MIA> Ελληνικό τμήμα> Τρότσκι> Έργα> Η ηθική τους και η ηθική μας> Οι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο Μαρξισμό



Λεόν Τρότσκι

Η ηθική τους και η ηθική μας

Οι ηθικολόγοι και οι συκοφάντες ενάντια στο Μαρξισμό


Προηγούμενο: Μέρος B΄
Επόμενο: Βιογραφικά σημειώματα

Οι Πρα­μα­τευ­τές της Ε­πιεί­κειας και οι Σο­σια­λι­στές Σύμ­μα­χοί τους, ή ο Κού­κος σε μια Ξέ­νη Φω­λιά

Το Φυλλάδιο, Η Η­θι­κή τους και η Η­θι­κή μας, α­νά­γκα­σε ο­ρι­σμέ­νους φι­λι­σταί­ους και συ­κο­φά­ντες να α­πο­κα­λύ­ψουν πλή­ρως τον ε­αυ­τό τους, κι έ­τσι α­πό­κτη­σε μια α­ξί­α. Τα πρώ­τα α­πο­κόμ­μα­τα που πή­ρα α­πό τον γαλ­λι­κό και τον βελγικό Τύ­πο, μου το δεί­χνουν κα­θαρά. Η πιο κα­τα­νο­η­τή στο εί­δος της εί­ναι η ε­πι­σκό­πη­ση που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην πα­ρι­σι­νή κα­θο­λι­κή ε­φη­με­ρί­δα «Ο Σταυ­ρός». Οι κύ­ριοι αυ­τοί έ­χουν έ­να δι­κό τους σύ­στη­μα, και δεν ντρέ­πο­νται κα­θό­λου να το υ­πο­στη­ρί­ζουν. Εί­ναι υ­πέρ μιας α­πό­λυ­της η­θι­κής, και πά­νω απΆ ό­λα υ­πέρ του δήμιου Φράν­κο. Αυ­τή εί­ναι η θέ­λη­ση του θε­ού. Πί­σω τους στέ­κε­ται έ­νας Ου­ρά­νιος Ε­ξυ­για­ντής που μα­ζεύ­ει και κα­θα­ρί­ζει ό­λη τη βρο­μιά που α­φή­νουν στο πέ­ρα­σμά τους. Δεν μας ξαφ­νιά­ζει, λοι­πόν, κα­θό­λου το γε­γο­νός ό­τι κα­τα­δι­κά­ζουν σαν α­νά­ξια την η­θι­κή των ε­πα­να­στα­τών που παίρ­νουν την ευ­θύ­νη πά­νω τους. Αλ­λά τώ­ρα εν­δια­φε­ρό­μα­στε ό­χι για τους ε­παγ­γελ­μα­τί­ες πρα­μα­τευ­τές της ε­πιεί­κειας, αλ­λά για τους η­θι­κο­λό­γους που τα βγά­ζουν πέ­ρα χω­ρίς το θε­ό, ζη­τώ­ντας να τον υ­πο­κα­τα­στή­σουν οι ί­διοι.

Η «σο­σια­λι­στι­κή» ε­φη­με­ρί­δα των Βρυ­ξε­λών, «Ο Λα­ός» –το κρη­σφύ­γε­το αυ­τό της α­ρε­τής!– δεν μπό­ρε­σε να βρει τί­πο­τε άλ­λο στο μι­κρό μας βι­βλί­ο πέ­ρα α­πό μια ε­γκλη­μα­τι­κή συ­ντα­γή για τη δη­μιουρ­γί­α μυ­στι­κών πυ­ρή­νων που ε­πι­διώ­κουν τον πιο α­νή­θι­κο απΆ ό­λους τους σκο­πούς: την υ­πο­νό­μευ­ση του κύ­ρους και των ει­σο­δη­μά­των της βελ­γι­κής ερ­γα­τι­κής γρα­φειοκρα­τίας. Σε α­πά­ντη­ση, βέ­βαια, μπο­ρεί να πει κα­νείς ό­τι η γρα­φειο­κρα­τί­α αυ­τή έ­χει στην κα­μπού­ρα της α­να­ρίθ­μη­τες προ­δο­σί­ες και πραγ­μα­τι­κές α­πά­τες (θά Άταν αρ­κε­τό να υ­πεν­θυ­μί­σου­με την ι­στο­ρί­α με την «Ερ­γα­τι­κή Τρά­πε­ζα»!), ό­τι σβή­νει κά­θε σπί­θα κρι­τι­κής σκέ­ψης μέ­σα στην ερ­γα­τι­κή τά­ξη κι ό­τι στην πρακ­τι­κή η­θι­κή της δεν εί­ναι κα­θό­λου α­νώ­τε­ρη α­πό τον πο­λι­τι­κό της σύμ­μα­χο, την κα­θο­λι­κή ιε­ραρ­χί­α. Αλ­λά, πρώ­τα πρώ­τα, μό­νο άν­θρω­ποι που δεν έ­χουν κα­λή α­να­τρο­φή θα μπο­ρού­σαν να α­να­φέ­ρουν τέ­τοια δυ­σά­ρε­στα πράγ­μα­τα και, δεύ­τε­ρο, ό­λοι αυ­τοί οι κύ­ριοι, ό­ποια κι αν εί­ναι τα μι­κρά τους α­μαρ­τή­μα­τα, κρα­τά­νε για ε­φε­δρεί­α τις πιο υ­ψη­λές αρ­χές της η­θικής. Αυ­τό σκέ­πτε­ται προ­σω­πι­κά ο Αν­ρί ντε Μαν, και α­πό το ύ­ψος της αυ­θε­ντί­ας του ε­μείς οι μπολ­σε­βί­κοι δεν μπο­ρού­με, φυ­σι­κά, να πε­ρι­μέ­νου­με κα­μιά ε­πιείκεια.

Πριν πε­ρά­σου­με στους άλ­λους η­θι­κο­λό­γους, ας στα­μα­τή­σου­με για μια στιγ­μή σε μια α­να­κοί­νω­ση που τύ­πω­σαν οι γάλ­λοι εκ­δό­τες του μι­κρού μας βι­βλί­ου. Α­πό την ί­δια της τη φύ­ση μια α­να­κοί­νω­ση εί­τε πα­ρου­σιάζει ένα βι­βλί­ο, ή, του­λά­χι­στον, πε­ρι­γρά­φει με α­ντι­κει­με­νι­κό­τη­τα τα πε­ριε­χό­με­νά του. Μπρο­στά μας έ­χου­με μια ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κού τύ­που α­να­κοίνωση. Εί­ναι αρ­κε­τό να δώ­σου­με έ­να μο­νά­χα πα­ρά­δειγ­μα: «Ο Τρό­τσκι, γρά­φουν, έ­χει τη γνώ­μη ό­τι το κόμ­μα του, που άλ­λο­τε ήταν στην ε­ξου­σί­α και τώ­ρα βρί­σκε­ται στην α­ντι­πο­λί­τευ­ση, α­ντι­προ­σω­πεύ­ει πά­ντα το γνή­σιο προ­λε­τα­ριά­το και ο ί­διος τη γνή­σια ηθική. ΑπΆ αυ­τό συ­μπε­ραί­νει, για πα­ρά­δειγ­μα, τα α­κό­λου­θα: Η ε­κτέ­λε­ση των ο­μή­ρων α­πο­κτά μια ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α α­νά­λο­γα με το ποιος δί­νει τη δια­τα­γή: ο Στά­λιν ή ο Τρό­τσκι...». Το α­πό­σπα­σμα αυ­τό εί­ναι υ­πε­ραρ­κε­τό για να υπολογί­σει κα­νείς το σχο­λια­στή που βρί­σκε­ται στα πα­ρα­σκή­νια. Υ­πάρ­χει το α­ναμ­φι­σβή­τη­το δι­καί­ω­μα κά­θε συγ­γρα­φέ­α να ε­λέγ­χει μια πα­ρου­σίαση του βιβλίου του. Ό­ταν, ό­μως, ό­πως στην πε­ρί­πτω­σή μας, ο συγ­γρα­φέ­ας τυ­χαί­νει να βρί­σκε­ται στην άλ­λη πλευ­ρά του ω­κε­α­νού, κά­ποιος «φί­λος», ε­πω­φε­λού­με­νος προ­φα­νώς α­πό την έλ­λει­ψη ε­νη­μέ­ρω­σης του εκ­δό­τη, κα­τά­φε­ρε να τρυ­πώ­σει σε μια ξέ­νη φω­λιά και να α­κου­μπή­σει ε­κεί το μι­κρό του α­βγό –ω­!, έ­να πο­λύ μι­κρό α­βγό βέ­βαια, και σχε­δόν παρ­θε­νι­κό! Ποιος εί­ναι ο συγ­γρα­φέ­ας αυ­τής της α­να­κοί­νω­σης; Ο Βι­κτόρ Σερ­ζ, που με­τέ­φρα­σε το βι­βλί­ο και που ταυ­τό­χρο­να εί­ναι ο πιο αυ­στη­ρός επικρι­τής του, μπο­ρεί α­πλά και εύ­κο­λα να μας πλη­ροφορήσει. Δεν θα ήταν έκ­πλη­ξη για μέ­να αν α­πο­δει­χνό­ταν ό­τι η α­να­κοί­νω­ση γρά­φτη­κε... φυ­σι­κά, ό­χι α­πό τον Βι­κτόρ Σερ­ζ, αλ­λά α­πό κάποιον α­πό τους μα­θη­τές του, που μι­μεί­ται τό­σο τις ι­δέ­ες ό­σο και το στιλ του δα­σκά­λου. Αλ­λά μή­πως, ύ­στε­ρα απΆ ό­λα αυ­τά, εί­ναι ο ί­διος ο δά­σκα­λος, δη­λα­δή ο Βι­κτόρ Σερ­ζ με την ι­διό­τη­τα του σαν «φί­λος» του συγ­γρα­φέ­α;

«Η­θι­κή Οτεντότων»!

