­ντα ή του Γιέ­ζοφ να γυ­ρί­σουν α­πό το εξωτε­ρικό. Οι η­θι­κο­λό­γοι του «Νέ­ου Δρό­μου» θε­ω­ρούν α­να­γκαί­ο και, με την ευ­και­ρί­α αυ­τή, ε­πί­και­ρο να μας υ­πεν­θυ­μί­σουν το γε­γο­νός ό­τι ο Τρό­τσκι το 1919 ει­ση­γή­θη­κε «ε­πί­σης» έ­να νό­μο για τους ομή­ρους. Αλ­λά εδώ γί­νε­ται α­να­γκαί­ο να πα­ρα­θέ­σου­με κα­τά λέ­ξη: «Η σύλ­λη­ψη α­θώ­ων συγ­γε­νών α­πό τον Στά­λιν εί­ναι μια α­η­δια­στι­κή βαρβαρότητα. Αλ­λά ήταν το ί­διο βαρ­βα­ρό­τη­τα ό­ταν υ­πα­γο­ρευό­ταν α­πό τον Τρό­τσκι (1919)». Να ο ι­δε­α­λι­στής η­θι­κο­λό­γος σΆ ό­λη του την ο­μορ­φιά! Τα κρι­τή­ριά του εί­ναι τό­σο ψεύ­τι­κα ό­σο και οι κα­νό­νες της α­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας –υποτίθεται πως στις δυο αυ­τές πε­ρι­πτώ­σεις υ­πάρ­χει κάποια ο­μοιό­τη­τα, ε­νώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν υ­πάρ­χει ού­τε ί­χνος απΆ αυ­τήν.

Δεν θα ε­πι­μεί­νου­με ε­δώ στο γε­γο­νός ό­τι το Διά­ταγ­μα του 1919 σπά­νια ο­δή­γη­σε έ­στω και σε μια ε­κτέ­λε­ση συγ­γε­νούς των τσα­ρι­κών ε­κεί­νων στρα­τη­γών που η δο­λιό­τη­τά τους ό­χι μό­νο κό­στι­σε την α­πώ­λεια α­να­ρίθ­μη­των αν­θρώ­πι­νων υ­πάρ­ξε­ων, αλ­λά και α­πεί­λη­σε την ί­δια την ε­πα­νά­στα­ση με ά­με­ση εκμηδένιση. Σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση το ζή­τη­μα δεν εί­ναι αυτό. Αν η ε­πα­νά­στα­ση εί­χε δεί­ξει λι­γό­τε­ρη πε­ριτ­τή γεν­ναιο­ψυ­χί­α α­πό την πρώ­τη της στιγ­μή, ε­κα­το­ντά­δες χι­λιά­δες αν­θρώ­πι­νες ζω­ές θα εί­χαν σωθεί. Έ­τσι ή αλ­λιώς παίρ­νω πά­νω μου ο­λό­κλη­ρη την ευ­θύ­νη για το Διά­ταγ­μα του 1919. Ήταν έ­να α­να­γκαί­ο μέ­τρο στην πά­λη ε­νά­ντια στους κα­ταπιεστές. Μό­νο μέ­σα στο ι­στο­ρι­κό πε­ριε­χό­με­νο αυτής της πά­λης βρί­σκε­ται η δι­καί­ω­ση του Δια­τάγ­μα­τος, ό­πως γε­νι­κά η δι­καί­ω­ση ο­λό­κλη­ρου του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου που, ε­πί­σης, μπο­ρεί να χα­ρα­κτη­ρι­στεί, κι ό­χι α­βά­σι­μα, «α­η­δια­στι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα».

Α­φή­νου­με σε κά­ποιον Ε­μίλ Λού­ντβιχ ή στους ό­μοιούς του να φτιά­ξουν το πορ­τρέ­το του Α­βρα­άμ Λίν­κολ­ν με μι­κρές ροζ φτε­ρού­γες. Ό­λη η α­ξί­α του Λίν­κολ­ν βρί­σκε­ται στο ό­τι δεν δί­στα­σε μπρο­στά στα πιο σκλη­ρά μέ­σα –μό­λις τα βρή­κε α­να­γκαί­α– για να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει έ­να με­γά­λο ι­στο­ρι­κό σκο­πό που έ­μπαι­νε στην η­με­ρή­σια διά­τα­ξη α­πό την α­νά­πτυ­ξη ε­νός νε­α­ρού έ­θνους. Το ζή­τη­μα α­κό­μα δεν βρί­σκε­ται στο ποιο α­πό τα ε­μπό­λε­μα στρα­τό­πε­δα προ­κά­λε­σε ή εί­χε το με­γα­λύ­τε­ρο α­ριθ­μό θυ­μά­των. Η ι­στο­ρί­α έ­χει δια­φο­ρε­τι­κά μέ­τρα και σταθ­μά για την ω­μό­τη­τα των Βο­ρεί­ων και την ω­μό­τη­τα των Νο­τί­ων στον Εμ­φύ­λιο Πόλεμο. Ας μην τολ­μή­σουν οι κα­τά­πτυ­στοι ευ­νού­χοι να μας πουν ό­τι έ­νας δου­λο­κτή­της, που με την πο­νη­ριά και τη βί­α κρα­τά­ει έ­ναν δού­λο α­λυ­σο­δε­μέ­νο, και έ­νας δού­λος, που με την πο­νη­ριά ή τη βί­α σπά­ζει τις α­λυ­σί­δες του, μπο­ρεί να εί­ναι ί­σοι μπρο­στά σε έ­να δι­κα­στή­ριο η­θι­κής!

Ό­ταν η Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να πνί­γη­κε στο αί­μα και οι α­ντι­δρα­στι­κοί υποκριτές ό­λου του κό­σμου σύ­ρα­νε τη ση­μαί­α της στη λά­σπη του ε­ξευ­τε­λι­σμού και της συ­κο­φα­ντί­ας, δεν ήταν λί­γοι οι δη­μο­κρά­τες φι­λι­σταί­οι που, προ­σαρ­μο­ζό­με­νοι στην α­ντί­δρα­ση, ε­πι­κρί­να­νε τους κομ­μου­νά­ρους για­τί τουφέκισαν 64 ο­μή­ρους με πρώ­το τον αρ­χιε­πί­σκο­πο του Παρισιού. Ο Μαρ­ξ δεν δί­στα­σε ού­τε στιγ­μή να υ­πε­ρα­σπί­σει αυ­τή την αι­μα­τη­ρή πρά­ξη της Κομ­μού­νας. Σε μια ε­γκύ­κλιο που έ­βγα­λε το Γε­νι­κό Συμ­βού­λιο της Πρώ­της Διε­θνούς, ό­που κόχλα­ζε η έ­τοι­μη να ξε­χυ­θεί λά­βα, ο Μαρ­ξ μας θυ­μί­ζει πρώ­τα ό­τι η μπουρ­ζουα­ζί­α υ­ιο­θε­τεί το θε­σμό των ο­μή­ρων τό­σο στον α­γώ­να ε­νά­ντια στους α­ποι­κια­κούς λα­ούς ό­σο και ε­νά­ντια στις δι­κές της ερ­γα­ζό­με­νες μά­ζες και ύ­στε­ρα α­να­φέ­ρε­ται στη συ­στη­μα­τι­κή ε­κτέ­λε­ση των αιχ­μα­λώ­των κομ­μου­νά­ρων α­πό τους ξέ­φρε­νους αντιδραστικούς. Και συ­νε­χί­ζει:

«...Η Κομ­μού­να για να προ­στα­τέ­ψει τη ζω­ή τους (των αιχ­μα­λώ­των) ήταν υ­πο­χρε­ω­μέ­νη να κα­τα­φύ­γει στην πρω­σι­κή πρα­κτι­κή της σύλ­λη­ψης ο­μή­ρων. Η ζω­ή των ο­μή­ρων πλη­ρώ­θη­κε ξα­νά και ξα­νά με το συ­νε­χι­ζό­με­νο του­φε­κι­σμό αιχ­μα­λώ­των α­πο­μέ­ρους των Βερσαγιέζων. Πώς θα μπο­ρού­σαν να τους κρα­τή­σουν στη ζω­ή ύ­στε­ρα α­πό τη σφα­γή με την ο­ποί­α οι πραι­το­ρια­νοί του Μακ-Μα­όν γιόρ­τα­σαν την εί­σο­δό τους στο Πα­ρί­σι; Η ύ­στα­τη εγ­γύ­η­ση ε­νά­ντια στην α­νεν­δοί­α­στη θη­ριω­δί­α των α­στι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων –η σύλ­λη­ψη ο­μή­ρων– έ­πρε­πε να α­πο­δει­χτεί έ­να φιά­σκο;».

Έ­τσι υ­πε­ρα­σπί­στη­κε ο Μαρ­ξ την ε­κτέ­λε­ση των ο­μή­ρων, παρόλο που, πί­σω α­πό την πλά­τη του, στο Γε­νι­κό Συμ­βού­λιο, κά­θο­νταν ό­χι λί­γοι Φέ­νερ Μπροκ­γουέ­ι, Νόρ­μαν Τό­μας και άλ­λοι Ό­το Μπά­ουερ. Αλ­λά ήταν τό­σο νω­πή η α­γα­νά­κτη­ση του πα­γκό­σμιου προ­λε­τα­ριά­του ε­νά­ντια στη θη­ριω­δί­α των Βερ­σα­γιέ­ζων ώ­στε οι η­θι­κο­λο­γι­κά μα­θη­τευό­με­νοι α­ντι­δρα­στι­κοί προ­τί­μη­σαν να κρα­τή­σουν το στό­μα τους κλει­στό, πε­ρι­μέ­νο­ντας πιο ευ­νο­ϊ­κούς και­ρούς –που, α­λί­μο­νο, δεν άρ­γη­σαν νά Άθρουν. Μό­νο ύ­στε­ρα α­πό τον ο­ρι­στι­κό θρί­αμ­βο της α­ντί­δρα­σης οι μι­κρο­α­στοί η­θι­κο­λό­γοι, μα­ζί με τους γρα­φειο­κρά­τες των συν­δι­κά­των και τους α­ναρ­χι­κούς α­ε­ρο­λό­γους, κα­τέ­στρε­ψαν την Πρώ­τη Διε­θνή.

Ό­ταν η Ο­κτω­βρια­νή Ε­πα­νά­στα­ση α­μυ­νό­ταν ε­νά­ντια στις ε­νω­μέ­νες δυ­νά­μεις του ι­μπε­ρια­λι­σμού σε μέ­τω­πο πέ­ντε χι­λιά­δων μι­λί­ων, οι ερ­γά­τες ό­λου του κό­σμου πα­ρα­κο­λου­θού­σαν την πο­ρεί­α της πά­λης με τό­ση φλο­γε­ρή συ­μπά­θεια ώ­στε στις συ­γκε­ντρώ­σεις τους ήταν ε­ξαι­ρε­τι­κά ε­πι­κίν­δυ­νο να κα­τη­γο­ρή­σει κα­νείς το θε­σμό των ο­μή­ρων για «α­η­δια­στι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα». Χρειά­στη­κε ο πλή­ρης εκ­φυ­λι­σμός του σο­βιε­τι­κού κρά­τους και ο θρί­αμ­βος της α­ντί­δρα­σης σε μια σει­ρά χώ­ρες για να βγουν έρ­πο­ντας α­πό τις τρύ­πες τους οι η­θι­κο­λό­γοι ...για να βο­η­θή­σουν τον Στά­λιν. Αν εί­ναι α­λή­θεια ό­τι τα κα­τα­πιε­στι­κά μέ­τρα για την προ­στα­σί­α των προ­νο­μί­ων της νέ­ας α­ρι­στο­κρα­τί­ας έ­χουν την ί­δια η­θι­κή α­ξί­α με τα ε­πα­να­στα­τι­κά μέ­τρα του α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού α­γώ­να, τό­τε ο Στά­λιν δι­καιώ­νε­ται πλή­ρως, αν ... αν δεν κα­τα­δι­κά­ζε­ται πέ­ρα για πέ­ρα η προ­λε­τα­ρια­κή ε­πανάσταση.

Α­να­ζη­τώ­ντας πα­ρα­δείγ­μα­τα α­νη­θι­κό­τη­τας στα γε­γο­νό­τα του ρω­σι­κού εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, οι κύριοι κύριοι η­θι­κο­λό­γοι βρί­σκο­νται την ίδια στιγμή υποχρεωμέ­νοι να κλεί­νουν τα μά­τια μπρο­στά στο γε­γο­νός ό­τι η Ι­σπα­νι­κή Ε­πα­νά­στα­ση υ­ιο­θέ­τη­σε κι αυ­τή το θε­σμό των ο­μή­ρων, του­λά­χι­στο στην πε­ρί­ο­δο που ήταν γνή­σια ε­πα­νά­στα­ση των μα­ζών. Αν οι κα­τή­γο­ροι δεν τολ­μούν να ε­πι­τε­θούν ε­νά­ντια στους ι­σπα­νούς ερ­γά­τες για την «α­η­δια­στι­κή βαρ­βα­ρό­τη­τα» τους, εί­ναι για­τί το έ­δα­φος της χερ­σο­νή­σου των Πυ­ρη­ναί­ων εί­ναι α­κό­μα πά­ρα πο­λύ καυ­τό γιΆ αυ­τούς. Εί­ναι ση­μαντικά πιο βο­λι­κό να γυ­ρί­σουν στα 1919. Η ε­πο­χή αυ­τή α­νή­κει ή­δη στην ιστο­ρί­α –οι γέ­ροι την έ­χουν ξεχά­σει και οι νέ­οι δεν την έχουν α­κό­μα διδαχτεί. Για τον ί­διο λό­γο οι κά­θε λο­γής φα­ρι­σαί­οι γυ­ρί­ζουν με τέ­τοιο πεί­σμα στην Κρον­στάν­δη και στο Μά­χνο –ε­δώ υ­πάρ­χει ε­λεύ­θε­ρη διέ­ξο­δος για η­θι­κές α­να­θυ­μιά­σεις!

«Η Η­θι­κή των Κά­φρων»

Εί­ναι α­δύ­να­το να μη συμ­φω­νή­σει κα­νείς με τους η­θι­κο­λό­γους στο ό­τι η ι­στο­ρί­α δια­λέ­γει δύ­σκο­λα μονοπάτια. Αλ­λά τι εί­δους συ­μπέ­ρα­σμα για πρα­κτι­κή δρά­ση βγαί­νει απΆ αυ­τό; Ο Λε­όν Τολ­στό­ι συ­νι­στού­σε να α­γνο­ή­σου­με τις κοι­νω­νι­κές συμ­βα­τι­κό­τη­τες και να τε­λειο­ποι­ή­σου­με τον ε­αυ­τό μας. Ο Μα­χά­τμα Γκά­ντι μας συμ­βου­λεύ­ει να πί­νου­με γά­λα κα­τσί­κας. Α­λί­μο­νο, οι «ε­πα­να­στά­τες» η­θι­κο­λό­γοι του «Νέ­ου Δρό­μου» δεν α­πέ­χουν πο­λύ α­πό αυ­τές τις συνταγές. «Πρέ­πει», κη­ρύσ­σουν αυ­τοί, «να ε­λευ­θε­ρώ­σου­με τον ε­αυ­τό μας α­πό την η­θι­κή των Κά­φρων, για την ο­ποί­α μό­νο αυ­τό που κά­νει ο ε­χθρός εί­ναι κα­κό». Υ­πέ­ρο­χη συμ­βου­λή! «Πρέ­πει να ε­λευ­θε­ρώ­σου­με τον ε­αυ­τό μας...». Ο Τολ­στό­ι συ­νι­στού­σε ε­πι­πρό­σθε­τα να ε­λευ­θε­ρώ­σου­με τον ε­αυ­τό μας α­πό τα α­μαρ­τή­μα­τα της σάρ­κας. Οι στα­τι­στι­κές, ω­στό­σο, δεν φαί­νε­ται να ε­πι­βε­βαιώ­νουν την ε­πι­τυ­χί­α της σύ­στα­σης. Τα κε­ντρι­στι­κά μας αν­θρω­πά­κια έ­χουν κα­τορ­θώ­σει, μέ­σα σε μια τα­ξι­κή κοι­νω­νί­α, να υ­ψώ­σουν τον ε­αυ­τό τους σε μια υ­περ­τα­ξι­κή ηθική. Αλ­λά έ­χουν πε­ρά­σει 2000 σχε­δόν χρό­νια α­πό τό­τε που ει­πώ­θη­κε: «Α­γα­πά­τε τους ε­χθρούς υ­μών...», «Πρό­σφε­ρε και την ε­τέ­ραν πα­ρειάν σου...». Ω­στό­σο, α­κό­μα και ο ¶­γιος Πα­τέ­ρας της Ρώ­μης δεν έ­χει «ε­λευ­θε­ρώ­σει τον ε­αυ­τό του» α­πό το μί­σος ε­νά­ντια στους ε­χθρούς του. Μα την α­λή­θεια, ο Σα­τα­νάς, ο ε­χθρός αυ­τός της αν­θρω­πό­τη­τας, εί­ναι α­κό­μα πα­ντο­δύ­να­μος!

Το να ε­φαρ­μό­ζεις δια­φο­ρε­τι­κά κρι­τή­ρια για τις πρά­ξεις των εκ­με­ταλ­λευ­τών και για τις πρά­ξεις των εκ­με­ταλ­λευο­μέ­νων, αυ­τό ση­μαί­νει, σύμ­φω­να με τα α­ξιο­θρή­νη­τα αυ­τά αν­θρω­πά­κια, ό­τι στέ­κεις στο ε­πί­πε­δο της «η­θι­κής των Κά­φρων». Πρώ­τα απΆ ό­λα μια τέ­τοια πε­ρι­φρο­νη­τι­κή α­να­φο­ρά στους Κά­φρους δεν ται­ριά­ζει κα­θό­λου στην πέ­να των «σο­σια­λι­στών». Εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τό­σο κα­κή η η­θι­κή των Κά­φρων; Να τι λέ­ει πά­νω σΆ αυ­τό η «Βρε­τα­νι­κή Ε­γκυ­κλο­παί­δεια»:

«Στις κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές τους σχέ­σεις δεί­χνουν με­γά­λη λε­πτό­τη­τα και νοημοσύνη. Εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­τα γεν­ναί­οι, φι­λο­πό­λε­μοι και φι­λό­ξε­νοι και ήταν τί­μιοι και ει­λι­κρι­νείς ως τη στιγ­μή που, στην ε­πα­φή τους με τους λευ­κούς, έ­γι­ναν φι­λύ­πο­πτοι, εκ­δι­κη­τι­κοί και κλέ­φτες, πέ­ρα α­πό το ό­τι α­πό­κτη­σαν τα πε­ρισ­σό­τε­ρα ε­λατ­τώ­μα­τα των Ευ­ρω­παί­ων». Εί­ναι α­δύ­να­το να μη φθά­σει κα­νείς στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι οι λευ­κοί ιε­ρα­πό­στο­λοι, οι κή­ρυ­κες των αιώ­νιων η­θι­κών α­ξιών, συμ­με­τεί­χαν στη δια­φθο­ρά των Κά­φρων.