Ο Σου­βα­ρίν και οι άλ­λοι συ­κο­φά­ντες έ­σπευ­σαν βέ­βαια να πια­στούν α­πό το πα­ρα­πά­νω από­σπασμα της α­να­κοί­νω­σης που τους α­παλ­λάσ­σει α­πό τον κό­πο να ψά­χνουν για δη­λη­τη­ριώ­δεις σο­φι­στεί­ες. Ό­ταν ο Τρό­τσκι πιά­νει ο­μή­ρους αυ­τό εί­ναι κα­λό, αν τους πιά­νει ο Στά­λιν αυ­τό εί­ναι κακό. Μπρο­στά σε μια τέ­τοια «η­θι­κή Οτεντότων» δεν εί­ναι δύ­σκο­λο να δώ­σει κα­νείς διέ­ξο­δο στην ­ιερή του αγανάκτηση. Ω­στό­σο, δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε πιο εύ­κο­λο α­πό το να α­πο­κα­λύ­ψει κα­νείς, πά­νω στη βά­ση του πρό­σφα­του αυ­τού πα­ρα­δείγ­μα­τος, τη ρη­χό­τη­τα και την α­πά­τη αυ­τής της α­γα­νά­κτη­σης. Ο Βι­κτόρ Σερ­ζ έ­γι­νε δη­μό­σια μέ­λος του P.O.U.M., ε­νός κα­τα­λά­νι­κου κόμ­μα­τος που εί­χε δι­κή του μι­λί­τσια στο μέ­τω­πο στη διάρ­κεια του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. Στο μέ­τω­πο, ό­πως ξέ­ρου­με ό­λοι μας, οι άν­θρω­ποι πυ­ρο­βο­λούν και σκο­τώνουν. Έ­τσι, θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς: «Για τον Βι­κτόρ Σερ­ζ οι σκο­τω­μοί α­πο­κτούν μια ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α α­νά­λο­γα με το ποιος δί­νει τη δια­τα­γή: ο στρα­τη­γός Φράν­κο ή οι η­γέ­τες του κόμ­μα­τος του ί­διου του Βι­κτόρ Σερ­ζ». Αν ο η­θι­κο­λό­γος μας εί­χε δο­κι­μά­σει να σκε­φτεί την έν­νοια των δι­κών του ε­νερ­γειών πριν βαλ­θεί να δι­δά­ξει τους άλ­λους, θα έ­λε­γε πι­θα­νό­τα­τα τα πα­ρα­κά­τω: Μα οι ισπα­νοί ερ­γά­τες α­γω­νί­στη­καν για νΆ α­πε­λευ­θε­ρώ­σουν το λα­ό, ε­νώ οι συμ­μο­ρί­ες του Φράν­κο πο­λέ­μη­σαν για το σκλά­βω­μά του! Ο Σερ­ζ δεν θά Άναι σε θέ­ση να ε­πι­νο­ή­σει δια­φο­ρε­τι­κή α­πά­ντη­ση. Με άλ­λα λό­για, θα α­να­γκα­στεί να ε­πα­να­λά­βει το «ο­τε­ντό­τι­κο»* ε­πι­χεί­ρη­μα του Τρό­τσκι σχε­τι­κά με τους ο­μήρους.

Και Πά­λι για τους Ο­μή­ρους

Ω­στό­σο, εί­ναι δυ­να­τό κι α­κό­μα πι­θα­νό οι η­θι­κο­λό­γοι μας να αρ­νη­θούν να πουν με ει­λι­κρί­νεια την αλήθεια και να ε­πι­χει­ρή­σουν να κα­τα­φύ­γουν στην έκφραση: «Εί­ναι άλ­λο να σκο­τώ­νεις στο μέ­τω­πο κι άλ­λο να ε­κτε­λείς ο­μή­ρους!». Αυ­τό το ε­πι­χεί­ρη­μα, ό­πως θΆ α­πο­δεί­ξου­με στη συ­νέ­χεια, εί­ναι α­πλώς η­λίθιο. Αλ­λά ας στα­μα­τή­σου­με για μια στιγ­μή πά­νω στο έ­δα­φος που διά­λε­ξε ο α­ντί­πα­λός μας. Το σύ­στη­μα των ο­μή­ρων, λέ­τε, εί­ναι α­νή­θι­κο «αυ­τό κα­θε­αυ­τό»; Ω­ραί­α, αυ­τό α­κρι­βώς θέ­λου­με να μά­θου­με. Αλ­λά το σύ­στη­μα αυ­τό ε­φαρ­μό­στη­κε σΆ ό­λους τους εμ­φυ­λί­ους πο­λέ­μους της αρ­χαί­ας και νε­ό­τε­ρης ι­στο­ρί­ας. Εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρο ό­τι α­πορ­ρέ­ει α­πό την ί­δια τη φύ­ση του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. ΑπΆ αυ­τό, έ­να μό­νο συ­μπέ­ρα­σμα μπο­ρεί να βγά­λει κα­νείς: ό­τι, δη­λα­δή, ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος εί­ναι α­πό την ί­δια του τη φύ­ση α­νή­θι­κος. Αυ­τή εί­ναι η ά­πο­ψη της ε­φη­με­ρί­δας «Ο Σταυ­ρός», που δεν ξεχνά­ει ό­τι εί­ναι α­να­γκαί­ο να υ­πα­κού­ει στην υ­πάρ­χου­σα ε­ξου­σί­α για­τί η ε­ξου­σί­α πη­γά­ζει α­πό το θεό. Και ο Βι­κτόρ Σερ­ζ; Αυ­τός δεν έ­χει ξε­κα­θα­ρι­σμέ­νη ά­ποψη. Το να α­φή­νεις έ­να α­βγου­λά­κι σε μια ξέ­νη φω­λιά εί­ναι άλ­λο πράγ­μα, κι άλ­λο να παίρ­νεις ξε­κά­θα­ρη θέ­ση πά­νω σε πε­ρί­πλο­κα ι­στο­ρι­κά προ­βλή­μα­τα. Εί­μαι πρό­θυ­μος να πα­ρα­δε­χτώ ό­τι άν­θρω­ποι με τέ­τοια υ­περ­βα­τι­κή η­θι­κή ό­πως ο Α­θά­νια, ο Κα­μπαλέρο, ο Νε­γκρίν και Σί­α ήταν ε­νά­ντια στη σύλ­λη­ψη ο­μή­ρων α­πό το φα­σι­στι­κό στρα­τό­πε­δο: Και στις δυο πλευ­ρές έ­χου­με α­στούς, δε­μέ­νους με δε­σμούς οι­κο­γε­νεια­κούς και υ­λι­κούς που πι­στεύ­ουν ό­τι α­κό­μα και στην πε­ρί­πτω­ση ήτ­τας αυ­τοί ό­χι μό­νο θα έ­σω­ζαν τα κε­φά­λια τους, αλ­λά και θα δια­τη­ρού­σαν και τα μπι­φτέ­κια τους. Με τον τρό­πο τους, αυ­τοί εί­χαν δί­κιο. Αλ­λά οι φα­σί­στες έ­πια­ναν ο­μή­ρους α­πό τους προ­λε­τά­ριους ε­πα­να­στά­τες, και οι προ­λε­τά­ριοι, α­πό τη με­ριά τους, έ­πια­ναν ο­μή­ρους α­πό τη φα­σι­στι­κή μπουρ­ζουα­ζί­α, για­τί αυ­τοί ξέ­ρα­νε την α­πει­λή που μια ήτ­τα, έ­στω και με­ρι­κή και προ­σω­ρι­νή, δη­μιουρ­γού­σε για τους ί­διους και για τα τα­ξι­κά τους α­δέρ­φια.

Ο ί­διος ο Βι­κτόρ Σερ­ζ δεν εί­ναι σε θέ­ση να πει αυ­τό α­κρι­βώς που θέ­λει: θέ­λει να κα­θα­ρί­σει τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο α­πό την πρα­κτι­κή των ο­μή­ρων ή θέ­λει να κα­θα­ρί­σει την αν­θρώ­πι­νη ι­στο­ρί­α α­πό τον εμ­φύ­λιο πό­λε­μο; Ο μι­κρο­α­στός η­θι­κο­λό­γος σκέ­πτε­ται ε­πει­σο­δια­κά, κομ­μα­τια­στά, σπα­σμω­δι­κά, για­τί εί­ναι α­νί­κα­νος να προ­σεγ­γί­σει τα φαι­νό­με­να στην ε­σω­τε­ρι­κή τους αλ­λη­λοσύνδεση. Τε­χνη­τά α­πο­μο­νω­μέ­νο, το ζή­τη­μα των ο­μή­ρων εί­ναι γιΆ αυ­τόν έ­να ι­διαί­τε­ρο η­θι­κό πρό­βλη­μα, α­νε­ξάρ­τη­το α­πό τις γε­νι­κές ε­κεί­νες συν­θή­κες που δη­μιουρ­γούν οι έ­νο­πλες συ­γκρού­σεις α­νά­με­σα στις τά­ξεις. Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος εί­ναι η υ­πέρ­τα­τη έκ­φρα­ση της τα­ξι­κής πά­λης. Το να ε­πι­χει­ρείς να την υ­πο­τά­ξεις σε α­φη­ρη­μέ­νους «κα­νό­νες» εί­ναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα σαν να α­φο­πλί­ζεις τους ερ­γά­τες μπρο­στά σΆ έ­ναν ε­χθρό ο­πλι­σμέ­νο ως τα δό­ντια. Ο μι­κρο­α­στός η­θι­κο­λό­γος εί­ναι ο μι­κρό­τε­ρος α­δερ­φός του α­στού πα­τσι­φι­στή που ο­νει­ρεύ­ε­ται να «ε­ξαν­θρω­πί­σει» τον πό­λε­μο, α­πα­γο­ρεύ­ο­ντας τη χρή­ση α­σφυ­ξιο­γό­νων, το βομ­βαρ­δι­σμό α­νο­χύ­ρω­των πό­λε­ων κλπ. Πο­λι­τι­κά, τέ­τοιου εί­δους προ­γράμ­μα­τα δεν κά­νουν άλ­λο α­πό το να α­πο­σπούν τη σκέ­ψη του λα­ού α­πό την ε­πα­νά­στα­ση σαν τη μό­νη μέ­θο­δο για τον τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου.

Ο Τρό­μος Μπρο­στά στην Α­στι­κή Κοι­νή Γνώ­μη

Πνιγ­μέ­νος στις α­ντι­φά­σεις του, ο η­θι­κο­λό­γος θα μπο­ρού­σε ί­σως να δο­κι­μά­σει το ε­πι­χεί­ρη­μα ό­τι άλ­λο πράγ­μα εί­ναι έ­νας «α­νοι­κτός» και «συ­νει­δη­τός» α­γώ­νας α­νά­με­σα σε δυο στρα­τό­πε­δα και άλ­λο η σύλ­λη­ψη α­τό­μων που δεν συμ­με­τέ­χουν στον α­γώ­να. Ό­μως, αυ­τό το ε­πι­χεί­ρη­μα εί­ναι α­πλά μια ά­θλια και η­λί­θια υ­πεκφυγή. Στο στρα­τό­πε­δο του Φράν­κο πο­λέμη­σαν δε­κά­δες χι­λιά­δες που εί­χαν ε­ξα­πα­τη­θεί ή εί­χαν ε­πι­στρα­τευ­τεί με τη βί­α. Τα δη­μο­κρα­τι­κά στρα­τεύ­μα­τα πυ­ρο­βο­λού­σαν και σκό­τω­ναν τους δυ­στυ­χι­σμέ­νους αυ­τούς δε­σμώ­τες ε­νός α­ντι­δρα­στι­κού στρατηγού. Ήταν αυ­τό η­θι­κό ή α­νή­θι­κο;

Πέ­ρα απΆ αυ­τό, ο σύγ­χρο­νος πό­λε­μος με τα κα­νό­νια με­γά­λου βε­λη­νε­κούς, την α­ε­ρο­πο­ρί­α, τα το­ξι­κά α­έ­ρια και, τέ­λος, με τα ε­πα­κό­λου­θά του: την πεί­να, τις πυρ­κα­γιές και τις ε­πι­δη­μί­ες, έ­χει σαν α­να­πό­φευ­κτο α­πο­τέ­λε­σμα το θά­να­το ε­κα­το­ντά­δων χι­λιά­δων και ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων, κι εδώ πε­ρι­λα­βαί­νο­νται γέ­ρο­ντες και παι­διά, που δεν παίρ­νουν μέ­ρος ά­με­σα στη σύ­γκρου­ση. Ε­κεί­νοι που πιά­νο­νται ό­μη­ροι συν­δέ­ο­νται του­λά­χι­στον με δε­σμούς τα­ξι­κής και οι­κο­γε­νεια­κής αλ­λη­λεγ­γύ­ης μΆ έ­να α­πό τα στρα­τό­πε­δα ή τους αρ­χη­γούς αυ­τών των στρατοπέδων. Ό­ταν πιά­νει κα­νείς ο­μή­ρους μπο­ρεί συ­νει­δη­τά να κά­νει ε­πιλογή. Ε­νώ έ­να βλή­μα που ε­κτο­ξεύ­ε­ται α­πό έ­να κα­νό­νι ή μια βόμβα που ρί­χνε­ται α­πό έ­να α­ε­ρο­πλά­νο α­φή­νο­νται να πέ­σουν στην τύ­χη και μπο­ρούν εύ­κο­λα να θα­να­τώ­σουν ό­χι μο­νά­χα ε­χθρούς, αλ­λά και φί­λους ή τους γο­νείς και τα παι­διά τους. Για­τί, λοι­πόν, οι η­θι­κο­λό­γοι μας α­πο­μο­νώ­νουν το ζή­τη­μα των ο­μή­ρων και κλεί­νουν τα μά­τια τους σΆ ο­λό­κλη­ρο το πε­ριε­χό­με­νο του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου; Για­τί δεν έ­χουν το α­παι­τού­με­νο θάρ­ρος. Σαν «α­ρι­στε­ροί» φο­βού­νται να σπά­σουν α­νοι­χτά με την ε­πανάσταση. Σαν μι­κρο­α­στοί τρέ­μουν μην κό­ψουν τα γε­φύ­ρια με την ε­πί­ση­μη κοι­νή γνώ­μη. Κα­τα­δι­κά­ζο­ντας το σύ­στη­μα των ο­μή­ρων νιώ­θουν να βρί­σκο­νται σε κα­λή συ­ντρο­φιά –ε­νά­ντια στους μπολ­σε­βί­κους. Τη­ρούν μια ά­ναν­δρη σιω­πή στο ζή­τη­μα της Ι­σπα­νί­ας. Ε­νά­ντια στο γε­γο­νός ό­τι οι ι­σπα­νοί ερ­γά­τες, α­ναρ­χι­κοί και Πουμιστές, έ­πια­ναν ο­μή­ρους, ο Βι­κτόρ Σερ­ζ θα δια­μαρ­τυ­ρη­θεί ...ύ­στε­ρα α­πό εί­κο­σι χρό­νια.

Ο Η­θι­κός Κώ­δι­κας του Εμ­φυ­λί­ου Πο­λέ­μου

Στην ί­δια α­κρι­βώς κα­τη­γο­ρί­α α­νή­κει και μια άλ­λη α­κό­μα α­πό τις α­να­κα­λύ­ψεις του Βι­κτόρ Σερ­ζ –η α­να­κά­λυ­ψη ό­τι ο εκ­φυ­λι­σμός των μπολ­σε­βί­κων χρο­νο­λο­γεί­ται α­πό τη στιγ­μή που δό­θη­κε στην Τσε­κά το δι­καί­ω­μα να α­πο­φα­σί­ζει κε­κλει­σμέ­νων των θυ­ρών για τη μοί­ρα των αν­θρώ­πων. Ο Σερ­ζ παί­ζει με την ιδέα της ε­πα­νά­στα­σης. Γρά­φει ποι­ή­μα­τα γιΆ αυ­τήν, αλ­λά εί­ναι α­νί­κα­νος να κα­τα­λά­βει τι εί­ναι.