Αν λέ­γα­με σΆ έ­ναν κά­φρο ερ­γά­τη ό­τι οι ερ­γά­τες ξε­ση­κώ­θη­καν σΆ έ­να μέ­ρος του πλα­νή­τη μας και έ­πια­σαν στο ύ­πνο τους εκ­με­ταλ­λευ­τές τους, αυ­τό θα τον ευ­χα­ρι­στού­σε πολύ. Α­πό την άλ­λη, ό­μως, θα στε­να­χω­ριό­ταν αν α­να­κά­λυ­πτε ό­τι οι κα­τα­πιε­στές εί­χαν κα­τορ­θώ­σει να ξε­γε­λά­σουν τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους. Έ­νας Κά­φρος, που δεν έ­χει δια­φθα­ρεί ως το με­δού­λι α­πό τους ιε­ρα­πό­στο­λους, πο­τέ δεν θα ε­φαρ­μό­σει τους ί­διους α­φη­ρη­μέ­νους η­θι­κούς κα­νό­νες στους κα­τα­πιε­στές και τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους. Α­κό­μα, δεν θα δυ­σκο­λευ­τεί να σας κα­τα­λά­βει αν του ε­ξη­γή­σε­τε πως ο προ­ο­ρι­σμός αυ­τών των α­φη­ρη­μέ­νων κα­νό­νων εί­ναι να ε­μπο­δί­ζουν τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους να ξε­ση­κώ­νο­νται ε­νά­ντια στους κα­τα­πιε­στές τους.

Τι δι­δα­κτι­κή σύ­μπτω­ση! Για να συ­κο­φα­ντή­σουν τους μπολ­σε­βί­κους, οι ιε­ρα­πό­στο­λοι του «Νέ­ου Δρό­μου» α­να­γκά­στη­καν να συ­κο­φα­ντή­σουν ταυ­τό­χρο­να και τους Κά­φρους. Πέ­ρα α­πό αυ­τό και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις η συ­κο­φα­ντί­α α­κο­λου­θεί τη γραμ­μή της ε­πί­ση­μης κα­πι­τα­λι­στι­κής ψευ­δο­λο­γί­ας: ε­νά­ντια στους ε­πα­να­στά­τες και ε­νά­ντια στις έγ­χρω­μες φυ­λές. Ό­χι, ε­μείς προ­τι­μού­με τους Κά­φρους α­πό ό­λους τους ιε­ρα­πό­στο­λους, πνευ­μα­τι­κούς και λα­ϊ­κούς!

Ω­στό­σο, σε κα­μιά πε­ρί­πτω­ση δεν εί­ναι α­νά­γκη να υ­περ­τι­μού­με την ευ­συ­νει­δη­σί­α των η­θι­κο­λό­γων του «Νέ­ου Δρό­μου» και των άλ­λων χρεο­κόπων. Οι προ­θέ­σεις αυ­τών των αν­θρώ­πων δεν εί­ναι τό­σο κα­κές. Αλ­λά, πα­ρά τις προ­θέ­σεις τους, χρη­σι­μεύ­ουν σαν μο­χλοί στο μη­χα­νι­σμό της α­ντί­δρα­σης. Σε μια πε­ρί­ο­δο σαν τη ση­με­ρι­νή, ό­που τα μι­κρο­α­στι­κά κόμ­μα­τα γα­ντζώ­νο­νται α­πό τη φι­λε­λεύ­θε­ρη μπουρ­ζουα­ζί­α ή τη σκιά της (την πο­λι­τι­κή του «Λα­ϊ­κού Με­τώ­που») και πα­ρα­λύ­ουν το προ­λε­τα­ριά­το, στρώ­νο­ντας το δρό­μο στο φα­σι­σμό (Ι­σπα­νί­α, Γαλ­λί­α κλπ.), οι μπολ­σε­βί­κοι, δη­λα­δή οι ε­πα­να­στά­τες μαρ­ξι­στές, γί­νο­νται ι­διαί­τε­ρα μι­ση­τά πρό­σω­πα στα μά­τια της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νής γνώ­μης. Η βα­σι­κή πο­λι­τι­κή πί­ε­ση της ε­πο­χής μας γλι­στρά­ει α­πό τα δε­ξιά προς τΆ αριστερά. Σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση ο­λό­κλη­ρο το βά­ρος της α­ντί­δρα­σης πέ­φτει πά­νω στους ώ­μους μιας μι­κρής ε­πα­να­στα­τι­κής μειο­ψη­φί­ας. Η μειο­ψη­φί­α αυ­τή α­πο­κα­λεί­ται Τέ­ταρ­τη Διε­θνής. Voila lΆennemi! Να ο ε­χθρός!

Στο μη­χα­νι­σμό της α­ντί­δρα­σης ο στα­λι­νι­σμός κα­τέ­χει πολ­λές η­γε­τι­κές θέ­σεις. Ό­λες οι ο­μά­δες της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, μα­ζί και οι α­ναρ­χι­κοί, χρη­σι­μο­ποιούν τη βο­ή­θειά του στην πά­λη ε­νά­ντια στην προ­λε­τα­ρια­κή επανάσταση. Την ίδια στιγμή, οι μι­κρο­α­στοί δη­μο­κρά­τες ε­πι­χει­ρούν να φορ­τώ­σουν του­λά­χι­στον το 50% της α­πέ­χθειας για τα ε­γκλή­μα­τα των συμ­μά­χων τους στη Μό­σχα πά­νω στην α­δά­μα­στη ε­πα­να­στα­τι­κή μειο­ψη­φί­α. ΣΆ αυ­τό βρί­σκε­ται η ου­σί­α του σλό­γκαν που εί­ναι τώ­ρα της μό­δας: «Ο τρο­τσκι­σμός και ο στα­λι­νι­σμός εί­ναι έ­να και το ί­διο πράγ­μα». Οι α­ντί­πα­λοι των μπολ­σε­βί­κων και των Κά­φρων βο­η­θούν έ­τσι την α­ντί­δρα­ση να συ­κο­φα­ντή­σει το κόμ­μα της ε­πα­νά­στα­σης.

Ο «Α­μο­ρα­λι­σμός» του Λέ­νιν

Οι Ρώ­σοι Σο­σια­λ/Ε­πα­να­στά­τες ήταν πά­ντα τα πιο η­θι­κά ά­το­μα: ου­σια­στι­κά ήταν η εν­σάρ­κω­ση της ηθικής. Όμως, αυ­τό δεν τους ε­μπό­δι­σε την ε­πο­χή της ε­πα­νά­στα­σης να ε­ξα­πα­τή­σουν τους ρώ­σους α­γρό­τες. Στο πα­ρι­σι­νό όρ­γα­νο του Κε­ρέν­σκι, ε­κεί­νου του η­θι­κό­τα­του σο­σια­λι­στή που στά­θη­κε ο πρό­δρο­μος του Στά­λιν στη χάλ­κευ­ση ψεύ­τι­κων κα­τη­γο­ριών ε­νά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους, έ­νας άλ­λος πα­λιός σο­σια­λε­πα­να­στά­της, ο Ζεν­ζί­νοφ, γρά­φει: «Ο Λέ­νιν, ό­πως εί­ναι γνω­στό, δί­δα­σκε ό­τι προ­κει­μέ­νου να πε­τύ­χουν τους ε­πι­θυ­μη­τούς σκο­πούς τους, οι κομ­μου­νι­στές μπο­ρούν, και με­ρι­κές φο­ρές ο­φεί­λουν, “να κα­τα­φεύ­γουν σε κά­θε εί­δους τε­χνά­σμα­τα, μα­νού­βρες και υ­πεκ­φυ­γές”...», («Νέ­α Ρω­σί­α», 17 Φλε­βά­ρη 1938, σελ. 3). Α­πό αυ­τό βγά­ζουν το τε­λε­τουρ­γι­κό συ­μπέ­ρα­σμα: ο στα­λι­νι­σμός εί­ναι ο φυ­σι­κός γό­νος του λενινισμού.

Δυ­στυ­χώς, ο η­θι­κός κα­τή­γο­ρος δεν εί­ναι καν σε θέ­ση να α­ντι­γρά­ψει τί­μια. Ο Λέ­νιν έ­λε­γε: «Εί­ναι α­να­γκαί­ο να εί­μα­στε ι­κα­νοί... να κα­τα­φεύ­γου­με σε κά­θε εί­δους τε­χνά­σμα­τα, μα­νού­βρες και πα­ρά­νο­μες μέ­θο­δες, στην υ­πεκ­φυ­γή και στην πρό­φα­ση για να διεισ­δύ­σου­με στα ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα, να πα­ρα­μεί­νου­με σΆ αυ­τά και να α­να­πτύ­ξου­με σΆ αυ­τά κομ­μου­νι­στι­κή δρά­ση με κά­θε θυ­σί­α». Η α­νά­γκη για υ­πεκ­φυ­γές και μα­νού­βρες, σύμ­φω­να με την ε­ξή­γη­ση του Λέ­νιν, ε­πι­βάλ­λε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι η ρε­φορ­μι­στι­κή γρα­φειο­κρα­τί­α, προ­δί­νο­ντας τους ερ­γά­τες στο κε­φά­λαιο, δε­λε­ά­ζει τους ε­πα­να­στά­τες, τους κα­τα­διώ­κει και α­κό­μα στρέ­φει ε­νά­ντιά τους την α­στι­κή α­στυ­νο­μί­α. Οι «μα­νού­βρες» και οι «υ­πεκ­φυ­γές» δεν εί­ναι σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση πα­ρά οι μέ­θο­δες νό­μι­μης αυ­το­ά­μυ­νας ε­νά­ντια στη δό­λια ρε­φορ­μι­στι­κή γραφειοκρατία.