Οι δη­μό­σιες δί­κες εί­ναι δυ­να­τές μό­νο στις συν­θή­κες ε­νός στα­θε­ρού κα­θεστώτος. Ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος εί­ναι μια κα­τά­στα­ση υ­πέρ­τα­της α­στά­θειας της κοι­νω­νί­ας και του κρά­τους. Ό­πως α­κρι­βώς εί­ναι α­δύ­να­το να δη­μο­σιεύ­σεις στις ε­φη­με­ρί­δες τα σχέ­δια του Γε­νι­κού Ε­πι­τε­λεί­ου, το ί­διο εί­ναι α­δύ­να­το να α­πο­κα­λύ­ψεις σε δη­μό­σιες δί­κες τις συν­θή­κες και τις πε­ρι­στά­σεις των συ­νω­μο­σιών, για­τί οι τε­λευ­ταί­ες αυ­τές εί­ναι άρ­ρη­κτα δε­μέ­νες με την πο­ρεί­α του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. Δεν υ­πάρ­χει κα­μιά αμ­φι­βο­λί­α ό­τι οι μυ­στι­κές δί­κες αυ­ξά­νουν πο­λύ το εν­δε­χό­με­νο να γί­νουν λά­θη. Αυ­τό ση­μαί­νει α­πλά, και το πα­ρα­δε­χό­μα­στε πρό­θυ­μα, ό­τι οι συν­θή­κες του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου εί­ναι ε­λά­χι­στα ευ­νο­ϊ­κές για την α­με­ρό­λη­πτη λει­τουρ­γί­α της δι­καιοσύνης. Τι άλ­λο ό­μως πέ­ρα α­πό αυ­τό;

Προ­τεί­νου­με ο Βι­κτόρ Σερ­ζ να ο­ρι­στεί πρό­ε­δρος μιας ε­πι­τρο­πής που να α­πο­τε­λεί­ται, ας πού­με, α­πό τους Μαρ­σό Πι­βέρ, Μπορίς Σου­βα­ρίν, Βάλ­ντο Φραν­κ, Μαξ Ί­στμαν, Μα­ντλέιν Παζ και άλ­λους, για να συ­ντά­ξουν το σχέ­διο ε­νός κώ­δι­κα η­θι­κής για τον εμ­φύ­λιο πόλεμο. Ο γε­νι­κός χα­ρα­κτή­ρας του εί­ναι ο­λο­κά­θα­ρος α­πό τα πριν: και οι δυο πλευ­ρές υ­πό­σχο­νται ό­τι δεν θα πιά­σουν ο­μήρους. Οι δί­κες θα γί­νο­νται δη­μόσια. Και για την κα­λύ­τε­ρη λει­τουρ­γί­α της δι­καιο­σύ­νης, η πλή­ρης ε­λευ­θε­ρί­α του Τύ­που θα δια­τη­ρη­θεί σε ό­λη τη διάρ­κεια του εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου. Ο βομ­βαρ­δι­σμός πό­λε­ων, που εί­ναι ε­πι­ζή­μιος για τη δη­μό­σια δι­καιο­σύ­νη, την ε­λευ­θε­ρί­α του Τύ­που και το α­πα­ρα­βί­α­στο των α­το­μι­κών δι­καιω­μά­των, α­πα­γο­ρεύ­ε­ται αυ­στηρά. Για πα­ρό­μοιους και για διά­φο­ρους άλ­λους λό­γους η χρή­ση του πυ­ρο­βο­λι­κού τίθεται εκτός νόμου. Και δε­δο­μέ­νου ό­τι τα ντου­φέ­κια, οι χει­ρο­βομ­βί­δες, α­κό­μα και οι μπα­γιο­νέ­τες, α­σκούν, α­ναμ­φι­σβή­τη­τα, ο­λέ­θρια ε­πί­δρα­ση πά­νω στα αν­θρώ­πι­να όν­τα, ό­πως και πά­νω στη δη­μο­κρα­τί­α γε­νι­κά, η χρή­ση ο­ποιων­δή­πο­τε ό­πλων, πυ­ρο­βό­λων ή μη, α­πα­γο­ρεύ­ε­ται αυ­στη­ρό­τα­τα στον εμ­φύ­λιο πό­λεμο.

Θαυ­μά­σιος κώ­δι­κας! Με­γα­λο­πρε­πές μνη­μεί­ο στη ρη­το­ρι­κή του Βι­κτόρ Σερ­ζ και της Μα­ντλέιν Παζ! Ω­στό­σο, ό­σο ο κώ­δι­κας αυ­τός, σαν κα­νό­νας συ­μπε­ρι­φο­ράς, θα εί­ναι α­πα­ρά­δε­κτος και για τους κα­τα­πιε­στές και για τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους, οι ε­μπό­λε­μες τά­ξεις θα ε­πι­διώ­κουν να κερ­δί­σουν τη νί­κη με κά­θε μέ­σο, ε­νώ οι μι­κρο­α­στοί η­θι­κο­λό­γοι θα συ­νε­χί­σουν, ό­πως και πριν, να πα­ρα­δέρ­νουν συγ­χυ­σμέ­νοι α­νά­με­σα στα δυο στρα­τό­πε­δα. Υ­πο­κει­με­νι­κά, συ­μπα­θούν τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους –κα­νείς δεν αμ­φι­βάλ­λει γιΆ αυτό. Α­ντι­κει­με­νι­κά, ό­μως, πα­ρα­μέ­νουν δε­σμώ­τες της η­θι­κής της άρ­χου­σας τά­ξης και ε­πι­διώ­κουν να την ε­πι­βά­λουν πά­νω στους κα­τα­πιε­ζό­με­νους, α­ντί να τους βο­η­θή­σουν να ε­πε­ξερ­γα­στούν την η­θι­κή της ε­ξέ­γερ­σης.

Οι Μά­ζες δεν Έ­χουν Κα­μιά Σχέ­ση μΆ Αυ­τά!

Πα­ρεκ­βα­τι­κά, ο Βι­κτόρ Σερ­ζ α­πο­κά­λυ­ψε ποια ήταν η αι­τί­α της κα­τάρ­ρευ­σης του Μπολσεβίκι­κου Κόμ­μα­τος: υ­περ­βο­λι­κός συ­γκε­ντρω­τι­σμός, δυ­σπι­στί­α προς τον ι­δε­ο­λο­γι­κό α­γώ­να, έλ­λει­ψη φι­λε­λεύ­θε­ρου («liber­taire», στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­ναρ­χι­κού) πνεύματος. Πε­ρισ­σό­τε­ρη ε­μπι­στο­σύ­νη στις μά­ζες, πε­ρισ­σό­τε­ρη ε­λευ­θε­ρί­α!

Ό­λα αυ­τά εί­ναι ε­κτός τό­που και χρό­νου. Για­τί οι μά­ζες δεν εί­ναι πά­ντα ταυ­τό­ση­μες. Υ­πάρ­χουν ε­πα­να­στα­τι­κές μά­ζες, υ­πάρ­χουν πα­θη­τι­κές μά­ζες, υ­πάρ­χουν α­ντι­δρα­στι­κές μά­ζες. Οι ί­διες αυ­τές μά­ζες, σε διά­φο­ρες ε­πο­χές, ε­μπνέ­ο­νται α­πό δια­φο­ρε­τι­κούς πό­θους και σκο­πούς. ΓιΆ αυ­τόν α­κρι­βώς το λό­γο εί­ναι α­πα­ραί­τη­τη μια συ­γκε­ντρο­ποι­η­μέ­νη ορ­γά­νω­ση της πρω­τοπορίας. Μό­νο έ­να κόμ­μα, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το κύ­ρος που έ­χει α­πο­κτή­σει, εί­ναι ι­κα­νό να υ­περ­νι­κή­σει την τα­λά­ντευ­ση των ί­διων των μα­ζών. Το να α­γιο­ποιείς τις μά­ζες και να πε­ριο­ρί­ζεις το πρό­γραμ­μά σου σε μια ά­μορ­φη «δη­μο­κρα­τί­α» εί­ναι σαν να δια­λύ­ε­σαι μέ­σα στην τά­ξη ό­πως αυ­τή εί­ναι, εί­ναι σαν να με­τα­τρέ­πε­σαι α­πό πρω­το­πο­ρί­α σε ο­πι­σθο­φυ­λα­κή και μΆ αυ­τόν α­κρι­βώς τον τρό­πο να ε­γκα­τα­λεί­πεις τα ε­πα­να­στα­τι­κά σου κα­θήκοντα. Α­πό την άλ­λη με­ριά, αν η δι­κτα­το­ρί­α του προ­λε­τα­ριά­του έ­χει κά­ποιο νό­η­μα, αυ­τό δεν μπο­ρεί να εί­ναι άλ­λο α­πό το ό­τι η πρω­το­πο­ρί­α της τά­ξης ο­πλί­ζε­ται με τους πό­ρους του κρά­τους για να α­πο­κρού­σει τους κιν­δύ­νους που α­νά­με­σά τους εί­ναι και οι κίν­δυ­νοι που προ­έρ­χο­νται α­πό τα κα­θυ­στε­ρη­μέ­να στρώ­μα­τα του ί­διου του προ­λε­τα­ριά­του. Ό­λα αυ­τά εί­ναι στοι­χειώ­δη. Ό­λα αυ­τά α­πο­δεί­χτη­καν α­πό την ε­μπει­ρί­α της Ρω­σί­ας και ε­πι­βε­βαιώ­θη­καν α­πό την πεί­ρα της Ι­σπα­νί­ας.

Αλ­λά ό­λο το μυ­στι­κό εί­ναι ό­τι ο Βι­κτόρ Σερ­ζ, ζη­τώ­ντας ε­λευ­θε­ρί­α «για τις μά­ζες», στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ζη­τά­ει ε­λευ­θε­ρί­α για τον ε­αυ­τό του και τους ο­μοί­ους του, ε­λευ­θε­ρί­α α­πό κά­θε έ­λεγ­χο, α­πό κά­θε πει­θαρ­χί­α, κι αν εί­ναι δυ­να­τό, α­πό κά­θε κριτική. Οι «μά­ζες» δεν έ­χουν κα­μιά σχέ­ση μΆ αυ­τά. Ό­ταν ο «δη­μο­κρά­της» μας πη­δά­ει α­πό τα δε­ξιά στα α­ρι­στε­ρά, και α­πό τα α­ρι­στε­ρά στα δε­ξιά, σπέρ­νο­ντας σύγ­χυ­ση και σκε­πτι­κι­σμό, φα­ντά­ζε­ται πώς αυ­τό εί­ναι η πραγ­μα­το­ποί­η­ση μιας σω­τή­ριας ε­λευ­θε­ρί­ας της σκέ­ψης. Αλ­λά ό­ταν ε­μείς ε­κτι­μού­με α­πό μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά τις τα­λα­ντεύ­σεις ε­νός α­πο­γο­η­τευ­μέ­νου μι­κρο­α­στού δια­νο­ού­με­νου, αυ­τό του φαί­νε­ται σαν μια ε­πί­θε­ση κα­τά της προ­σω­πι­κό­τη­τάς του. Τό­τε συμ­μα­χεί μΆ ό­λους τους κομ­φου­ζιο­νι­στές σε μια σταυ­ρο­φο­ρί­α ε­νά­ντια στο δε­σπο­τι­σμό και το σε­χτα­ρι­σμό μας.

Η δη­μο­κρα­τί­α στο ε­σω­τε­ρι­κό του ε­πα­να­στα­τι­κού κόμ­μα­τος δεν εί­ναι αυ­τοσκοπός. Πρέ­πει να συ­μπλη­ρώ­νε­ται και να πε­ριο­ρί­ζε­ται α­πό το συγκεντρωτισμό. Για έ­ναν μαρ­ξι­στή το ε­ρώ­τη­μα ήταν πά­ντα: δη­μο­κρα­τί­α για ποιο σκο­πό; Για ποιο πρό­γραμ­μα; Τα πλαί­σια ε­νός προ­γράμ­μα­τος εί­ναι ταυ­τό­χρο­να τα πλαί­σια της δη­μοκρατίας. Ο Βι­κτόρ Σερ­ζ ζη­τού­σε α­πό την Τέ­ταρ­τη Διε­θνή να δώ­σει ε­λευ­θε­ρί­α δρά­σης σΆ ό­λους τους κομ­φου­ζιο­νι­στές, τους σε­κτα­ρι­στές και τους κε­ντρι­στές του P.O.U.M., τύ­που Βε­ρί­κεν και Μαρ­σό Πι­βέρ, στους συ­ντη­ρη­τι­κούς γρα­φειο­κρά­τες τύ­που Σνί­βλιετ ή στους α­πλούς τυ­χο­διώ­κτες τύ­που Μο­λι­νιέ. Α­πό την άλ­λη με­ριά, ο Βι­κτόρ Σερ­ζ βο­η­θού­σε συ­στη­μα­τι­κά τις κε­ντρι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις να διώ­ξουν α­πό τις γραμ­μές τους τούς ο­πα­δούς της Τέ­ταρ­της Διε­θνούς. Τον ξέ­ρου­με πο­λύ κα­λά αυ­τό τον δη­μο­κρα­τι­σμό: εί­ναι υ­πο­χω­ρη­τι­κός, συμ­βι­βα­στι­κός και συμ­φι­λιω­τι­κός –α­πέ­να­ντι στη δε­ξιά. Ταυ­τό­χρο­να εί­ναι α­παι­τη­τι­κός, κα­κό­βου­λος και δό­λιος –α­πέ­να­ντι στην αριστερά. Α­πλά εκ­προ­σω­πεί το κα­θε­στώς της αυ­το­ά­μυ­νας του μι­κρο­α­στι­κού κε­ντρι­σμού.

Η Πά­λη Ε­νά­ντια στο Μαρ­ξι­σμό

Αν η στά­ση του Βι­κτόρ Σερ­ζ α­πέ­να­ντι στα προ­βλή­μα­τα της θε­ω­ρί­ας ήταν σο­βα­ρή, θα στε­νο­χω­ριό­ταν πο­λύ που προ­βά­λλει σαν «α­να­νε­ω­τής» και μας τρα­βά­ει προς τα πί­σω στο Μπέρ­νσταϊν, στο Στρού­βε και σΆ ό­λους τους ρε­βι­ζιο­νι­στές του πε­ρα­σμέ­νου αι­ώ­να που προ­σπά­θη­σαν να μπο­λιά­σουν το μαρ­ξι­σμό με κα­ντια­νι­σμό ή, με άλ­λα λό­για, να υ­πο­τά­ξουν την τα­ξι­κή πά­λη του προ­λε­τα­ριά­του σε αρ­χές που τά­χα υ­ψώ­νο­νταν πά­νω α­πό αυ­τήν. Ό­πως ο ί­διος ο Κα­ντ, πα­ρου­σί­α­σαν κι αυ­τοί την «κα­τη­γο­ρι­κή προ­στα­γή» (την ι­δέ­α του κα­θή­κο­ντος) σαν έ­ναν α­πό­λυ­το κα­νό­να η­θι­κής, που ι­σχύ­ει για ό­λους τους αν­θρώπους. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αυ­τή εί­ναι α­πλά έ­να ζή­τη­μα «κα­θή­κο­ντος» προς την α­στι­κή κοι­νω­νί­α. Με το δι­κό τους τρό­πο, ο Μπέρνσταϊν, ο Στρού­βε και ο Φορ­λάι­ντερ κρά­τη­σαν μια σο­βα­ρή στά­ση α­πέ­να­ντι στη θε­ω­ρί­α. Ζή­τη­σαν α­νοι­χτά την ε­πι­στρο­φή στον Κα­ντ. Ο Βι­κτόρ Σερ­ζ και οι ό­μοιοί του δεν αι­σθά­νο­νται την πα­ρα­μι­κρή ευ­θύ­νη α­πέ­να­ντι στην ε­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη. Πε­ριο­ρί­ζο­νται σε υ­παι­νιγ­μούς, υ­πο­νο­ού­με­να, και, στην κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, σε φι­λο­λο­γι­κές γε­νι­κεύ­σεις... Παρό­λα αυ­τά, αν οι ι­δέ­ες τους έ­χουν πέ­σει σαν βα­ρί­δι στο βυ­θό, εί­ναι για­τί έ­χουν φαί­νε­ται προ­σχω­ρή­σει σε μια πα­λιά υ­πό­θε­ση, α­πό και­ρό χρε­o­κο­πη­μέ­νη: πά­νε να υ­πο­τά­ξουν το μαρ­ξι­σμό δια­μέ­σου του κα­ντιανισμού. Να πα­ρα­λύ­σουν τη σο­σια­λι­στι­κή ε­πα­νά­στα­ση, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας «α­πό­λυ­τους» κα­νό­νες που στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν τις φι­λο­σο­φι­κές γε­νι­κεύ­σεις των συμ­φε­ρό­ντων της μπουρ­ζουα­ζί­ας –βέ­βαια, ό­χι της ση­με­ρι­νής, αλ­λά της μα­κα­ρί­τισ­σας μπουρ­ζουα­ζί­ας του ε­λεύ­θε­ρου ε­μπο­ρί­ου και της δη­μοκρατίας.