Το κόμ­μα του ί­διου του Ζεν­ζί­νοφ έ­δρα­σε πα­ρά­νο­μα ε­νά­ντια στον τσα­ρι­σμό, και αρ­γό­τε­ρα ε­νά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους. Και στις δυο πε­ρι­πτώ­σεις κα­τέ­φυ­γε στην πο­νη­ριά, στην πρό­φα­ση, στα πλα­στά δια­βα­τή­ρια και σΆ άλ­λες μορ­φές «υ­πεκ­φυ­γής». Ό­λα αυ­τά τα μέ­σα θε­ω­ρού­νταν ό­χι μό­νο «η­θι­κά», αλ­λά και η­ρω­ι­κά για­τί α­ντα­πο­κρί­νο­νταν στους πο­λι­τι­κούς σκο­πούς της μι­κρο­α­στι­κής τά­ξης. Αλ­λά η κα­τά­στα­ση αλ­λά­ζει α­μέ­σως ό­ταν οι προ­λε­τά­ριοι ε­πα­να­στά­τες α­να­γκά­ζο­νται να κα­τα­φύ­γουν σε συ­νω­μο­τι­κά μέ­τρα ε­νά­ντια στη μι­κρο­α­στι­κή δημοκρατία. Το κλει­δί της η­θι­κής αυ­τών των κυρί­ων έ­χει, ό­πως βλέ­που­με, έ­ναν τα­ξι­κό χα­ρα­κτή­ρα!

Ο «α­μο­ρα­λι­στής» Λέ­νιν δί­νει α­νοι­χτά, στον Τύ­πο, συμ­βου­λές σχε­τι­κά με τη στρα­τιω­τι­κή πα­νουρ­γί­α ε­νά­ντια σε δό­λιους η­γέ­τες. Και ο η­θι­κο­λό­γος Ζεν­ζί­νοφ κα­κό­βου­λα κό­βει και τις δυο ά­κρες α­πό την πα­ρά­θε­ση με στό­χο να ε­ξα­πα­τή­σει τον α­να­γνώ­στη –ο η­θι­κός κα­τή­γο­ρος α­πο­δεί­χνε­ται, ό­πως συ­νή­θως, έ­νας μικροαπατεώνας. Δεν ήταν χω­ρίς λό­γο που ο Λέ­νιν ε­πα­να­λάμ­βα­νε κά­θε τό­σο: εί­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο να συ­να­ντή­σεις έ­ναν ευ­συ­νεί­δη­το α­ντί­πα­λο!

Έ­νας ερ­γά­της που δεν κρύ­βει την «α­λή­θεια» για τα σχέ­δια των α­περ­γών α­πό τους κα­πι­τα­λι­στές, εί­ναι α­πλά έ­νας προ­δό­της που α­ξί­ζει την πε­ρι­φρό­νη­ση και το μποϊκοτάζ. Ο στρα­τιώ­της που φα­νε­ρώ­νει την «α­λή­θεια» στον ε­χθρό τι­μω­ρεί­ται σαν κατάσκοπος. Ο Κε­ρέν­σκι ε­πι­χεί­ρη­σε να προ­σά­ψει στους μπολ­σε­βί­κους την κα­τη­γο­ρί­α ό­τι εί­χαν α­πο­κα­λύ­ψει την «α­λή­θεια» στο ε­πι­τε­λεί­ο του Λούντε­ντορφ. Φαί­νε­ται ό­τι α­κό­μα και η «ιε­ρή α­λή­θεια» δεν εί­ναι αυ­τή κα­θε­αυ­τή έ­νας σκο­πός. Πά­νω της δε­σπό­ζουν πιο ε­πι­τα­κτι­κά κρι­τή­ρια που, ό­πως δεί­χνει η α­νά­λυ­ση, έ­χουν έ­ναν τα­ξι­κό χαρα­κτήρα.

Ο α­γώ­νας ζω­ής και θα­νά­του εί­ναι α­δια­νό­η­τος χω­ρίς στρα­τιω­τι­κή πα­νουρ­γί­α, με άλ­λα λό­για χω­ρίς ψέ­μα και α­πά­τη. Ο γερ­μα­νός προ­λε­τά­ριος δεν έ­χει το δι­καί­ω­μα να ε­ξα­πα­τή­σει την α­στυ­νο­μί­α του Χί­τλερ; Ή μή­πως οι σο­βιε­τι­κοί μπολ­σε­βί­κοι τη­ρούν «α­νή­θι­κη» στά­ση ό­ταν ε­ξα­πα­τούν την Γκε Πε Ου; Κά­θε ευ­σε­βής μπουρ­ζουάς χει­ρο­κρο­τεί την ευ­φυ­ΐ­α της α­στυ­νο­μί­ας που ε­πι­τυγ­χά­νει με την πα­νουρ­γί­α να συλ­λά­βει έ­ναν ε­πι­κίν­δυ­νο γκάν­γκστερ. Η στρα­τιω­τι­κή πα­νουρ­γί­α εί­ναι α­λή­θεια α­πα­ρά­δε­κτη ό­ταν πρό­κει­ται για την α­να­τρο­πή των γκάν­γκστερ του ι­μπε­ρια­λι­σμού;

Ο Νόρ­μαν Τό­μας μι­λά­ει για «τον πα­ρά­ξε­νο κομ­μου­νι­στι­κό α­μο­ρα­λι­σμό για τον ο­ποί­ο τί­πο­τε δεν έ­χει ση­μα­σί­α έ­ξω α­πό το κόμ­μα και την ε­ξου­σί­α του», («Σο­σια­λι­στι­κή Πρό­σκλη­ση», 12 του Μάρ­τη 1938, σελ. 5). Ε­πι­πλέ­ον, ο Τό­μας βά­ζει στο ί­διο σα­κί τη ση­με­ρι­νή Κόμι­ντερ­ν, δη­λα­δή τη συ­νω­μο­σί­α της γρα­φειο­κρα­τί­ας του Κρεμ­λί­νου ε­νά­ντια στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη, με το Μπολσε­βίκικο Κόμ­μα, που α­ντι­προ­σώ­πευε μια συ­νω­μο­σί­α των προ­χω­ρη­μέ­νων ερ­γα­τών ε­νά­ντια στην μπουρ­ζουα­ζί­α. Αυ­τή η πέ­ρα για πέ­ρα α­νή­θι­κη ταύ­τι­ση α­πο­κα­λύ­φθη­κε αρ­κε­τά παραπάνω. Ο στα­λι­νι­σμός α­πλά κρύ­βε­ται πί­σω α­πό τη λα­τρεί­α του Κόμματος. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα κα­τα­στρέ­φει και κυ­λά­ει το Κόμ­μα στη λά­σπη. Εί­ναι, ω­στό­σο, α­λή­θεια πως για έ­ναν μπολ­σε­βί­κο το Κόμ­μα εί­ναι το παν. Ο Τό­μας, ο σο­σια­λι­στής του σα­λο­νιού, μέ­νει κα­τά­πλη­κτος και α­πορ­ρί­πτει μια πα­ρό­μοια σχέ­ση α­νά­με­σα σε έ­ναν ε­πα­να­στά­τη και την ε­πα­νά­στα­ση για­τί ο ί­διος δεν εί­ναι πα­ρά έ­νας μπουρ­ζουάς μΆ έ­να σο­σια­λι­στι­κό «ι­δα­νι­κό». Στα μά­τια του Τό­μας και των ο­μοί­ων του, το Κόμ­μα εί­ναι απλά έ­να βο­η­θη­τι­κό όρ­γα­νο για ε­κλο­γι­κές κο­μπί­νες κι άλ­λες πα­ρό­μοιες δου­λειές –τί­πο­τε πε­ρισσότερο. Η προ­σω­πι­κή του ζω­ή, τα συμ­φέ­ρο­ντα, οι δε­σμοί και τα η­θι­κά κρι­τή­ριά του υ­πάρ­χουν έ­ξω α­πό το Κόμ­μα. Με ε­χθρι­κή έκ­πλη­ξη α­ντι­κρί­ζει τον μπολ­σε­βί­κο για τον ο­ποί­ο το Κόμ­μα εί­ναι έ­να ό­πλο για τον ε­πα­να­στα­τι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νί­ας, κι εδώ περιλαμβάνε­ται και η ηθική της. Για έ­ναν ε­πα­να­στά­τη μαρ­ξι­στή δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­χει α­ντί­φα­ση α­νά­με­σα στην προ­σω­πι­κή η­θι­κή και στα συμ­φέ­ρο­ντα του Κόμ­μα­τος, α­φού το Κόμ­μα, στη συ­νεί­δη­σή του, εν­σω­μα­τώ­νει τα πιο υ­ψη­λά κα­θή­κο­ντα και σκο­πούς της αν­θρωπότητας. Εί­ναι α­φέλεια να φα­ντα­στού­με ό­τι ο Τό­μας έ­χει α­νώ­τε­ρη κα­τα­νό­η­ση της η­θι­κής α­πό τους μαρξι­στές. Α­πλά έ­χει μια πο­λύ χα­μη­λή α­ντί­λη­ψη για το Κόμ­μα.