Η ι­μπε­ρια­λι­στι­κή μπουρ­ζουα­ζί­α τη­ρεί αυ­τούς τους κα­νό­νες α­κό­μα λι­γό­τε­ρο απΆ ό­τι η φι­λε­λεύ­θε­ρη για­γιά της. Αλ­λά ευ­νο­εί τις α­πό­πει­ρες των μι­κρο­α­στών ιε­ρο­κη­ρύ­κων να μπά­σουν τη σύγ­χυ­ση, την α­να­στά­τω­ση και την τα­λά­ντευ­ση μέ­σα στις γραμ­μές του ε­πα­να­στα­τι­κού προ­λε­τα­ριά­του. Ο βα­σι­κός σκο­πός ό­χι μο­νά­χα του Χί­τλερ, αλ­λά και των φι­λε­λευ­θέ­ρων και των δη­μο­κρα­τών, εί­ναι να συ­κο­φα­ντή­σουν το μπολ­σε­βι­κι­σμό σε μια ε­πο­χή ό­που η ι­στο­ρι­κή του δι­καί­ω­ση α­πει­λεί να κα­τα­στεί α­πό­λυ­τα κα­θα­ρή στις μά­ζες. Ο μπολ­σε­βι­κι­σμός, ο μαρ­ξι­σμός –να ο ε­χθρός!

Ο «Α­δελ­φός» Βι­κτόρ Μπας, ο αρ­χιε­ρέ­ας αυ­τός της δη­μο­κρα­τι­κής η­θι­κής, με τη βο­ή­θεια του «Α­δελ­φού» του, Ρό­ζεν­μαρ­κ, κα­τέ­φυ­γε στην πλα­στο­γρα­φί­α για να υ­πε­ρα­σπί­σει τις Δί­κες της Μό­σχας, και ε­κτέ­θη­κε δη­μόσια. Ό­ταν στιγ­μα­τί­στη­κε για την α­πά­τη του, άρ­χι­σε να χτυ­πά­ει το στή­θος του και να φω­νά­ζει: «Ώ­στε εί­μαι με­ρο­λη­πτι­κός; Μα ε­γώ πά­ντα κα­τάγ­γει­λα την τρο­μο­κρα­τί­α του Λέ­νιν και του Τρό­τσκι». Ο Μπας α­πο­κά­λυ­ψε με γρα­φι­κό­τη­τα τα ε­σώ­τε­ρα κί­νη­τρα των η­θι­κο­λό­γων της δη­μο­κρα­τί­ας: ο­ρι­σμέ­νοι απΆ αυ­τούς μπο­ρεί να μέ­νουν α­διά­φο­ροι για τις Δί­κες της Μό­σχας, ο­ρι­σμέ­νοι μπο­ρεί να τις κα­τα­δι­κά­ζουν και άλ­λοι μπο­ρεί α­κό­μα και να τις υ­πο­στη­ρί­ζουν. Αλ­λά η κοι­νή φρο­ντί­δα ό­λων τους εί­ναι να χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τις δί­κες για να κα­τα­δι­κά­σουν την «η­θι­κή» του Λέ­νιν και του Τρό­τσκι, δη­λα­δή τις μέ­θο­δες της προ­λε­τα­ρια­κής ε­πα­νά­στα­σης. ΣΆ αυ­τή τη σφαί­ρα εί­ναι ό­λοι τους α­δέρφια.

Στη σκαν­δα­λώ­δη α­να­κοί­νω­ση των γάλ­λων εκ­δο­τών για το βι­βλί­ο μου, που πιο πά­νω πα­ρέ­θε­σα, α­να­φέ­ρε­ται ό­τι α­να­πτύσ­σω α­ντι­λή­ψεις για την η­θι­κή «βα­σι­σμέ­νος» πά­νω «στον Λέ­νιν». Η α­σα­φής αυ­τή φρά­ση, που ε­πα­να­λή­φθη­κε και σΆ άλ­λα δη­μο­σι­εύ­μα­τα, μπο­ρεί να παρ­θεί με την έν­νοια ό­τι α­να­πτύσ­σω τις θε­ω­ρη­τι­κές αρ­χές του Λέ­νιν. Αλ­λά απΆ ό­τι ξέ­ρω ο Λέ­νιν δεν έ­χει ­γρά­ψει τί­πο­τε για την ηθική. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ο Βι­κτόρ Σερ­ζ ή­θε­λε να πει κά­τι το ε­ντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό –ό­τι δη­λα­δή οι α­νή­θι­κες ι­δέ­ες μου εί­ναι μια γε­νί­κευ­ση της πρα­κτι­κής του Λέ­νιν, του «α­μο­ρα­λι­στή». Προ­σπαθεί να δυ­σφη­μή­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Λέ­νιν με τις δι­κές μου κρί­σεις, και τις δι­κές μου κρί­σεις με την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Λέ­νιν. Α­πλά κο­λα­κεύ­ει τη γε­νι­κή α­ντι­δρα­στι­κή τά­ση που έ­χει σαν στό­χο της τον μπολ­σε­βι­κι­σμό και το μαρ­ξι­σμό σαν ό­λο.

Σου­βα­ρίν, ο Συ­κο­φά­ντης

Ο πρώ­ην πα­σι­φι­στής, ο πρώ­ην κομ­μου­νι­στής, ο πρώ­ην τρο­τσκι­στής, ο πρώ­ην δη­μο­κρα­το­κομ­μου­νι­στής, ο πρώ­ην μαρ­ξι­στής... ο σχε­δόν πρώ­ην Σου­βα­ρίν, ε­πι­τί­θε­ται τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο κυ­νι­κά στην προ­λε­τα­ρια­κή ε­πα­νά­στα­ση και τους ε­πα­να­στά­τες, ό­σο λι­γό­τε­ρο ξέ­ρει ο ί­διος τι θέ­λει. ΣΆ αυ­τόν τον άν­θρω­πο α­ρέ­σει και ξέ­ρει πώς να μα­ζεύ­ει τσι­τά­τα, ντο­κου­μέ­ντα, κόμ­μα­τα και ει­σα­γω­γι­κά και πώς να ε­τοι­μά­ζει φα­κέ­λους και, ε­πι­πλέ­ον, ξέ­ρει να χει­ρί­ζε­ται την πέ­να. Στην αρ­χή εί­χε την ελ­πί­δα ό­τι αυ­τές οι α­πο­σκευές θα του έ­φτα­ναν για ό­λη του τη ζω­ή. Αλ­λά σύ­ντο­μα α­να­γκά­στη­κε να πεί­σει τον ε­αυ­τό του ό­τι πέ­ρα απΆ ό­λα αυ­τά ήταν α­να­γκαί­α και η ι­κα­νό­τη­τα να σκέ­πτε­ται... Το βι­βλί­ο του για τον Στά­λιν, πα­ρά τα ά­φθο­να και εν­δια­φέ­ρο­ντα α­πο­σπά­σμα­τα και στοι­χεί­α του, α­πο­τε­λεί μια ο­μο­λο­γί­α της ί­διας του της φτώ­χειας. Ο Σου­βα­ρίν δεν κα­τα­λα­βαί­νει ού­τε την ε­πα­νά­στα­ση ού­τε την α­ντε­πανάσταση. Ε­φαρ­μό­ζει στο ι­στο­ρι­κό προ­τσές τα κρι­τή­ρια του για πά­ντα πι­κρα­μέ­νου, α­πό την α­μαρ­τω­λή αν­θρω­πό­τη­τα, μικροορθολογιστή. Η δυ­σα­να­λο­γί­α α­νά­με­σα στο φι­λο­κα­τή­γο­ρο πνεύ­μα του και τη δη­μιουρ­γι­κή του α­νι­κα­νό­τη­τα τον κα­τα­τρώ­ει σαν να ήταν βι­τριόλι. ΑπΆ αυ­τό προ­έρ­χε­ται και ο συ­νε­χής ε­κνευ­ρι­σμός του και η έλ­λει­ψη στοι­χειώ­δους ε­ντι­μό­τη­τας στην α­ξιο­λό­γη­ση ι­δε­ών, αν­θρώ­πων και γε­γο­νό­των, που την συ­γκα­λύ­πτει με μια α­νια­ρή η­θι­κολογία. Ό­πως ό­λοι οι μι­σάν­θρω­ποι και οι κυ­νι­κοί, ο Σου­βα­ρίν σέρ­νε­ται ορ­γα­νι­κά προς την α­ντί­δρα­ση.

Έ­χει μήπως κό­ψει α­νοι­χτά τους δε­σμούς του με το μαρ­ξι­σμό ο Σου­βα­ρίν; Πο­τέ δεν μας εί­πε τέ­τοιο πράγ­μα. Προ­τι­μά μια με­σο­βέ­ζι­κη στά­ση –αυ­τό εί­ναι το έμ­φυ­το στοι­χεί­ο του. Στην κρι­τι­κή του για την μπρο­σού­ρα μου γρά­φει: «Ο Τρό­τσκι κα­βά­λη­σε ξα­νά το ξύ­λι­νο α­λο­γά­κι του της τα­ξι­κής πά­λης». Για τον χθε­σι­νό μαρ­ξι­στή η τα­ξι­κή πά­λη εί­ναι «το ξύ­λι­νο α­λο­γά­κι του Τρό­τσκι». Δεν εί­ναι εκ­πλη­κτι­κό που ο ί­διος ο Σου­βα­ρίν προ­τί­μη­σε να κα­βα­λι­κέ­ψει τον ψό­φιο σκύ­λο της αιώ­νιας η­θικής. Στη μαρ­ξι­στι­κή α­ντί­λη­ψη α­ντι­πα­ρα­θέ­τει «έ­να αί­σθη­μα δι­καιο­σύ­νης... α­νε­ξάρ­τη­το α­πό τα­ξι­κές δια­κρί­σεις». Ό­πως και νά Άχει, εί­ναι πα­ρή­γο­ρο να μα­θαί­νου­με ό­τι η κοι­νω­νί­α μας εί­ναι θε­με­λιω­μέ­νη πά­νω σε «έ­να αί­σθη­μα δι­καιο­σύ­νης». Δεν υ­πάρ­χει κα­μιά αμ­φι­βο­λί­α ό­τι στον ε­περ­χό­με­νο πό­λε­μο ο Σου­βα­ρίν θα εκ­θέ­σει την α­να­κά­λυ­ψη του αυ­τή στους φα­ντά­ρους μέ­σα στα χα­ρακώματα. Στο με­τα­ξύ μπο­ρεί να κά­νει το ί­διο με τους α­νά­πη­ρους του τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου, με τους ά­νερ­γους, με τα ε­γκα­τα­λειμ­μέ­να παι­διά και με τις πόρ­νες. Ο­μο­λο­γού­με προ­κα­τα­βο­λι­κά ό­τι αν αρ­πά­ξει το ξύ­λο της χρο­νιάς του σΆ αυ­τή την προ­σπά­θεια, το δι­κό μας «αί­σθη­μα δι­καιο­σύ­νης» δεν θα εί­ναι με το μέ­ρος του...

Οι κρι­τι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις του α­διά­ντρο­που αυ­τού α­πο­λο­γη­τή της α­στι­κής δι­καιο­σύ­νης, της «α­νε­ξάρ­τη­της α­πό τα­ξι­κές δια­κρί­σεις», βα­σί­ζο­νται α­πο­κλει­στι­κά πά­νω... στην α­να­κοί­νω­ση την ε­μπνευ­σμέ­νη α­πό τον Βι­κτόρ Σερ­ζ. Με τη σει­ρά του, ο τε­λευ­ταί­ος, σε ό­λες του τις «θε­ω­ρη­τι­κές» προ­σπά­θειες, δεν έ­χει πά­ει πιο πέ­ρα α­πό τα νό­θα στοι­χεί­α που δα­νεί­ζε­ται α­πό τον Σου­βα­ρίν, που, παρό­λα αυ­τά, έ­χει κι έ­να πλε­ο­νέ­κτη­μα: ξε­στο­μί­ζει αυ­τό που ο Σερ­ζ δεν έ­χει τολ­μή­σει α­κό­μα να πει.

Με προ­σποι­η­τή α­γα­νά­κτη­ση –δεν υ­πάρ­χει τί­πο­τε το γνή­σιο σΆ αυ­τόν– ο Σου­βα­ρίν γρά­φει ό­τι, ε­φό­σον ο Τρό­τσκι κα­τα­δι­κά­ζει την η­θι­κή των δη­μο­κρα­τών, των ρε­φορ­μι­στών, των στα­λι­νι­κών και των α­ναρ­χι­κών, αυ­τό ση­μαί­νει ό­τι ο μο­να­δι­κός εκ­πρό­σω­πος της η­θι­κής εί­ναι το «Κόμ­μα του Τρό­τσκι», και μια που αυ­τό το Κόμ­μα «δεν υ­πάρ­χει», εν­σάρ­κω­ση της η­θι­κής εί­ναι, σε τε­λευ­ταί­α α­νά­λυ­ση, ο ί­διος ο Τρό­τσκι. Πώς μπο­ρεί κα­νείς να συ­γκρα­τή­σει τα γέ­λια μπρο­στά σε τέ­τοια πράγ­μα­τα; Ο Σου­βα­ρίν φα­ντά­ζε­ται προ­φα­νώς ό­τι εί­ναι ι­κα­νός να δια­κρί­νει ε­κεί­νο που υ­πάρ­χει α­πό ε­κεί­νο που δεν υ­πάρ­χει. Αυ­τό, βέ­βαια, εί­ναι έ­να πο­λύ α­πλό πράγ­μα ό­ταν πρό­κει­ται για χτυ­πη­τά α­βγά ή για έ­να ζευ­γά­ρι τι­ρά­ντες. Αλ­λά στην κλί­μα­κα του ι­στο­ρι­κού προ­τσές μια τέ­τοια διά­κρι­ση εί­ναι προ­φα­νώς πά­νω α­πό το μυα­λό του Σου­βαρίν. «Ε­κεί­νο που υ­πάρ­χει» γεν­νιέ­ται ή πε­θαί­νει, α­να­πτύσ­σε­ται ή α­πο­συντίθεται. Ε­κεί­νο που υ­πάρ­χει μπο­ρεί να το α­ντι­λη­φθεί μο­νά­χα ε­κεί­νος που κα­τανοεί τις ε­σω­τε­ρι­κές του τά­σεις.

Ο α­ριθ­μός των αν­θρώ­πων ε­κεί­νων που κρά­τη­σαν μια ε­πα­να­στα­τι­κή στά­ση στο ξέ­σπα­σμα του τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου μπο­ρούν να με­τρη­θούν στα δά­χτυ­λα του ε­νός χε­ριού. Το πε­δί­ο της ε­πί­ση­μης πο­λι­τι­κής δια­βρώ­θη­κε σχε­δόν ο­λό­κλη­ρο α­πό διά­φο­ρες α­πο­χρώ­σεις σο­βινισμού. Ο Λί­μπκνε­χτ, η Λού­ξε­μπουρ­γκ, ο Λέ­νιν φαί­νο­νταν α­νί­σχυ­ρα, α­πο­μο­νω­μέ­να ά­το­μα. Αλ­λά μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει η ο­ποια­δή­πο­τε αμ­φι­βο­λί­α ό­τι η η­θι­κή τους υ­ψώ­νο­νταν πά­νω α­πό την κτη­νώ­δη η­θι­κή της «ιε­ρής έ­νω­σης»;

Η ε­πα­να­στα­τι­κή πο­λι­τι­κή του Λί­μπκνε­χτ δεν ήταν κα­θό­λου α­το­μι­κι­στι­κή, ό­πως φαι­νό­ταν τό­τε στο μέ­σο Φιλισταίο πα­τριώ­τη. Α­ντί­θε­τα, ο Λί­μπκνε­χτ και μό­νο ο Λί­μπκνε­χτ έκ­φρα­ζε και προ­μη­νού­σε τις βα­θιές υ­πό­γειες τά­σεις μέ­σα στις μά­ζες. Αυ­τό το ε­πι­βε­βαί­ω­σε πέ­ρα για πέ­ρα η κα­το­πι­νή πο­ρεί­α των γε­γο­νό­των. Το να μη φο­βά­σαι σή­με­ρα μια πλή­ρη ρή­ξη με την ε­πί­ση­μη κοι­νή γνώ­μη, έ­τσι που να κα­τα­κτή­σεις αύ­ριο το δι­καί­ω­μα να εκ­φρά­ζεις τις ι­δέ­ες και τα αι­σ­θή­μα­τα των ε­ξε­γερ­μέ­νων μα­ζών, αυ­τός εί­ναι έ­νας ι­διαί­τε­ρος τρό­πος ύ­παρ­ξης που δια­φέ­ρει α­πό την ε­μπει­ρι­κή ύ­παρ­ξη των μι­κρο­α­στών φορ­μαλιστών. Ό­λα τα κόμ­μα­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας, ό­λοι οι η­θι­κο­λό­γοι της και ό­λοι οι συ­κο­φά­ντες θα χα­θούν κά­τω α­πό τα ε­ρεί­πια της ε­περ­χό­με­νης κα­ταστροφής. Το μό­νο κόμ­μα που θα ε­πι­ζή­σει εί­ναι το κόμ­μα της πα­γκό­σμιας σο­σια­λι­στι­κής ε­πα­νά­στα­σης, α­κό­μα κι αν σή­με­ρα μπο­ρεί να φαί­νε­ται α­νύ­παρ­κτο στους κο­ντό­φθαλ­μους ορ­θο­λο­γι­στές, ό­πως ακριβώς στον τε­λευ­ταί­ο πό­λε­μο τους φαι­νό­ταν α­νύ­παρ­κτο το κόμ­μα του Λέ­νιν και του Λίμπκνεχτ.