«Κα­θε­τί που γεν­νιέ­ται α­ξί­ζει να πε­θά­νει», λέ­ει ο δια­λε­κτι­κός Γκέ­τε. Η καταστροφή του Μπολ­σεβίκικου Κόμ­μα­τος –έ­να ε­πει­σό­διο στην πα­γκό­σμια α­ντί­δρα­ση– δεν μειώ­νει, ω­στό­σο, την πα­γκό­σμια ι­στο­ρι­κή του ση­μα­σί­α. Στην πε­ρί­ο­δο της ε­πα­να­στα­τι­κής του α­νό­δου, δη­λα­δή ό­ταν πραγ­μα­τι­κά α­ντι­προ­σώ­πευε την προ­λε­τα­ρια­κή πρω­το­πο­ρί­α, ήταν το πιο έ­ντι­μο κόμ­μα της ι­στο­ρί­ας. Φυ­σι­κά, ό­πο­τε μπο­ρού­σε, ε­ξα­πα­τού­σε τις ε­χθρι­κές τά­ξεις. Α­πό την άλ­λη με­ριά, ό­μως, έ­λε­γε στους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους την α­λή­θεια, ό­λη την α­λή­θεια και μόνο την α­λήθεια. Μό­νο χά­ρη σΆ αυ­τό κα­τόρ­θω­σε να κερ­δί­σει την ε­μπι­στο­σύ­νη τους και σΆ έ­να τέ­τοιο βαθ­μό που πο­τέ δεν τον πέ­τυ­χε κα­νέ­να άλ­λο κόμ­μα στον κό­σμο.

Οι υπηρέτες της άρ­χου­σας τά­ξης α­πο­κα­λούν τους ορ­γα­νω­τές αυ­τού του κόμ­μα­τος «α­μο­ρα­λι­στές». Στα μά­τια των συ­νει­δη­τών ερ­γα­τών αυ­τή η κα­τη­γο­ρί­α έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα ε­παί­νου. Αυ­τό ση­μαί­νει: ο Λέ­νιν αρ­νή­θη­κε να α­να­γνω­ρί­σει τους η­θι­κούς κα­νό­νες που κα­θιέ­ρω­σαν οι δου­λο­κτή­τες για τους σκλά­βους τους –κα­νό­νες που πο­τέ δεν τη­ρή­θη­καν α­πό τους ί­διους τους δου­λο­κτή­τες. Κα­λού­σε το προ­λε­τα­ριά­το να ε­πε­κτεί­νει την τα­ξι­κή του πά­λη και στην η­θι­κή σφαί­ρα ε­πί­σης. Ε­κεί­νος που υ­πο­κλί­νε­ται μπρο­στά σε α­ξιώ­μα­τα που έ­χουν ε­γκα­θι­δρυ­θεί α­πό τον ε­χθρό, δεν θα νι­κή­σει πο­τέ αυ­τόν τον ε­χθρό!

Ο «α­μο­ρα­λι­σμός» του Λέ­νιν, δη­λα­δή η α­πόρ­ρι­ψη της υ­περ­τα­ξι­κής η­θι­κής, δεν τον ε­μπό­δι­σε να πα­ρα­μεί­νει πι­στός σΆ έ­να και το ί­διο ι­δα­νι­κό για ό­λη του τη ζω­ή. Δεν τον ε­μπό­δι­σε να α­φιε­ρώ­σει ό­λο του το Εί­ναι στην υ­πό­θε­ση των κα­τα­πιε­ζο­μέ­νων, να δεί­ξει τη με­γα­λύ­τε­ρη ευ­συ­νει­δη­σί­α στη σφαί­ρα των ι­δε­ών και το πιο υ­ψη­λό θάρ­ρος στη σφαί­ρα της δρά­σης, να δια­τη­ρή­σει μια στά­ση α­μό­λυ­ντη α­πό κά­θε ί­χνος έ­παρ­σης α­πέ­να­ντι στον «συ­νη­θι­σμέ­νο» ερ­γά­τη, στην α­νυ­πε­ρά­σπι­στη γυ­ναί­κα, στο παιδί. Δεν εί­ναι φα­νε­ρό ό­τι ο «α­μο­ρα­λι­σμός» στη δο­σμέ­νη πε­ρί­πτω­ση εί­ναι α­πλά το ψευ­δώ­νυ­μο της α­νώ­τε­ρης αν­θρώ­πι­νης η­θι­κής;

Έ­να Δι­δα­κτι­κό Ε­πει­σό­διο

Ε­δώ εί­ναι η κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή να α­φη­γη­θού­με έ­να ε­πει­σό­διο που, πα­ρά τον πε­ριο­ρι­σμέ­νο χα­ρα­κτή­ρα του, δεν α­πει­κο­νί­ζει ά­σχη­μα τη δια­φο­ρά α­νά­με­σα στην η­θι­κή τους και την η­θι­κή μας. Το 1935, με έ­να γράμ­μα στους βέλ­γους φί­λους μου, α­νέ­πτυ­ξα την α­ντί­λη­ψη ό­τι η α­πό­πει­ρα ε­νός νε­α­ρού ε­πα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος να ορ­γα­νώ­σει «δι­κά του» συν­δι­κά­τα ι­σο­δυ­να­μεί με αυ­τοκτονία. Πρέ­πει να βρί­σκου­με τους ερ­γά­τες ε­κεί που εί­ναι. Αλ­λά αυ­τό ση­μαί­νει να πλη­ρώ­νου­με συν­δρο­μές για να συ­ντη­ρού­με έ­ναν ο­πορ­του­νι­στι­κό μη­χα­νι­σμό; «Φυ­σι­κά, α­πά­ντη­σα, για να έ­χου­με το δι­καί­ω­μα να υ­πο­νο­μεύ­ου­με τους ρε­φορ­μι­στές εί­ναι α­νά­γκη να τους προ­σφέ­ρου­με προ­σω­ρι­νά τη συν­δρο­μή μας». Μα οι ρε­φορ­μι­στές θα μας ε­πι­τρέ­ψουν να τους υ­πο­νο­μεύ­σου­με; «Εί­ναι α­λή­θεια, α­πο­κρί­θη­κα, πως η υ­πο­νό­μευ­ση α­παι­τεί συ­νω­μο­τι­κά μέ­τρα. Οι ρε­φορ­μι­στές εί­ναι η πο­λι­τι­κή α­στυ­νο­μί­α της μπουρ­ζουα­ζί­ας μέ­σα στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη. Πρέ­πει να δρά­σου­με χω­ρίς την ά­δεια τους και ε­νά­ντια στις α­πα­γορεύσεις τους...».

Σε μια ε­πι­δρο­μή στο σπί­τι του συ­ντρό­φου Ντ., που συν­δε­ό­ταν, αν δεν κά­νω λά­θος, με το ζή­τη­μα της α­πο­στο­λής ό­πλων στους ι­σπα­νούς ερ­γά­τες, η βελ­γι­κή α­στυ­νο­μί­α κα­τά­σχε­σε το γράμ­μα μου. Μέ­σα σε λί­γες μέ­ρες το γράμ­μα αυ­τό δη­μοσιεύτηκε. Κι ό­πως ήταν φυ­σι­κό, ο Τύ­πος του Βα­ντερ­βέλ­ντε, του Ντε Μαν και του Σπά­ακ ά­στρα­ψε και βρό­ντη­σε ε­νά­ντια στο «μα­κια­βε­λι­σμό» και τον «ι­η­σου­ϊ­τι­σμό» μου.

Και ποιοι εί­ναι αυ­τοί οι κα­τή­γο­ροι; Ο Βα­ντερ­βέλ­ντε, πρό­ε­δρος για πολ­λά χρό­νια της Δεύ­τε­ρης Διε­θνούς, έ­χει γί­νει α­πό και­ρό έ­μπι­στος υ­πη­ρέ­της του βελ­γι­κού κε­φα­λαί­ου. Ο Ντε Μαν, που με μια σει­ρά χο­ντρούς τό­μους ε­ξευ­γέ­νι­σε το σο­σια­λι­σμό με ι­δε­α­λι­στι­κές η­θι­κο­λο­γί­ες, κά­νο­ντας πα­ρα­χω­ρή­σεις στη θρη­σκεί­α, άρ­πα­ξε την πρώ­τη κα­τάλ­λη­λη ευ­και­ρί­α για να προ­δώ­σει τους ερ­γά­τες και να γί­νει έ­νας κοι­νός α­στός υ­πουργός. Α­κό­μα πιο χα­ρι­τω­μέ­νη εί­ναι η πε­ρί­πτω­ση του Σπά­ακ. Ε­δώ κι ε­νά­μι­ση χρό­νο αυ­τός ο τζέ­ντλε­μαν α­νή­κε στην α­ρι­στε­ρή σο­σια­λι­στι­κή α­ντι­πο­λί­τευ­ση και ήρ­θε και με βρή­κε στη Γαλ­λί­α για να με συμ­βου­λευ­τεί για τις μέ­θο­δες πά­λης ε­νά­ντια στη γρα­φειο­κρα­τί­α του Βα­ντερ­βέλ­ντε. Του α­νέ­πτυ­ξα τις ί­διες αυ­τές α­ντι­λή­ψεις που αρ­γό­τε­ρα α­πο­τέ­λε­σαν το γράμ­μα μου. Αλ­λά έ­να χρό­νο με­τά την ε­πί­σκε­ψή του, ο Σπά­ακ προ­τί­μη­σε τα ρό­δα α­πό τΆ α­γκάθια. Προ­δί­νο­ντας τους συ­ντρό­φους του της α­ντι­πο­λί­τευ­σης, έ­γι­νε έ­νας α­πό τους πιο κυ­νι­κούς υ­πουρ­γούς του βελ­γι­κού κε­φα­λαί­ου.