Οι Ε­πα­να­στά­τες και οι Φο­ρείς της Μό­λυν­σης

Ο Έ­γκελ­ς έ­γρα­φε κά­πο­τε ό­τι ο Μαρ­ξ και αυ­τός έ­μει­ναν ό­λη τους τη ζω­ή στη μειο­ψη­φί­α και «έ­νιω­θαν πε­ρί­φη­μα» έ­τσι. Οι πε­ρί­ο­δες ό­που το κί­νη­μα της κα­τα­πιε­ζό­με­νης τά­ξης υ­ψώ­νε­ται στο ε­πί­πε­δο των γε­νι­κών κα­θη­κό­ντων της ε­πα­νά­στα­σης, α­πο­τε­λούν τις σπα­νιό­τε­ρες ε­ξαι­ρέ­σεις στην ι­στο­ρί­α. Πο­λύ πιο συ­χνές α­πό τις νί­κες εί­ναι οι ήτ­τες των κα­ταπιεζομέ­νων. Ύ­στε­ρα α­πό κά­θε ήτ­τα έρ­χε­ται μια μα­κριά πε­ρί­ο­δος α­ντί­δρα­σης που ρί­χνει τους ε­πα­να­στά­τες πί­σω σε μια κα­τά­στα­ση σκλη­ρής α­πο­μό­νω­σης. Σε τέ­τοιες πε­ρί­ο­δες, οι ψευ­το­ε­πα­να­στά­τες, οι «ιπ­πό­τες της μιας ώ­ρας», ό­πως λέ­ει έ­νας ρώ­σος ποι­η­τής, ή προ­δί­νουν α­νοι­χτά την υ­πό­θε­ση των κα­τα­πιε­ζο­μέ­νων ή ψά­χνουν να βρουν μια φόρ­μου­λα σω­τη­ρί­ας που θα τους ε­πι­τρέ­ψει να α­πο­φύ­γουν τη ρή­ξη με κά­ποιο α­πό τα στρα­τό­πε­δα. Στην ε­πο­χή μας εί­ναι α­δια­νό­η­το να βρεις μια συμ­φι­λιω­τι­κή φόρ­μου­λα στη σφαί­ρα της πο­λι­τι­κής οι­κο­νο­μί­ας ή της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας –οι τα­ξι­κές α­ντι­φά­σεις έ­χουν ο­ρι­στι­κά α­να­τρέ­ψει τη φόρ­μου­λα «αρ­μο­νί­ας» των φι­λε­λεύ­θε­ρων και των δη­μο­κρα­τών ρε­φορμιστών. Α­πο­μέ­νει ο το­μέ­ας της θρη­σκεί­ας και της υ­περ­βα­τι­κής η­θικής. Οι Ρώ­σοι Σο­σια­λε­πα­να­στά­τες δο­κί­μα­σαν να σώ­σουν τη Δη­μο­κρα­τί­α συμ­μα­χώ­ντας με την Εκ­κλη­σί­α. Ο Μαρ­σό Πι­βέρ α­ντι­κα­θι­στά την Εκ­κλη­σί­α με τη Μα­σο­νί­α. Προ­φα­νώς, ο Βι­κτόρ Σερ­ζ δεν έ­χει βρει α­κό­μα κοι­νό κα­τά­λυ­μα, αλ­λά δεν έ­χει δυ­σκο­λευ­τεί κα­θό­λου να βρει μια κοι­νή γλώσ­σα με τον Πι­βέρ ε­νά­ντια στο μαρξισμό.

Δυο τά­ξεις α­πο­φα­σί­ζουν για την τύ­χη της σύγ­χρο­νης κοι­νω­νί­ας: η ι­μπε­ρια­λι­στι­κή μπουρ­ζουα­ζί­α και το προ­λε­ταριάτο. Το τε­λευ­ταί­ο κα­τα­φύ­γιο της μπουρ­ζουα­ζί­ας εί­ναι ο φα­σι­σμός, που α­ντι­κα­θι­στά τα κοι­νω­νι­κά και ι­στο­ρι­κά κρι­τή­ρια με βιο­λο­γι­κά και ζω­ο­λο­γι­κά στά­νταρ και με τέ­τοιο τρό­πο ώ­στε να ε­λευ­θε­ρώ­νει τον ε­αυ­τό του α­πό κά­θε πε­ριο­ρι­σμό στον α­γώ­να του για την κα­πι­τα­λι­στι­κή ι­διο­κτη­σί­α. Ο πο­λι­τι­σμός μπο­ρεί να σω­θεί μό­νο με τη σο­σια­λι­στι­κή ε­πανάσταση. Για να πε­τύ­χει την α­να­τρο­πή, το προ­λε­τα­ριά­το χρειά­ζε­ται ό­λη του τη δύ­να­μη, ό­λη του την α­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα, ό­λη του την τόλ­μη –πά­θος και σκλη­ρό­τη­τα. Πρώ­τα απΆ ό­λα πρέ­πει να α­πε­λευ­θε­ρω­θεί πλή­ρως α­πό τις αυ­τα­πά­τες της θρη­σκεί­ας, της «δη­μο­κρα­τί­ας» και της υ­περ­βα­τι­κής η­θι­κής –τις πνευ­μα­τι­κές αυ­τές α­λυ­σί­δες που έ­φτια­ξε ο ε­χθρός για να το δα­μά­σει και να το σκλα­βώ­σει. Η­θι­κό εί­ναι μό­νο ε­κεί­νο που προ­ε­τοι­μά­ζει την πλή­ρη και τε­λι­κή α­να­τρο­πή της ι­μπε­ρια­λι­στι­κής κτη­νω­δί­ας και τί­πο­τε άλ­λο. Η νί­κη της ε­πα­νά­στα­σης –να ο υ­πέρ­τα­τος νό­μος!

Μια κα­θα­ρή κα­τα­νό­η­ση του συ­σχε­τι­σμού α­νά­με­σα στις δυο βα­σι­κές τά­ξεις –την μπουρ­ζουα­ζί­α και το προ­λε­τα­ριά­το στην ε­πο­χή της θα­νά­σι­μης πά­λης τους– μας α­πο­κα­λύ­πτει την α­ντι­κει­με­νι­κή ση­μα­σί­α του ρό­λου των μι­κρο­α­στών η­θι­κολόγων. Το κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους γνώ­ρι­σμα εί­ναι η α­δυ­να­μί­α: η κοι­νω­νι­κή α­δυ­να­μί­α, λό­γω του οι­κο­νο­μι­κού ξε­πε­σμού της μι­κρο­α­στι­κής τά­ξης, η ι­δε­ο­λο­γι­κή α­δυ­να­μί­α, λό­γω του φό­βου της μι­κρο­α­στι­κής τά­ξης μπρο­στά στο τε­ρα­τώ­δες ξέ­σπα­σμα της τα­ξι­κής πά­λης. ΑπΆ αυ­τό και η ε­πει­γό­τη­τα του μι­κρο­α­στού, τό­σο του μορ­φω­μέ­νου ό­σο και του α­μόρ­φω­του, να φρε­νά­ρει την τα­ξι­κή πά­λη. Κι αν δεν μπο­ρεί να το πε­τύ­χει δια­μέ­σου της αιώ­νιας η­θι­κής –και σα­φώς δεν μπο­ρεί να το πε­τύ­χει– ο μι­κρο­α­στός ρί­χνε­ται στην α­γκα­λιά του φα­σι­σμού που φρε­νά­ρει την τα­ξι­κή πά­λη με τους μύ­θους και το τσε­κού­ρι του δη­μί­ου. Η η­θι­κο­λο­γί­α του Βι­κτόρ Σερ­ζ και των ο­μοί­ων του εί­ναι μια γέ­φυ­ρα α­πό την ε­πα­νά­στα­ση στην α­ντί­δρα­ση. Ο Σου­βα­ρίν βρί­σκε­ται ή­δη στην άλ­λη με­ριά της γέ­φυ­ρας. Η πα­ρα­μι­κρή πα­ρα­χώ­ρη­ση σΆ αυ­τές τις τά­σεις α­πο­τε­λεί την αρ­χή της συν­θη­κο­λό­γη­σης με την α­ντί­δρα­ση. Α­φή­στε αυ­τούς τους φο­ρείς μό­λυν­σης να μπο­λιά­ζουν με κα­νό­νες η­θι­κής το Χί­τ­λερ, το Μου­σο­λί­νι, τον Τσά­μπερ­λεν και τον Ντα­λα­ντιέ. Όσο για μας, μας φτά­νει το πρό­γραμ­μα της προ­λε­τα­ρια­κής ε­πα­νά­στα­σης.

Κο­γιο­α­κάν, 9 του Ιού­νη 1939