Στα ερ­γα­τι­κά συν­δι­κά­τα και μέ­σα στο ί­διο τους το κόμ­μα αυ­τοί οι τζέ­ντλε­μεν πνί­γουν κά­θε κρι­τι­κή φω­νή, συ­στη­μα­τι­κά δω­ρο­δο­κούν και δια­φθεί­ρουν τους πιο προ­χω­ρη­μέ­νους ερ­γά­τες και το ί­διο συ­στη­μα­τι­κά δια­γρά­φουν αυ­τούς που δεν υ­πο­τάσσονται. Το μό­νο που τους ξε­χω­ρί­ζει α­πό την Γκε Πε Ου εί­ναι ό­τι δεν κα­τέ­φυ­γαν α­κό­μα στην αι­μα­το­χυ­σί­α –σαν κα­λοί πα­τριώ­τες φυ­λά­νε το αί­μα των ερ­γα­τών για τον ερ­χό­με­νο ι­μπε­ρια­λι­στι­κό πόλεμο. Εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρο –πρέ­πει νά Άναι κα­νείς τέ­ρας της Α­πο­κά­λυ­ψης, η­θι­κό ε­ξάμ­βλω­μα, «Κά­φρος», μπολ­σε­βί­κος για να συμ­βου­λεύ­ει τους ε­πα­να­στά­τες ερ­γά­τες να παίρ­νουν συ­νω­μο­τι­κά μέ­τρα στην πά­λη ε­νά­ντια σΆ αυ­τούς τους τζέ­ντλε­μεν!

Α­πό την ά­πο­ψη της βελ­γι­κής νο­μο­θε­σί­ας, το γράμ­μα μου, φυ­σι­κά, δεν πε­ριεί­χε τί­πο­τε το ε­γκληματικό. Το κα­θή­κον της «δη­μο­κρα­τι­κής» α­στυ­νο­μί­ας ήταν να ε­πι­στρέ­ψει το γράμ­μα στον πα­ρα­λή­πτη του και να του ζη­τή­σει συ­γνώ­μη. Το κα­θή­κον του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος ήταν να δια­μαρ­τυ­ρη­θεί ε­νά­ντια στην ε­πι­δρο­μή που εί­χε υ­πα­γο­ρευ­τεί και αφο­ρούσε τα συμ­φέ­ρο­ντα του στρα­τη­γού Φράν­κο. Αλ­λά οι κύ­ριοι σο­σια­λι­στές δεν ντρά­πη­καν κα­θό­λου να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν την αυ­θαι­ρε­σί­α της α­στυ­νο­μι­κής υ­πη­ρε­σί­ας χω­ρίς την ο­ποί­α δεν θα μπο­ρού­σαν να έ­χουν την ευ­χά­ρι­στη ευ­και­ρί­α να εκ­θέ­σουν γιΆ άλ­λη μια φο­ρά την α­νω­τε­ρό­τη­τα της η­θι­κής τους α­πέ­να­ντι στον α­μο­ρα­λι­σμό των μπολσεβίκων.

Το κα­θε­τί έ­χει συμ­βο­λι­κή ση­μα­σί­α σΆ αυ­τό το ε­πεισόδιο. Οι βέλ­γοι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες ά­δεια­σαν πά­νω μου τους κου­βά­δες της α­γα­νά­κτη­σής τους α­κρι­βώς την ώ­ρα που οι νορ­βη­γοί ο­μο­ϊ­δε­ά­τες τους κρα­τού­σαν ε­μέ­να και τη γυ­ναί­κα μου κλει­δα­μπα­ρω­μέ­νους για να μην μπο­ρέ­σου­με να α­μυν­θού­με ε­νά­ντια στις κα­τη­γο­ρί­ες της Γκε Πε Ου. Η νορ­βη­γι­κή κυ­βέρ­νη­ση ή­ξε­ρε κα­λά ό­τι οι κα­τη­γο­ρί­ες της Μό­σχας ήταν ψεύ­τι­κες –η η­μιε­πί­ση­μη ε­φη­με­ρί­δα των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών το δια­βε­βαί­ω­σε αυ­τό α­νοι­χτά α­πό τις πρώ­τες κιό­λας μέ­ρες. Αλ­λά η Μό­σχα έ­θι­γε τους νορ­βη­γούς ε­φο­πλι­στές και ψα­ρέ­μπο­ρους στο πορ­το­φό­λι– και οι κύ­ριοι σο­σιαλ­δη­μο­κρά­τες βιά­στη­καν να προσκυνήσουν. Ο αρ­χη­γός του κόμ­μα­τος, Μαρτίν Τράν­μα­ελ, δεν εί­ναι α­πλά μια αυ­θε­ντί­α στην η­θι­κή σφαί­ρα, αλ­λά κι έ­νας α­νοι­χτά ε­νά­ρε­τος πο­λί­της: δεν πί­νει, δεν κα­πνί­ζει, α­πο­φεύ­γει το κρέ­ας και το χει­μώ­να κο­λυ­μπά­ει στα πα­γω­μέ­να νε­ρά. Αυ­τά δεν τον ε­μπό­δι­σαν, α­φού μας συ­νέ­λα­βε με ε­ντο­λή της Γκε Πε Ου, να βά­λει ει­δι­κά έ­ναν νορ­βη­γό πρά­κτο­ρα της Γκε Πε Ου, κά­ποιον Τζά­κο­μπ Φρις –έ­ναν α­στό χω­ρίς ε­ντι­μό­τη­τα ή συ­νεί­δη­ση– να με συ­κοφαντή­σει. Αλ­λά αρ­κε­τά εί­πα­με...

Η η­θι­κή αυ­τών των κυ­ρί­ων α­πο­τε­λεί­ται α­πό συμβατικά δι­δάγ­ματα και τρό­πους έκ­φρα­σης, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι συ­γκα­λύ­πτουν τα συμ­φέ­ρο­ντα, τις ο­ρέ­ξεις και τους φό­βους τους. Στην πλειο­ψη­φί­α τους εί­ναι έ­τοι­μοι για κά­θε προ­στυ­χιά –ε­γκα­τά­λει­ψη πε­ποι­θή­σε­ων, δο­λιό­τη­τα, προ­δο­σί­α– για χά­ρη της φι­λο­δο­ξί­ας ή της α­πλη­στί­ας τους. Στην ιε­ρή σφαί­ρα των α­το­μι­κών συμ­φε­ρό­ντων ο σκο­πός α­γιά­ζει, γιΆ αυ­τούς, κά­θε μέ­σο. Και εί­ναι α­κρι­βώς γιΆ αυ­τό το λό­γο που α­παι­τούν ει­δι­κούς κώ­δι­κες η­θι­κής, μό­νι­μους και ταυ­τό­χρο­να ε­λα­στι­κούς, σαν κα­λές τι­ρά­ντες. Μι­σούν κά­θε άν­θρω­πο που ξε­σκε­πά­ζει τα ε­παγ­γελ­μα­τι­κά τους μυ­στι­κά στις μά­ζες. Σε «ει­ρη­νι­κές» ε­πο­χές το μί­σος τους εκ­φρά­ζε­ται σε συ­κο­φα­ντί­ες –στη γλώσ­σα της ψα­ρα­γο­ράς ή σε φι­λο­σο­φι­κή διά­λε­κτο. Σε ε­πο­χές ο­ξυ­μέ­νων κοι­νω­νι­κών συ­γκρού­σε­ων, ό­πως στην Ι­σπα­νί­α, οι η­θι­κο­λό­γοι αυ­τοί δο­λο­φο­νούν, χέ­ρι χέ­ρι με την Γκε Πε Ου, τους ε­πα­να­στά­τες. Και για να δι­και­ο­λο­γη­θούν ε­πα­να­λαμ­βά­νουν διαρ­κώς: «Ο τρο­τσκι­σμός και ο στα­λι­νι­σμός εί­ναι έ­να και το ί­διο πράγ­μα».

Δια­λε­κτι­κή Αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση Σκο­πού και Μέ­σων

Έ­να μέ­σο μπο­ρεί να δι­καιο­λο­γη­θεί μό­νο α­πό το σκο­πό του. Μα ο σκο­πός, με τη σει­ρά του, χρειά­ζε­ται να δι­καιο­λο­γη­θεί κι αυ­τός. Α­πό την ά­πο­ψη του μαρ­ξι­σμού, που εκ­φρά­ζει τα ι­στο­ρι­κά συμ­φέ­ρο­ντα του προ­λε­τα­ριά­του, ο σκο­πός δι­καιο­λο­γεί­ται αν ο­δη­γεί στην αύ­ξη­ση της κυ­ριαρ­χί­ας της αν­θρω­πό­τη­τας πά­νω στη Φύ­ση και στην κα­τάρ­γη­ση της κυ­ριαρ­χί­ας του αν­θρώ­που πά­νω στον άν­θρωπο.

«ΜΆ αυ­τό θέ­λε­τε να πεί­τε ό­τι στην ε­πι­δί­ω­ξη αυ­τού του σκο­πού το κα­θε­τί ε­πι­τρέ­πε­ται;», ρω­τά­ει σαρ­κα­στι­κά ο φι­λι­σταί­ος, α­πο­δεί­χνο­ντας ό­τι δεν κα­τά­λα­βε τί­πο­τα. Ε­πι­τρέ­πε­ται, α­πα­ντά­με, μό­νο ε­κεί­νο που πραγ­μα­τι­κά ο­δη­γεί στην α­πε­λευ­θέ­ρω­ση της αν­θρωπότητας. Κι α­φού αυ­τός ο σκο­πός μπο­ρεί να ολο­κλη­ρω­θεί μό­νο με την ε­πα­νά­στα­ση, η α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή η­θι­κή του προ­λε­τα­ριά­του εί­ναι α­να­γκα­στι­κά προι­κι­σμέ­νη μΆ έ­ναν ε­πα­να­στα­τι­κό χα­ρακτήρα. Α­ντι­τί­θε­ται α­συμ­φι­λί­ω­τα ό­χι μο­νά­χα στο θρη­σκευ­τι­κό δόγ­μα, αλ­λά και στα κά­θε εί­δους ι­δε­ο­λο­γι­κά φε­τίχ, τους φι­λο­σο­φι­κούς αυ­τούς χω­ρο­φύ­λα­κες της άρ­χου­σας τά­ξης. Συ­νά­γει τους κα­νό­νες της συ­μπε­ρι­φο­ράς του α­πό τους νό­μους α­νά­πτυ­ξης της κοι­νω­νί­ας, και πρω­ταρ­χι­κά α­πό την πά­λη των τά­ξε­ων, που εί­ναι ο νό­μος ό­λων των νό­μων.

Αλ­λά ο η­θι­κο­λό­γος ε­πι­μέ­νει: «Αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι στον τα­ξι­κό α­γώ­να ε­νά­ντια στους κα­πι­τα­λι­στές ε­πι­τρέ­πο­νται ό­λα τα μέ­σα: το ψέ­μα, η συ­νω­μο­σί­α, η προ­δο­σί­α, ο φό­νος και ού­τω κα­θε­ξής;». Ε­πι­τρε­πό­με­να και α­να­γκαί­α, α­πα­ντά­με, εί­ναι ε­κεί­να και μό­νο ε­κεί­να τα μέ­σα που συ­νε­νώ­νουν το ε­πα­να­στα­τι­κό προ­λε­τα­ριά­το, γε­μί­ζουν την καρ­διά του με α­συμ­φι­λί­ω­τη ε­χθρό­τη­τα στην κα­τα­πί­ε­ση, του δι­δά­σκουν την πε­ρι­φρό­νη­ση στην ε­πί­ση­μη η­θι­κή και τα δη­μο­κρα­τι­κά της φε­ρέ­φω­να, το δια­πο­τί­ζουν με τη συ­νεί­δη­ση της ι­στο­ρι­κής του α­πο­στο­λής και δυ­να­μώ­νουν το θάρ­ρος του και το πνεύ­μα αυ­το­θυ­σί­ας στον αγώ­να. ΑπΆ αυ­τά α­κρι­βώς βγαί­νει ό­τι δεν ε­πι­τρέ­πο­νται ό­λα τα μέ­σα. Ό­ταν λέ­με πώς ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα, τό­τε το συ­μπέ­ρα­σμα που βγαί­νει για μας εί­ναι ό­τι ο με­γά­λος ε­πα­να­στα­τι­κός σκο­πός α­πο­κρού­ει πε­ρι­φρο­νη­τι­κά ε­κεί­να τα χυ­δαί­α μέ­σα και τους τρό­πους που στρέ­φουν έ­να τμή­μα της ερ­γα­τι­κής τά­ξης ε­νά­ντια σΆ άλ­λα τμή­μα­τα της, ή που ε­πι­χει­ρούν να κά­νουν τις μά­ζες ευ­τυ­χι­σμέ­νες χω­ρίς τη δι­κή τους συμ­με­το­χή, ή ε­λατ­τώ­νουν την πί­στη των μα­ζών στον ε­αυ­τό τους και στην ορ­γά­νω­σή τους, α­ντι­κα­θι­στώ­ντας την με τη λα­τρεί­α των «αρ­χη­γών». Πρω­ταρ­χι­κά και α­συμ­φι­λί­ω­τα, η ε­πα­να­στα­τι­κή η­θι­κή α­πορ­ρί­πτει τη δου­λο­πρέ­πεια α­πέ­να­ντι στην μπουρ­ζουα­ζί­α και την υ­πε­ρο­ψί­α α­πέ­ναντι στους ερ­γα­ζό­με­νους, δη­λα­δή α­πορ­ρί­πτει ε­κεί­να τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στα ο­ποί­α οι μι­κρο­α­στοί σχο­λα­στι­κοί και η­θι­κο­λό­γοι εί­ναι βου­τηγ­μέ­νοι ως το λαιμό.

Τα κρι­τή­ρια αυ­τά δεν προ­σφέ­ρουν, φυ­σι­κά, μια έ­τοι­μη α­πά­ντη­ση στο ε­ρώ­τη­μα τι ε­πι­τρέ­πε­ται και τι δεν ε­πι­τρέ­πε­ται σε κά­θε ι­διαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση. Δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­χουν τέ­τοιες αυ­τό­μα­τες α­πα­ντή­σεις. Τα προ­βλή­μα­τα της ε­πα­να­στα­τι­κής η­θι­κής εί­ναι συ­νυ­φα­σμέ­να με τα προ­βλή­μα­τα της ε­πα­να­στα­τι­κής στρα­τη­γι­κής και τα­κτικής. Η ζω­ντα­νή πεί­ρα του κι­νή­μα­τος κά­τω α­πό το φως της θε­ω­ρί­ας προ­σφέ­ρει τη σω­στή α­πά­ντη­ση σε αυ­τά τα προ­βλή­μα­τα.

Για το δια­λε­κτι­κό υ­λι­σμό δεν υ­πάρ­χει δυ­ϊ­σμός α­νά­με­σα στα μέ­σα και το σκοπό. Ο σκο­πός α­πορ­ρέ­ει φυ­σιο­λο­γι­κά α­πό το ι­στο­ρι­κό κί­νη­μα. Ορ­γα­νι­κά τα μέ­σα εί­ναι υ­πο­ταγ­μέ­να στο σκοπό. Ο ά­με­σος σκο­πός γί­νε­ται το μέ­σο για έ­να πα­ρα­πέ­ρα σκοπό. Στο θε­α­τρι­κό του έρ­γο «Φρα­ντς φον Ζίκι­γκεν» ο Φερ­ντι­νά­ντ Λα­σά­λ βά­ζει τα πα­ρα­κά­τω λό­για στο στό­μα ε­νός α­πό τους ή­ρω­ές του:

«Δείξε μου το σκοπό, μα δείξε και το δρόμο.
Τόσο σφιχτοδεμένος είναι ο δρόμος με το σκοπό,
Που η αλλαγή του ενός σημαίνει αλλαγή και τΆ άλ­λου,
Κι οι νέοι δρόμοι πάντα νέους σκοπούς ανοίγουν».

Οι στί­χοι του Λα­σά­λ κά­θε άλ­λο πα­ρά τέ­λειοι εί­ναι. Και το χει­ρό­τε­ρο εί­ναι ό­τι στην πρα­κτι­κή πο­λι­τι­κή ο ί­διος ο Λα­σά­λ ξέ­φυ­γε α­πό το πα­ρα­πά­νω α­ξί­ω­μα –εί­ναι αρ­κε­τό να θυ­μη­θού­με ό­τι έ­φτα­σε στο ση­μεί­ο να κά­νει μυ­στι­κές συμ­φω­νί­ες με τον Μπί­σμαρ­κ! Μα η δια­λε­κτι­κή αλ­λη­λε­ξάρ­τη­ση α­νά­με­σα στα μέ­σα και το σκο­πό εκ­φρά­ζε­ται ο­λό­τε­λα σω­στά στους πα­ρα­πά­νω στί­χους. Πρέ­πει να σπαρ­θούν σπό­ροι στα­ριού για να φυ­τρώ­σουν στάχυα.

Η α­το­μι­κή τρο­μο­κρα­τί­α, λό­γου χά­ρη, ε­πι­τρέ­πε­ται ή δεν ε­πι­τρέ­πε­ται α­πό την ά­πο­ψη της «κα­θα­ρής η­θι­κής»; Στην α­φη­ρη­μέ­νη αυ­τή μορ­φή το ζή­τη­μα δεν υ­πάρ­χει κα­θό­λου για μας. Ο συ­ντη­ρη­τι­κός Ελβετός μπουρ­ζουάς α­κό­μα και τώ­ρα ε­γκω­μιά­ζει δη­μό­σια τον τρο­μο­κρά­τη Γου­λιέλ­μο Τέλο. Οι συ­μπά­θειές μας στρέ­φο­νται α­μέ­ρι­στα προς τους Ιρ­λαν­δούς, Ρώ­σους, Πο­λω­νούς ή Ιν­δούς τρο­μο­κρά­τες στον α­γώ­να τους ε­νά­ντια στην ε­θνι­κή και πο­λι­τι­κή κα­ταπίεση. Ο δο­λο­φο­νη­μέ­νος Κί­ροφ, έ­νας βά­ναυ­σος σα­τρά­πης, δεν γεν­νά­ει κα­μιά συ­μπάθεια. Η σχέ­ση μας με το δο­λο­φό­νο πα­ρα­μέ­νει ου­δέ­τε­ρη μό­νο για­τί δεν ξέ­ρου­με τα κί­νη­τρα που τον κα­θο­δή­γη­σαν. Αν α­πο­δει­χνό­ταν ό­τι ο Νι­κο­λά­γιεφ ε­νήρ­γη­σε σαν συ­νει­δη­τός τι­μω­ρός για τα ερ­γα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα τα πο­δο­πα­τη­μέ­να α­πό τον Κί­ροφ, οι συ­μπά­θειές μας θά Άταν ο­λο­κλη­ρω­τι­κά με το μέ­ρος του δο­λο­φό­νου. Ω­στό­σο, ε­κεί­νο που για μας έ­χει α­πο­φα­σι­στι­κή ση­μα­σί­α δεν εί­ναι το ζή­τη­μα των υ­πο­κει­με­νι­κών κι­νή­τρων, αλ­λά το ζή­τη­μα των α­ντι­κει­με­νι­κών α­πο­τελεσμάτων. Τα δο­σμέ­να μέ­σα εί­ναι πράγ­μα­τι ι­κα­νά να μας ο­δη­γή­σουν στο σκο­πό; Σε σχέ­ση με την α­το­μι­κή τρο­μο­κρα­τί­α, τό­σο η θε­ω­ρί­α ό­σο και η πεί­ρα α­πο­δεί­χνουν ό­τι δεν συμ­βαί­νει αυτό. Λέ­με στον τρο­μο­κρά­τη: εί­ναι α­δύ­να­το να α­ντι­κα­τα­στή­σεις τις μά­ζες. Μό­νο μέ­σα στο μα­ζι­κό κί­νη­μα μπο­ρείς να βρεις α­πο­τε­λε­σμα­τι­κή έκ­φρα­ση του η­ρω­ι­σμού σου. Ω­στό­σο, μέ­σα στις συν­θή­κες του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου, η δο­λο­φο­νί­α με­μο­νω­μέ­νων κα­τα­πιε­στών παύ­ει να εί­ναι πρά­ξη α­το­μι­κής τρο­μο­κρα­τίας. Αν, ας πού­με, έ­νας ε­πα­να­στά­της τί­να­ζε με μια βόμ­βα στον α­έ­ρα τον στρα­τη­γό Φράν­κο και το ε­πι­τε­λεί­ο του, αυ­τή του η πρά­ξη πο­λύ δύ­σκο­λα θα προ­κα­λού­σε η­θι­κή α­γα­νά­κτη­ση α­κό­μα και στους δη­μο­κρα­τι­κούς ευ­νούχους. Μέ­σα στις συν­θή­κες του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου μια πα­ρό­μοια πρά­ξη θα ήταν πο­λι­τι­κά πέ­ρα για πέ­ρα δι­καιο­λο­γη­μέ­νη. Έ­τσι, α­κό­μα και στο ο­ξύ­τε­ρο ζή­τη­μα –το σκό­τω­μα αν­θρώ­που α­πό άν­θρω­πο– τα α­πό­λυ­τα η­θι­κά α­ξιώ­μα­τα α­πο­δείχνο­νται μά­ταια. Οι η­θι­κές ε­κτι­μή­σεις, μα­ζί με τις πο­λι­τι­κές, βγαί­νουν α­πό τις ε­σω­τε­ρι­κές α­νά­γκες του α­γώ­να.

Η α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων δεν μπο­ρεί να πραγ­μα­το­ποι­η­θεί πα­ρά μό­νο α­πό τους ί­διους. ΓιΆ αυ­τό δεν υ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρο έ­γκλη­μα α­πό το να ε­ξα­πα­τάς τις μά­ζες, να πα­ρου­σιά­ζεις τις ήτ­τες για νί­κες, τους φί­λους για ε­χθρούς, να ε­ξα­γο­ρά­ζεις τους ερ­γα­τι­κούς η­γέ­τες, να φτιά­χνεις θρύ­λους, να σκη­νο­θε­τείς ψεύ­τι­κες δί­κες, με μια λέ­ξη να κά­νεις ό,τι κά­νουν οι σταλι­νικοί. Τα μέ­σα αυτά έ­να μό­νο σκο­πό μπο­ρούν να υ­πη­ρε­τή­σουν: να πα­ρα­τεί­νουν την κυ­ριαρ­χί­α μιας κλί­κας που έ­χει ή­δη κα­τα­δι­κα­στεί α­πό την ιστο­ρί­α. Μα δεν μπο­ρούν να συ­ντε­λέ­σουν στην α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των μα­ζών. Να για­τί η Τέ­ταρ­τη Διε­θνής κά­νει α­γώ­να ζω­ής και θα­νά­του ε­νά­ντια στο σταλινισμό.

Οι μά­ζες, φυ­σι­κά, δεν εί­ναι κα­θό­λου α­να­μάρ­τη­τες. Η ε­ξι­δα­νί­κευ­ση των μα­ζών μάς εί­ναι ε­ντε­λώς ξέ­νη. Τις εί­δα­με κά­τω α­πό διάφορες συν­θή­κες, σε διά­φο­ρες φάσεις και ε­πι­πρό­σθε­τα στους με­γα­λύ­τε­ρους πο­λι­τι­κούς συ­γκλονισμούς. Έ­χου­με πα­ρα­τη­ρή­σει τις δυ­να­τές και τις α­δύ­να­τες πλευ­ρές τους. Η δυ­να­τή τους πλευ­ρά –α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, αυ­το­θυ­σί­α, η­ρω­ι­σμός– βρή­κε πά­ντο­τε την πιο κα­θα­ρή της έκ­φρα­ση σε ε­πο­χές ε­πα­να­στα­τι­κής α­νό­δου. ΣΆ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο οι μπολ­σε­βί­κοι βρί­σκο­νταν ε­πι­κε­φα­λής των μα­ζών. Κα­τό­πιν, ά­νοι­ξε έ­να δια­φο­ρε­τι­κό ι­στο­ρι­κό κε­φά­λαιο, ό­ταν πέ­ρα­σε στο προ­σκή­νιο η αδύ­να­τη πλευ­ρά των κα­τα­πιε­ζο­μέ­νων: α­νο­μοιο­γέ­νεια, πο­λι­τι­στι­κή κα­θυ­στέ­ρη­ση, στε­νό­τη­τα πα­γκό­σμιας προο­πτικής. Οι μά­ζες, κου­ρα­σμέ­νες α­πό την έ­ντα­ση, κα­τα­λαμ­βά­νο­νται α­πό την α­πο­γο­ή­τευ­ση, χά­νουν την πί­στη στον ε­αυ­τό τους –και στρώ­νουν το δρό­μο για τη νέ­α αριστο­κρατία. ΣΆ αυ­τή την ε­πο­χή οι μπολ­σε­βί­κοι («τρο­τσκι­στές») βρέ­θη­καν α­πο­μο­νω­μέ­νοι α­πό τις μά­ζες. Πρα­κτι­κά μι­λώ­ντας, πε­ρά­σα­με μέ­σα α­πό δυο με­γά­λους τέ­τοιους ι­στο­ρι­κούς κύ­κλους: 1897-1905, χρό­νια πλημ­μυ­ρί­δας, 1907-1913, χρό­νια α­μπώ­τι­δας, 1917-1923, πε­ρί­ο­δος α­νό­δου χω­ρίς προ­η­γού­με­νο στην ι­στο­ρί­α, τέ­λος, μια νέ­α πε­ρί­ο­δος α­ντί­δρα­σης που δεν τέ­λειω­σε α­κό­μα μέ­χρι σή­μερα. Μέ­σα σΆ αυ­τά τα τε­ρά­στια γε­γο­νό­τα οι «τρο­τσκι­στές» δι­δά­χτη­καν το ρυθ­μό της ι­στο­ρί­ας, δη­λα­δή τη δια­λε­κτι­κή του τα­ξι­κού α­γώ­να. Δι­δά­χτη­καν α­κό­μα, κα­θώς φαί­νε­ται, κι ως έ­να βαθ­μό μΆ ε­πι­τυ­χί­α, πώς να υ­πο­τάσ­σουν τα υ­πο­κει­με­νι­κά τους σχέ­δια και προ­γράμ­μα­τα σΆ αυ­τόν τον α­ντι­κει­με­νι­κό ρυθμό. Μά­θα­νε να μην α­πελ­πί­ζο­νται μπρο­στά στο γε­γο­νός ό­τι οι νό­μοι της ι­στο­ρί­ας δεν ε­ξαρ­τώ­νται α­πό τα α­το­μι­κά τους γού­στα και δεν υ­πο­τάσ­σο­νται στα δι­κά τους η­θι­κά κριτήρια. Μά­θα­νε να υ­πο­τάσ­σουν τις α­το­μι­κές τους δια­θέ­σεις στους νό­μους της ιστο­ρί­ας. Μά­θα­νε να μην τρο­μά­ζουν μπρο­στά στους πιο ι­σχυ­ρούς ε­χθρούς ό­ταν η δύ­να­μη των τε­λευ­ταί­ων βρί­σκε­ται σε α­ντί­φα­ση με τις α­νά­γκες της ι­στο­ρι­κής α­νάπτυξης. Ξέ­ρουν πώς να κο­λυ­μπά­νε ε­νά­ντια στο ρεύ­μα με τη βα­θιά πε­ποί­θη­ση ό­τι η νέ­α ι­στο­ρι­κή πλημ­μυ­ρί­δα θα τους φέ­ρει στην α­ντι­κρι­νή ό­χθη. Δεν θα φτά­σουν ό­λοι σΆ αυ­τή την ό­χθη, πολ­λοί θα πνι­γούν. Μα το να συμ­με­τέ­χεις σΆ αυ­τό το κί­νη­μα με α­νοι­χτά τα μά­τια και με α­δά­μα­στη τη θέ­λη­ση –αυ­τό μό­νο μπο­ρεί να δώ­σει την πιο υ­ψη­λή η­θι­κή ι­κα­νο­ποί­η­ση σΆ έ­να σκε­πτό­με­νο ον!

Κο­γιο­α­κάν, 16 του Φλε­βά­ρη

1938



Y.Γ. Έ­γρα­ψα αυ­τές τις γραμ­μές τις μέ­ρες που ο γιος μου, χω­ρίς να το ξέ­ρω, πά­λευε με το θά­να­το. Α­φιε­ρώ­νω τη μι­κρή αυ­τή ερ­γα­σί­α στη μνή­μη του, που, ελ­πί­ζω, θά Άχε την ε­πι­δο­κι­μα­σί­α του. Ο Λε­όν Σε­ντόφ ήταν έ­νας γνή­σιος ε­πα­να­στά­της και πε­ρι­φρο­νού­σε τους φα­ρι­σαί­ους.